31 Οκτ 2008

Nα Εχεις, ή να Είσαι;


Δεν το μπορώ το γκρίζο. Μοιάζει με απειλή, με εισαγωγή στο μαύρο, με προαναγγελία θανάτου. Τις τελευταίες μέρες με κυνηγάει επίμονα μέσα απο τη ματιά των ανθρώπων. Προσπαθώ να λειτουργήσω αντιπερισπαστικά, ψαχουλεύοντας ντουλάπια όπου φυλάω πολύχρωμα χαρτιά περιτυλίγματος για τα δώρα των Χριστουγέννων. Κόκκινα και χρυσά χαρτιά και φιόγκους προκλητικά φανταχτερούς, υπόσχεση χαράς με ημερομηνία λήξης.

Σχεδιάζω ταξίδι για τη Πρωτοχρονιά, και επιδίδομαι με μανία να κατασκευάσω εκ των προτέρων τις πιό λαμπερές μελλοντικές μου αναμνήσεις, βάφοντας χρυσά τα κάστρα και τα σπήλαια του Brantome, καφεπράσινα τα νερά του Dordogne, τα πασπαλίζω και με λίγο λευκό, κι' εξασφαλίζω για 60 μέρες το μερτικό μου σε χαρά. Η ανακωχή μου με το γκρίζο έχει ημερομηνία λήξης σε δυό μήνες.

"Τραπεζικά συστήματα που καταρρέουν", "πραγματική οικονομική κρίση" ante portas, ολοένα και περισσότεροι άνθρωποι που νοιώθουν για τα καλά στο πετσί τους τη φτώχεια, άνθρωποι που απαγορεύουν στον εαυτό τους τα όνειρα πιά, που με την παραίτηση στα μάτια και με τα χέρια ψηλά παραδίδονται αμαχητί στο "Αμερικάνικο όνειρο"που έγινε εφιάλτης, και στο βάθος ο χρόνος που έρχεται χωρίς ούτε μιά υποψία υπόσχεσης, ούτε καν μιά ευχή που να γίνει πιστευτή.

Οχι, εγώ δεν παραδίδομαι στο γκρίζο. Κρατάω μυστικό οπλοστάσιο στα βάθη του μυαλού μου και πυροβολώ τις ανασφάλειες στο "δόξα πατρί". Εσωτερικές διεργασίες και ανακατατάξεις λαμβάνουν χώρα, σαν άσκηση ετοιμότητας απέναντι στον εχθρό. Σηκώνω τις άγκυρες που με κρατούν δεμένη με τα "έχει" μου, πετάω στο καλάθι των αχρήστων μικρούς και μεγάλους θριάμβους ματαιοδοξίας και απεκδύομαι την στολή της συνθετικής ευδαιμονίας, που έτσι κι' αλλιώς , ποτέ δεν έγινε ένα με το δέρμα μου.

"Να Εχεις, ή να Είσαι" λεγόταν το βιβλίο του Εριχ Φρομ, που πριν απο πολλά χρόνια διαβασμένο, είχε αφήσει τη σφραγίδα του να ξεθωριάζει στη μνήμη μου. Δεν υπάρχει καν στη βιβλιοθήκη μου για να το ξαναδιαβάσω, όμως το μήνυμα το είχα προσλάβει απο τότε , και σαν αποτύπωμα μυστικό το ψηλαφούσα κάποιες φορές, ανανέωνα τη σχέση του μαζί μου με σεβασμό κι' εμπιστοσύνη, μα όχι με απόγνωση και δογματισμό.

Οι άνθρωποι "Να Εχεις" κινδυνεύουν. Εχτισαν τη ζωή τους μέσα σε ντουβάρια. Την ψυχή τους την φυλακίσαν εκεί μέσα. Ταξιδεύουν το σώμα τους σε ακριβά αυτοκίνητα και τις αισθήσεις τους στο πορτ μπαγκάζ. Καταθέτουν τα όνειρά τους σε επισφαλείς τραπεζικούς λογαριασμούς και τοκίζουν την ευτυχία τους με μηδενικό επιτόκιο. Ανταμώνουν ένα ευωδιαστό λουλούδι στον δρόμο τους και επενδύουν στην ευωδιά του που ψυχοραγεί για μιά εβδομάδα στο βάζο. Ιδιοποιούνται το κελάϊδισμα των πουλιών, φυλακίζοντάς το σε κλουβιά, κι' ακούγοντάς το μονοφωνικά. Χάνουν τη μαγεία της ορχήστρας για να έχουν μουσική δωματίου.

Οι άνθρωποι "Να Είσαι"χτίζουν τον κόσμο τους εκ των έσω. Κατοικούν σε ντουβάρια, αλλά η ψυχή τους περιδιαβαίνει ελεύθερη έξω απ' αυτά. Ταξιδεύουν μέχρις εκεί που τους φτάνει η βενζίνη κι' όταν αυτή σωθεί φορτώνουν στις αποσκευές τους τις αισθήσεις τους κι' ανακαλύπτουν τη μαγεία των μονοπατιών. Ανταμώνουν ένα ευωδιαστό λουλούδι στο δρόμο τους και εισπνέουν την πεμπτουσία της ύπαρξής του, γίνονται χρώμα, γίνονται μυρουδιά.

Αφουγκράζονται τις μουσικές της φύσης στερεοφωνικά και γίνονται για λίγο πουλιά. Επενδύουν με υψηλό επιτόκιο στο ανεξάντλητο κεφάλαιο της πιό πηγαίας ευτυχίας, αυτής που χαρίζεται, που προσφέρεται, που δεν μετατρέπεται σε κανένα νόμισμα, και δεν υπόκειται σε καμιά ισοτιμία.

Παρέα με το "Είμαι" μου λοιπόν, θα κυνηγήσω το γκρίζο. Τα "Εχει" μου είναι πράγματι επισφαλή. Ανασκαλίζοντας όμως τα συρτάρια με τις άμυνες, που τις κρατώ ρωμαλέες έτσι κι' αλλιώς, τραβάω το κρυμμένο μου χαρτί, αυτή την θαυμάσια παρακαταθήκη που μου άφησε ο Φρομ και το βιβλίο του και έτσι μαγικά, χαμογελάω αισιόδοξα στο μέλλον, σπρώχνω τα υπολείματα των φόβων μου κάτω απ' το κρεβάτι και προσκαλώ τους προφήτες κακών στο δικό μου πάρτυ. Με τους δικούς μου όρους πιά: "Σας κερνάω τα έχει μου. Φάτε τα μέχρι σκασμού. Την ευωδιά απ' τα τριαντάφυλά μου δεν μπορείτε να την πάρετε. Ούτε να σταματήσετε τα κοτσύφια να ζευγαρώνουν. Ούτε να βάψετε τη ψυχή μου γκρίζα. Ούτε να κάνετε το χώμα να μην μυρίζει μετα απο τη βροχή. Ούτε να πάψω ν' αγαπώ και ν' αγαπιέμαι. Ούτε μπορείτε να κατασχέσετε τη γεύση μου, την όρασή μου, την ακοή και την αφή μου."

Νά'σαι καλά βρε Εριχ! Μου θύμισες ξανά πόσο πολύτιμη εμπειρία είναι η δυσκολία. Κι' άν υπήρξα αρκετά καλή μαθήτρια, τότε ελπίζω ν΄ανταμειφθώ επάξια και με τη φτώχεια. Το "Είμαι μου" κι' εγώ βάλαμε πλώρη και για master!

24 Οκτ 2008

Αρώματα κλεισμένα σε συρτάρι...





























Το τελευταίο συρτάρι της παλιάς μου συρταριέρας στριγγλίζει ενοχλητικά όποτε προσπαθώ να το ανοίξω. Και το ανοίγω σπάνια.












Τη νύχτα ονειρεύτηκα τον μπαμπά μου και την αγαπημένη μου γιαγιά, την συνονόματη, τη μητέρα του. Το δωμάτιο γέμισε αρώματα βαριά, απ' αυτά τα επιθετικά αρώματα που συνοδεύαν τη γιαγιά μου την Πολίτισα και τις φίλες της, όταν μαζεύονταν για τσάϊ στο σπίτι μας.












Ασυναίσθητα σχεδόν, με το καφέ στο χέρι πρωϊ-πρωϊ, έσκυψα στο τελευταίο συρτάρι της παλιάς μου συρταριέρας και αγνοώντας τις στριγγλιές του το τράβηξα προς τα έξω όσο πιό πολύ μπορούσα.












Τ' αρώματα της Πόλης ανακατεύτηκαν με τη μυρουδιά απ' το πριονίδι του πληγωμένου ξύλου που πέφτει στο πάτωμα καθώς το συρτάρι αντιστέκεται στο άνοιγμα.












Ανέσυρα το φάκελο που έγραφε απ' το χέρι μου "πολύ παλιά". Μιά ανεξήγητη συγκίνηση μ' έκανε να κρατήσω ευλαβικά το φάκελο πάνω στη καρδιά μου για μερικά δευτερόλεπτα και μετά να αραδιάσω,το ίδιο ευλαβικά,το περιεχόμενό του πάνω στο κρεβάτι.












Ενοιωσα σαν να όφειλα να προστατεύσω αναμνήσεις πολύτιμες, απο τη φθορά του χρόνου, να τις φυλακίσω γι' άλλη μιά φορά, καλά κλειδαμπαρωμένες, στο κελλί της ψυχής μου, ν' ανανεώσω τη σχέση μου μαζί τους, να τροφοδοτήσω τον αέρα γύρω μου με την ανάσα ανθρώπων αγαπημένων και πράων, με λέξεις και φωνές που έρχονται απο άλλες εποχές και κοιμισμένες ύπνο βαθύ, ξυπνούν μόνο όταν στριγγλίζει το συρτάρι...











Ενα γλυκό τρυφερό παιδάκι, ο πατέρας μου, σε ηλικία 7 ετών, μου χαμογελάει απο την αγκαλιά του παπού μου....

































Πρώτη απο αριστερά, η αδερφή της αγαπημένης μου γιαγιάς, η θεία η Μαργαρίτα, μιά αθώα και άδολη ψυχή, που όντας ανύπαντρη, πέθανε απο καρκίνο στα 60 της, πιό παρθένα κι' απ' ότι είχε γεννηθεί.... Δεν την είχα γνωρίσει. Το άρωμα της ψυχής της, έφτασε σε μένα μέσα απο ιστορίες που μου διηγόταν η μητέρα μου, όταν ακόμη ήμουν παιδί. ..











Ο παπούς μου, ιατρική διάνοια για την εποχή του, με συγγράματα και εργασίες στο ενεργητικό του, ιδρυτής μεγάλης κλινικής στον Πειραιά, αθεράπευτος γυναικάς και ομορφάντρας, που πέθανε με μαλάκυνση εγκεφάλου καναδυό χρόνια πριν να γεννηθώ, και κατα αρκετά εκατομύρια δραχμές ξαλαφρωμένος, απο τις διάφορες μαιτρέσες που διατηρούσε κρυφά επι σειρά ετών σε appartment (προφέρεται γαλλιστί) του Κολωνακίου!











Οι διηγήσεις της μητέρας μου συνοδεύονταν και απο επιτιμητικό κούνημα του κεφαλιού, αλλά, δεν ξέρω γιατί, στο βάθος του μυαλού μου διατηρούσα απέραντη επιείκεια για τον άταχτο αυτόν παπού, που παρά τις επαναλαμβανόμενες ζαβολιές του, κατάφερνε να κρατάει ψηλά τον σεβασμό του για τη γιαγιά μου, καθώς και την θέση που της άξιζε στην τότε αριστοκρατική κοινωνία. (Μούτρο, εν ολίγοις ο παπούς!) Ισως, αυτή η επιείκεια να πήγαζε απο το γεγονός ότι, η καημένη η γιαγιούλα μου, ήταν μιά άσκημη γυναίκα, ιδιαίτερα μορφωμένη και με αγγελική ψυχή, άσκημη όμως, άσκημη!











Νάτην, εκεί, δίπλα στο παπού μου καθισμένη, με τη μαύρη φούστα και το υπομειδίαμα στα χείλη, η γλυκειά μου η γιαγιά, ούτε μία φορά δεν είχε πεί κακή κουβέντα για τον Βασίλη της, ούτε μιά...










Ακόμα μένουν στο μυαλό μου αποτυπωμένες εκείνες οι βασανιστικές γι' αυτήν βόλτες που μ' έκανε στα κοντινά παρκάκια, που ασθμαίνουσα και κουβαλώντας τα μπόλικα κιλά της με κυνηγούσε εκλιπαρώντας με να μη φεύγω μακριά της, μισά στα πολίτικα, μισά στα γαλλικά.








Στη φωτογραφία παραπάνω, η μικρή βιολίστρια, σε μιά απ' αυτές τις συνήθως περιπετειώδεις πρωϊνές εξορμήσεις μαζί με τη γιαγιά....




Πίνω δυό γουλιές καφέ και τα χέρια μου ανοίγουν προσεχτικά έναν άλλο μικρότερο φάκελο.




Χαρτί κιτρινισμένο, με τυπωμένες ζωγραφιές επάνω του, επιστολόχαρτο ιδιαίτερο, απ' αυτά που δεν κυκλοφορούσαν στην Ελλάδα του 1923. Γράμματα που ανεδείκνυαν τη προσπάθεια να αποτυπωθούν καλλιγραφικά απο ένα μικρό παιδάκι, γράμματα γεμάτα οξείες, δασείες, περισπωμένες και όλα τ' άλλα σημεία στίξης, που δε μπορώ πιά να θυμηθώ ούτε τ' όνομά τους,




τα γράμματα που έστελνε ο μπαμπάς μου απο τη Δρέσδη της Γερμανίας στον δικό του τον παπού, στην Αθήνα... Τα κρατάω στα χέρια μου και προσπαθώ ν' αφουγκραστώ αυτή τη παιδική φωνή, να συλλαβίζει καθώς γράφει, να ταξιδεύει 85 χρόνια διαδρομή και νάρχεται σήμερα το πρωϊ μές στο δωμάτιο, να το γεμίσει αθωότητα, γλύκα και εικόνες που δεν μου ανήκουν, αναπαυμένες εντούτοις μ' εμπιστοσύνη σ' ένα συρτάρι που στριγγλίζει όταν ανοίγει...




"Δρέσδη, 4 Ιουλίου 1923..."














Νοιώθω ότι μπερδεύομαι για μερικά λεπτά. Διαβάζω κι' ακούω τον εαυτό μου να ψιθυρίζει "παιδάκι μου γλυκό"! Σα να μιλάω στα παιδιά μου, μιά έκφραση που γι' αυτούς χρησιμοποιώ, κι' όμως μου ξεφεύγει τόσο αυθόρμητα, τόσο τρυφερά, που μόλις λίγο αργότερα συνειδητοποιώ ότι ο τρόπος που αγάπησα τον πατέρα μου ήταν αυτός! Σαν μάνα το παιδί! Ο τρόπος που "θυμάμαι" την αγάπη μου για τον πατέρα μου, αυτός ακριβώς είναι: μιά αντιστροφή των ρόλων, μιά κατ' ανάγκην αντιστροφή. Ισως μ' αγάπησε μόνο σαν προέκταση της μητέρας μου, ίσως δεν μ' "έβλεπε" καθόλου, ίσως έπρεπε εγώ να δημιουργήσω εκ θεμελίων τη σχέση αυτή, να τη χτίσω με το δικό μου τρόπο, απλά για να υπάρχει, απλά γιατί την χρειαζόμουνα, κι' έτσι την έφερα στα μέτρα που μπορούσα, τον έκανα παιδάκι μου κι' αυτόν, παιδάκι τον διατήρησα στη μνήμη μου, ένα επτάχρονο παιδάκι ήταν ο μπαμπάς μου, που ανάμεσα στους περιπάτους και τα μαθήματα γερμανικών με την fraulein στην Δρέσδη (η τελευταία στα δεξιά της εικόνας παραπάνω), πάλευε επιμελώς να διατυπώσει κομάτια της σκέψης του πάνω στο ακριβό επιστολόχαρτο με αποδέκτη τον παπού του...

Σκάλισα κι' άλλες φωτογραφίες, κι' άλλα γράμματα. Κάποιες αναφορές στην προγιαγιά μου, πρόσωπο που δεν γνώρισα ποτέ, μιάς και πέθανε ήσυχα-ήσυχα, σαν αγγελούδι, στα 98 της, λίγους μήνες μετά αφ' ότου είχε γεννηθεί... ο μικρός Γιωργάκης! Δηλαδή, εγώ!

Η προγιαγιά μου, η Φευρωνία(!), ένα λουλούδι αθωότητας κι' ευγένειας, και πάλι μέσα απο τις διηγήσεις της μητέρας μου, ένα πρόσωπο που η φαντασία μου το έχει διατηρήσει χλωμό και διάφανο, πάνω σε δαντελένια σεντόνια μόνιμα σχεδόν ξαπλωμένο τον τελευταίο χρόνο της ζωής της, ένα λεπτό και αποστεωμένο κορμί ντυμένο με μεταξωτές νυχτικιές και με τα μαλλάκια πάντα περιποιημένα, που όμως στάθηκε αδύνατο να θυμηθεί για πάνω απο πέντε λεπτά, ότι το νεογέννητο στο σπίτι, ήταν κορίτσι. Το μυαλό της ήταν μόνιμα συντονισμένο στην ιδέα ότι το δισέγγονό της ήταν αγόρι και μάλιστα ο μικρός Γιωργάκης, ο πατέρας μου και εγγονός της.

"Φέρτε με τον Γιωργάκη, να τον ειδώ για λίγο", συνήθιζε να λέει στη μαμά μου.

"Δεν είναι ο Γιωργάκης, γιαγιά Φευρωνία, η Θαλίτσα μας είναι", την διόρθωνε για εκατοστή φορά η μητέρα μου...

"Οh, mais non, όλο το ξεχνώ, mais naturellement, c'est une fille, η Θαλίτσα μας!".. Και μετά απο λίγο : " Ο Γιωργάκης κλαίει. Πεινά. Oh, donnez lui a manger, s' il vous plait"...

Kaι όταν την ρωτούσαν, γιατί μιλάει γαλλικά μπροστά στο μωρό, ερχόταν η απάντηση, αποστομωτική μα και αφοπλιστική συνάμα: "Μα για να μη καταλαβαίνει ότι μιλούμε γι' αυτόν"!, με φωνή ψιθυριστή και ύφος αθώα συνομωτικό!

Η προγιαγιά μου, η Φευρωνία, έφυγε αθόρυβα, ένα απόγευμα, πλαισιωμένη απο τις περίτεχνες δαντέλες των μαξιλαριών της, έτσι ειρηνικά όπως έζησε. Χαμογελούσε μερικά λεπτά πριν απο τον θάνατό της σε όλους τους ήδη φευγάτους συγγενείς, που την προσκαλούσαν χαρωπά για τσάϊ, στα ουράνια... Δεν τη γνώρισα ποτέ, ναί. Ομως , μιά άγνωστη μνήμη, ανακαλεί συχνά μέσα στ' αυτιά μου μιά ευγενική φωνούλα που κάθε πρωϊ ανελλιπώς υπενθύμιζε: "Παρακαλώ πολύ, μπορείτε να με φέρετε το κεντιανό μου;" (Αν θυμάμαι καλά-άν όχι διορθώστε με- κεντί στα τούρκικα είναι κάτι σαν το πρωϊνό, ή κάτι παρόμοιο τελοσπάντων), όμως αυτό ζητούσε η Φευρωνία κάθε πρωϊ. Αυτή η φράση, έμεινε μές στο μυαλό μου, σαν σήμα κατατεθέν της προγιαγιάς Φευρωνίας. Κι' ένα άρωμα ανθόνερου, που μόνο αυτό νομίζω θα της ταίριαζε, αν μπορούσα να την κλείσω σε μπουκαλάκι...

Και τελικά, αυτό το μουντό, φθινοπωριάτικο,όμορφο πρωϊνό του Οκτώβρη, για πρώτη φορά ένοιωσα να ξεχωρίζω τ' αρώματα αυτά της Πόλης, να τα ταξινομώ μες στις αισθήσεις μου, σύμφωνα με την essence που το καθένα απ' αυτά ανέδιδε και που έτσι απλά και μυστήρια συνάμα, αποτελούσε την πραγματική ταυτότητα των υπάρξεων αυτών.

Η προγιαγιά μου, η Φευρωνία, ήταν το ανθόνερο.

Η γιαγιά μου η αγαπημένη, ήταν μάλλον απόσταγμα ροδόνερου.

Ο παπούς μου, ο Βασίλης, ο γιατρός, νομίζω πως θα μύριζε πιπεράτο μοσχοκάρυδο.

Ο πατέρας μου, ο καλός και διακριτικός αυτός άνθρωπος, μάλλον θα μύριζε γιασεμί.

Η καημένη, η παρθένα η θεία Μαργαρίτα, πρέπει ν' ανέδιδε το άρωμα του χαμομηλιού.

Ηρθαν και σκέπασαν τις βαρειές πολίτικες μυρουδιές, αυτά τα εκλεπτυσμένα και αυθεντικά αρώματα της φύσης, αυτό έμεινε, έναν αιώνα σχεδόν μετά, αυτό που αποτελούσε συστατικό αναπόσπαστο της ψυχής τους, η πραότητα, το ανθόνερο, το ολοζώντανο πνεύμα, το μοσχοκάρυδο, η γλυκυτητα και η αθωότητα , το γιασεμί, η παρθενικότητα και η αγνότητα,το χαμομήλι....

Κράτησα τελευταία στα χέρια μου μιά καρτ-ποστάλ, αυτήν που διακοσμεί την ανάρτησή μου, κάτω απ' τον τίτλο.Σταλμένη απο κάποιον άγνωστο σε μένα φίλο κάποιου άλλου θείου μου,

κάτοικου Αμερικής, με την ευκαιρία της γιορτής της Πρωτοχρονιάς. Σταλμένη στον θείο τον Πολύβιο, σύζυγο της αδερφής της άλλης μου γιαγιάς, απο την πλευρά της μητέρας μου, της Αριάδνης. Ο Πολύβιος, που δεν του έμελλε να είναι πολύβιος, έφυγε , σχετικά νέος για την εποχή, τσακισμένος απο το δύστροπο του χαρακτήρα της Αριάδνης, της αδερφής της άλλης μου γιαγιάς (ξέρω, ξέρω, μπερδεύεστε). Ο φίλος του όμως ο John, απο το Pitchburg της Ν. Υόρκης, του έστειλε μιά ευχητήρια κάρτ-ποστάλ για να του μεταφέρει πρωτοχρονιάτικες ευχές δια το νέον Ετος.....
Δια το νέον έτος 1908! Κρατάω στα χέρια μου, χάρτινη ανάμνηση 100 χρονών! Το μελάνι αυτού του άγνωστου ανθρώπου παραμένει αναλείωτο εδώ κι' έναν αιώνα! Το συναίσθημά του τη στιγμή που έγραφε την κάρτα αυτή, εξακολουθεί να ταξιδεύει μέχρι σήμερα, αυτούσιο, αυθεντικό, σαν να μου έχει παραδώσει τη σκέψη του μέσα σε φάκελο σφραγισμένο, σα να με παρακάλεσε να τη ζωντανεύω πού και πού, να μη χαθεί ποτέ, να μη παραπέσει, να μη περάσει στη σκοτεινή πλευρά του κόσμου αυτού....
Οταν έκλεισα και πάλι το συρτάρι της παλιάς μου συρταριέρας, ένοιωθα σαν να μου χαρίστηκε η αιώνια ζωή. Αρωματισμένη λές για πάντα, με μυρουδιά ανθόνερου, ροδόνερου, μοσχοκάρυδου, γιασεμιού και χαμομήλι...
Αν, πράγματι μου επιφυλάσσεται η αθανασία, κάπως έτσι θα ήθελα να ευωδιάζει...
Α! Ξέχασα! Ο θείος ο Πολύβιος, ο Ελλην εξ Αμερικής, θα πρέπει να μυρίζει φυστικοβούτυρο!


















21 Οκτ 2008

Παραγγελιά.


Εχω δυό παραγγελιές να φέρω εις πέρας. Απο τον καλό μας το κηπουρό τον Theo, τις 5 ερωτήσεις, και απο την γλυκειά μου την Talisker, τις 7 αλήθειες για τον εαυτό μου.

Δύο σε ένα λοιπόν και παίζουμε, λέμε, παίζουμε!

Θα ρώταγα λοιπόν ένα φιλόσοφο: Ποιό είναι εκείνο το φιλοσοφικό σύστημα που κατέληξε ποτέ σ' ένα συμπέρασμα;

Το μέντιουμ, θα το ρώταγα: Τί χρώμα έχει η αύρα μου;

Σ' ένα παιδάκι θα έλεγα: Θέλεις ν' αλλάξουμε ρόλους για λίγο;

Σε μιά παλιά αγάπη, μάλλον θα ήθελα να ρωτήσω: Με βρίσκεις πιό όμορφη παρα ποτέ! Ετσι δεν είναι;

Και στον καθρέφτη μου: Πού έχω βάλει τα γυαλιά μου γαμώτο;

Οι 7 αλήθειες για τον εαυτό μου τώρα:

1)Σιχαίνομαι αναβλητικότητα και αναποφασιστικότητα (βλέπε. ανυπόμονη)

2) Οργανωτική και συγκεντρωτική στο έπακρο (βλέπε. μιά χαρά το κάνετε, αλλά εγώ το κάνω καλύτερα!)

3) Οταν βάλω κάτι στο μυαλό μου, το "είναι" μου όλο συνομωτεί για να το πετύχει (βλέπε. πεισματάρα)

4) Το χειρότερό μου είναι να βρεθώ στην ανάγκη να ζητήσω χάρη (βλέπε. εγωίστρια)

5) Δεν έχω καταφέρει να μισήσω κανένα για παραπάνω απο μία εβδομάδα (βλέπε. μαλακοπίτουρας)

6) Σπάνια γίνομαι αγαπητή με τη πρώτη ματιά (βλέπε. "τρώγοντας έρχεται η όρεξη)

7) Μπορώ να προσαρμοστώ σε οποιαδήποτε κατάσταση (βλέπε. survivor)

Και δε με νοιάζει άν οι αλήθειες πρέπει να είναι επτά, γιατί δεν μπορώ να παραλείψω το βασικό "σήμα κατατεθέν μου"!

Φτού και βγαίνω λοιπόν:

8) ΑΔΥΝΑΤΟΝ ΝΑ ΣΗΚΩΘΩ ΑΠΟ ΤΟ ΤΡΑΠΕΖΙ ΧΩΡΙΣ ΝΑ ΕΧΩ ΦΟΡΤΩΣΕΙ ΤΟ ΜΠΛΟΥΖΑΚΙ ΜΟΥ ΜΕ ΛΕΚΕΔΕΣ! (ΒΛΕΠΕ. ΧΥΜΑ!!!)

Να παίξει όποιος δεν βαριέται!

16 Οκτ 2008

Ανοιχτή επιστολή

Αγαπητοί φίλοι, φίλες και γνωστοί,
αγαπητοί πρώην συνάδελφοι, συγγενείς και όχι μόνο,
επειδή, εδώ και έξι συναπτά έτη, το μυαλό, η καρδιά και η ματιά μου έχουν εκπαιδευτεί δεόντως να αντιλαμβάνονται, να επεξεργάζονται και να ερμηνεύουν εκείνο το αδιόρατο απαξιωτικό βλέμα που στις περισσότερες των περιπτώσεων καλύπτεται (ή έτσι πιστεύετε τουλάχιστον) απο αμήχανη συγκαταβατικότητα, ή και, ακόμα χειρότερα, απο επίπλαστη φυσικότητα έως και ενθουσιώδη αποδοχή, και επειδή τα ερωτήματα δεν εκφέρονται ευθέως, αλλά διακρίνονται να σέρνονται πίσω απ' τη πλάτη μου συνομωτικά, προτίθεμαι μέσω αυτής της επιστολής, να προσπαθήσω να καλύψω τις όποιες απορίες σας (για τις οποίες φυσικά δεν κατηγορώ κανέναν) και να σας απαλλάξω απο την επίπονη διαδικασία να αναλύετε και να συμπεραίνετε ερήμην μου (πράγμα για το οποίο φυσικά και σας κατηγορώ, αλλά μη το παίρνετε και κατάκαρδα)...
Στην ταραχώδη ερωτική μου ζωή, ουδέποτε διεκδίκησα το τίτλο της "καλής κοπέλας". Οπου γάμος και χαρά η Βασίλω πρώτη, που λένε! Οπου περίεργα, και επικίνδυνα, όπου μύριζε η αδρεναλίνη και η τρέλα, εγώ, μάσκα, βατραχοπέδιλα και βουτιά χωρίς αναπνευστήρα! Δεν υπήρξα καλή σύζυγος, ούτε υπόδειγμα μητέρας. Υπήρξα όμως άνθρωπος γεμάτος συναισθήματα και πάθος, πάθος αυτοκαταστροφικό μερικές φορές, που απεγνωσμένα έβραζε μέσα μου κι' έψαχνε αποδέκτη, ένα δοχείο συγκοινωνούν, να μεταφερθεί, να μεταγγιστεί, να καταλαγιάσει...
"Δοχεία" υπήρξαν πολλά. Αλλά δεν ήταν συγκοινωνούντα. Κι' έτσι, κάποια στιγμή γινόταν η έκρηξη. Και δεν έμενε τίποτα όρθιο.
Χρόνια ολόκληρα, αναρωτιόμουν με αγωνία, τί δε πήγαινε καλά στις αναζητήσεις μου. Επιστράτευσα τόμους ολόκληρους απο βιβλία ψυχολογίας ή συναφή του τύπου: " Πώς να", ή του τύπου: "Γιατί να", ή : "Ετσι θα". Τίποτα! Πέρασα και τη πόρτα του ψυχολόγου, τον οποίο πλήρωνα για να δίνω εγώ τις απαντήσεις στα ερωτήματά μου και μετά απο μικρό χρονικό διάστημα, να έχω ξεχάσει γιατί πήγα.
Ερωτεύτηκα. Χώρισα. Ξαναερωτεύτηκα. Ξαναχώρισα. Δεν κρίνω εκ του αποτελέσματος τις σχέσεις μου, πέρασα όμορφες στιγμές, άσχημες στιγμές, κέρδισα, έχασα, πέταξα στα σύννεφα αρκετές φορές, ξέσκισα τις σάρκες μου άλλες τόσες.
Πέρασα μέσα απο το λαβύρινθο του μυαλού ανθρώπων της κουλτούρας, άνθισε η σκέψη μου, αρθρώθηκε διαφορετικός ο λόγος μου, πλούτισε το πνεύμα μου, αλλά...εκείνη η φλόγα που σιγόκαιγε στα βάθη της καρδιάς μου δεν έλεγε να σβύσει.
Γνώρισα τη γοητεία του αντισυμβατισμού, απογειώθηκα σε σχέσεις έντονες και "διαφορετικές", ένοιωσα την υπέρβαση, έζησα τη παιδικότητά μου, "έκλεψα" στιγμές απο ταινίες του κινηματογράφου, αλλά....η φλόγα εκεί, με τσουρούφλιζε ακόμη.
Περπάτησα σε μονοπάτια ασφαλή, περιπατώντας τρυφερά και γνώριμα σοκκάκια, διοχέτευσα το "χύμα" της ιδιοσυγκρασίας μου χωρίς ντροπή, με αποδοχή απο τον τότε σύντροφό μου, με λύπες και χαρές στο δρόμο μας, αλλά... στα μονοπάτια αυτά, ο περιπατητής έμεινε μόνος, ο συνοδοιπόρος μάλλον βαρέθηκε τη διαδρομή στο κόσμο αυτό και "ανέκρουσε πρύμνας", επέστρεψε εκεί που ανήκε: στην απόλυτη ελευθερία τ' ουρανού. Και η φλογίτσα μέσα μου σιγόκαιγε ακόμη...
Για να μη τα πολυλογώ, καλοί μου φίλοι, γνωστοί και συγγενείς, πρώην συνάδελφοι και όχι μόνο, η ζωή, ή το κεφάλι μου, δε ξέρω, τά'φερε έτσι, που άνθρωποι, βιβλία, ψυχολόγοι, αυτοσυγκέντρωση, αυτογνωσία, αυτοδιάθεση και αυτομαστίγωση, αποδείχτηκαν μέσα ανεπαρκή για την ανίατη, όπως πίστευα, ασθένειά μου. (Την αυτοσυγκράτηση τη βγάζω έξω απ' τη λίστα, ουδέποτε διέθετα απ' αυτήν).
Ωριμάζοντας όμως, συλλέγοντας τις εμπειρίες μου και τοποθετώντας τις όμορφα όμορφα κατα σειρά στα βάθη του χρόνου, αντιλήφθηκα ότι μάλλον δεν είχα τελειώσει με τις αναζητήσεις μου. Αλλά ούτε και με εκείνη την άτιμη την αντισυμβατικότητά μου, αυτήν που κατέρριπτε όλα τα τείχη των αναστολών μου τελικά, (και πολύ καλά έκανε), είχα τελειώσει.
(Αμα το' χει το ζακόνι ο άνθρωπος!)...
Και έξι χρόνια πριν, αποφάσισα ότι κακώς γεννήθηκα και μεγάλωσα στην Αθήνα, κακώς πέρασα τη μισή μου σχεδόν ζωή εκεί, αφού ένα μέρος των παιδικών μου αναπολήσεων δεν είχε πραγματωθεί ακόμα.
Και μάζεψα εαυτόν , εμπειρίες αποτυχημένες και μη, και τη φλογίτσα μου, και εγκαταστάθηκα στο χωριό.
Και παντρεύτηκα ξανά.
Το αντικείμενο των αποριών σας. Των αμφιβολιών σας. Των απαξιωτικών σχολίων σας.
"Παιδί" απ' το χωριό. Και κατα πολύ νεότερο. Και "μαστοράντζα"! Εγώ! Η κουλτουριάρα! Η απόγονος "καλής οικογενείας", η πολύγλωσση και "ψαγμένη", η μεγαλωμένη με όπερα και κλασσική λογοτεχνεία, ή όμορφη, η εντυπωσιακή...
Τη φλογίτσα μου όμως, δεν τη βλέπατε, ούτε τη μαντεύατε. Γιατί; Μέρος των προσόντων μου ήταν κι' αυτή!
Επειδή λοιπόν, δίκαια ή άδικα απορούσατε και απορείτε ίσως ακόμη,
Επειδή, είναι πιό εύκολο να κρίνετε μόνο την επιφάνεια,
Επειδή τα λεφτά και το "δήθεν" έχουν καταντήσει για τους περισσότερους απο σάς σημείο αναφοράς της υποτιθέμενης επιτυχίας και της "συνθετικής" ευτυχίας,
Επειδή ίσως και κάποιοι απο σάς να βαυκαλίζονται ότι έχουν διαφύγει επιτυχώς τους υφάλους της κοινωνικής υποτίμησης ΄(η έκφραση ερμηνεύεται κατα το δοκούν), κι' έχουν αγγίξει τα όρια της κοινωνικής αποδοχής, σιγοβράζοντας μές στο ζουμί τους, ανέραστοι, αγέλαστοι, αγχωτικοί, παραπληγικοί και ξενέρωτοι,
Εγώ απλά μ' αυτήν μου την επιστολή, "ξεδιπλώνω" εκείνες τις πτυχές του μυστηρίου, που δεν μπορέσατε να διακρίνετε μέσα στις 2.192 ημέρες της κοινής μου ζωής με τον άντρα μου.
-Τον διάλεξα, γιατί με διάλεξε και με διεκδίκησε με πείσμα και επιμονή.
-Επειδή, δεν πέρασε ούτε μία μέρα να μη μου ψιθυρίσει, αυθόρμητα και κυρίως απροκάλυπτα, τό πόσο μ' αγαπάει.
-Επειδή, δεν πέρασε ούτε μία μέρα, που να μη θέλει να με κρατάει σφιχτή αγκαλιά την ώρα που κοιμόμαστε.
-Επειδή γελώντας μου λέει, ότι θα μου κάνει έρωτα μέχρι τα 90 μου, και δε γλυτώνω απ' αυτόν!
-Επειδή, αγαπάει και νοιάζεται τα παιδιά μου όσο και τα δικά του.
-Επειδή, δεν είναι καθόλου "κιτς".
-Επειδή δεν έχει ίχνος κόμπλεξ.
-Επειδή, δεν προσπαθεί να δείξει κάτι που δεν είναι.
-Επειδή, με αποδέχεται με τις οποιεσδήποτε επιλογές μου, χωρίς να με κριτικάρει ποτέ!
-Επειδή, με αφήνει να είμαι ο εαυτός μου.
-Επειδή, δουλεύει με πάθος μέχρι τα όρια των αντοχών του, για να μη μας λείπει τίποτε.
-Επειδή, δεν έχει διανοηθεί ποτέ να σηκώσει το χέρι του, ούτε για ένα χαστούκι, σ' αυτούς που αγαπά.
-Επειδή, είναι έτοιμος να πλακωθεί στις μπουνιές με οποιονδήποτε διανοηθεί να βλάψει αυτούς που αγαπά.
-Επειδή είναι πάντα έτοιμος να γίνει κοινωνός πραγμάτων που μου αρέσουν και μ' ευχαριστούν, ακόμα κι' αν δεν τρελαίνεται, μόνο και μόνο για να τα μοιραστεί μαζί μου.
-Επειδή, είναι έξυπνος, υπερδραστήριος, ζωντανός κι' έχει χιούμορ.
-Επειδή έχει παντρύφερη ψυχή και βάζει τις πλάτες του για οποιονδήποτε ζητήσει τη βοήθειά του.
-Επειδή, μπορεί να σταματήσει το αυτοκίνητο στο δρόμο και να μαζέψει ένα κουτάβι, για να μη το πατήσουν τ' αυτοκίνητα που έρχονται.
-Επειδή, ακόμα και στην πιό "δύσκολη", είναι πάντα πρόθυμος να βοηθήσει οικονομικά, όπου το έχουν ανάγκη.
-Επειδή, κρατάει για τον εαυτό του τα άγχη του και τις στενοχώρεις του, για να μην με επιβαρύνει. (Κι' εγώ γίνομαι Τούρκος!)
-Επειδή, μου δίνει την απόλυτη σιγουριά, ότι το Α και το Ω της ζωής του είμαι εγώ.
-Επειδή, είναι ο μοναδικός άντρας στη ζωή μου, που δεν θυμάται ποτέ να φέρει δώρο στα γενέθλιά μου, ή στην επέτειο γάμου μας, αλλά εμένα δε με νοιάζει!
-Επειδή, όταν μου λέει, πόσο μ' αγαπάει με κοιτάει στα μάτια!
-Επειδή, όταν τσακωνόμαστε, εννιά φορές στις ΄δεκα κάνει αυτός το πρώτο βήμα, γιατί ξέρει πόσο κωλοεγωίστρια είμαι!
-Επειδή, κατάφερε να σβύσει αυτή τη γαμημένη τη φλογίτσα μέσα μου, και να αφήσει μόνο τη ζεστασιά της.
-Κι, επειδή, απλά τον αγαπάω πολύ, και άμεσα, και απλά και χωρίς να χρειάζεται να το περάσω το συναίσθημα αυτό απο κρισάρα, και ν΄αναρωτηθώ : "Γιατί μου συμβαίνει εμένα αυτό, μ' αυτόν;"
Και άν οι 25 αυτοί λόγοι που με κάνουν να είμαι ευτυχισμένη μαζί του, δεν είναι αρκετοί για να καθησυχάσουν τις όποιες ενστάσεις σας, μπορώ ευκολότατα να παραθέσω άλους 2167, για κάθε μέρα της κοινής μας ζωής, έτσι ώστε να σας δώσω τη δυνατότητα να αντιληφθείτε ότι είμαστε μαζί, γιατί έτσι γουστάρουμε, και όχι γιατί δεν έχουμε καμία άλλη επιλογή.
Κι' επειδή, καλοί μου φίλοι, συγγενείς, πρώην συνάδελφοι, γνωστοί και όχι μόνο, θέλω να είμαι απόλυτα ειλικρεινής μαζί σας, ανεπιφύλακτα δηλώνω ότι, δεν θα είχα καμία αντίρηση αν στον δρόμο μου λάχαινε ο άντρας που θα διέθετε το πνεύμα του Μάριου Πλωρίτη, με την εμφάνιση του Νίκου Κούρκουλου, την ηλικία του Μέμου Μπεγνή, και τα λεφτά του Τζίγγερ!
Ομως, φαίνεται, ότι η αρχική, η πρωταρχική, η πρωτογενής και αναμφισβήτητη ανάγκη της ψυχής μου, είχε μεταλλαχτεί σε φλόγα, είχε αναλωθεί σε μάταιες αναζητήσεις, και τελικά, έτσι απο το πουθενά , κατάφερε να σβύσει χωρίς αγωνία, έτσι ήρεμα και ήμερα, μέσα σε μιά αγκαλιά γεμάτη αποδοχή, χωρίς να χρειάζεται ν' αλλάξω τίποτα απο μένα για ν' αρέσω, χωρίς να χρειάζεται να παλέψω για να κρατήσω την αγκαλιά αυτή, χωρίς να χρειάζεται ν' ανταγωνισθώ τα πανταχού υπάρχοντα φρέσκα "πιπίνια", να σβύσει απλά, μόνο και μόνο γιατί η θέρμη της μου φτάνει. Και του φτάνει.
Κι' επειδή, ακράδαντα πιστεύω, πως στη ζωή έρχεται τελικά και σε βρίσκει αυτό που κατα βάθος πραγματικά ιεραρχείς σαν πρώτο, καταννόησα βαθια, πως επιφανής δεν ήμουν φτιαγμένη για να γίνω, πλούσια δεν ήμουν φτιαγμένη για να γίνω, αριστοκράτισσα, παρα το βαρύ φορτίο της οικογένειας, όχι, δεν τόχα, μοιραία γυναίκα που ν' απομυζά τα λεφτά των πλουσίων και τα σταγονίδια του συναισθηματικού τους κόσμου, δεν το άντεχα, μόνο αγάπη αληθινή, στα μέτρα μου ήθελα να διεκδικήσω και να δώσω, αυτό που μπορούσα, αυτό που ποθούσα, αυτό που μου έλειπε, και που κατα καιρούς το "έντυνα" με ρούχα ξένα, εκκεντρικά, και καθόλου στα μέτρα μου.
Λυπάμαι αν δεν ευόδωσα τις προσδοκίες σας.
Χαίρομαι πολύ που ευοδόθηκαν οι δικές μου.
Και που συνήθισα τα λερωμένα ρούχα του μετά τη δουλειά.
Τα προτιμώ απο ακριβές γραβάτες λερωμένες με κραγιον.
Και τα τραχειά του χέρια.
Που τα προτιμώ απο χέρια κρύα, μαλθακά, που σε αγγίζουν με τις άκρες των δαχτύλων, μήπως και κολλήσουν τη μυρουδιά σου.
Και που αφήνει τη ματιά του να χαϊδεύει τις ρυτίδες μου με αγάπη, αντί για μάτια πίσω απο πρεσβυωπικά γυαλιά, που γυαλίζουν απο λιγούρα αν κάποιο όμορφο κωλαράκι, βρεθεί στο δρόμο τους.
Κι' ακόμη, μέχρι να πεθάνω, θα του χρωστάω αιώνια ευγνωμοσύνη για εκείνο το διάστημα, πριν απο μερικά χρόνια, όταν είχα φέρει τη μητέρα μου να ζήσει μαζί μας, και που εκείνη με είχε φέρει στο σημείο να μη την αντέχω πιά στο σπίτι, όμως εκείνος, με ηρεμία και υπομονή, πάντα το ίδιο μου έλεγε: "Δεν πετάς έναν άνθρωπο απο το σπίτι, δεν γίνεται!"
Ετσι λοιπόν, και για άπειρους ακόμα λόγους, αποτινάξτε αυτό το βλέμα της τάχα μου συμπάθειας απο τα μάτια σας. Το μόνο που σας επιτρέπω είναι να με ζηλεύετε! Κι' αν όχι αυτό, τουλάχιστον, να προσπαθήσετε να με καταννοήσετε, όχι εμένα απλά, αυτό το "άλλο", το κοριτσάκι το χαμένο μες στις αναζητήσεις του, το ξοδεμένο σε άπειρες αγκαλιές, αυτό που με τα μάτια ερμητικά κλειστά έκαιγε τις φτερούγες του ξανά και ξανά στο παιχνίδισμα εκείνης της φλογίτσας.
Και μην τον αγαπήσετε. Δεν ειναι απαραίτητο. Τον αγαπάω εγώ γιά όλους!

Με ειλικρείνια,
και αγάπη,
και εκτίμηση,
"Βιολιστής στη στέγη"



object width="425" height="344">












-


11 Οκτ 2008

Ελληνάρες κι' Ελλην-ουραίοι!


Τίς προάλλες άκουσα στο ραδιόφωνο ένα πολύ αγαπημένο μου τραγούδι απο τον δίσκο "Ηλιος ηλιάτορας", με μουσική του αξέχαστου Δημήτρη Λάγιου, πάνω στην ποίηση του Οδυσσέα Ελύτη:

O ήλιος

Ομορφη και παράξενη πατρίδα

Ωσάν αυτή που μου' λαχε δεν είδα

Ρίχνει να πιάσει ψάρια, πιάνει φτερωτά

Στήνει στη γή καράβι, κήπο στα νερά

Κλαίει, φιλεί το χώμα, ξενιτεύεται

Μένει στους πέντε δρόμους, αντριεύεται

Κάνει να πάρει πέτρα, τηνε παρατά

Κάνει να τη σκαλίσει, βγάνει θάματα

Μπαίνει σ' ένα βαρκάκι, πιάνει ωκεανούς

Ξεσηκωμούς γυρεύει, θέλει τύραννους.

Αυτούς τους στίχους τους θεωρώ την επιτομή της περιγραφής της αντίφασης που χαρακτηρίζει τους Ελληνάρες και τους Ελληνουραίους.

Και μόλις χθές παρέλαβα ένα e-mail, που με τρόπο διαφορετικό, αλλά έξυπνο, με χιούμορ, αλλά και με κριτική διάθεση, δίνει μιά εικόνα για τους Ελληνάρες, κι' άλλη μιά για τους Ελλην-ουραίους, τα δύο πρόσωπα αυτού του λαού, που μόνιμα αντιμάχονται το ένα, το άλλο!

Είμαστε Ελληνάρες λοιπόν, γιατί:

- Εχουμε θάλασσα, να τη πιείς στο ποτήρι!

-Μπροστά στο ραβανί, τί να μας πεί το μιλφέιγ!

-Το καρπούζι τ' αγοράζουμε ολόκληρο, κι' όχι σε φέτες!

-"Καμάκι" και "σουβλάκι" είναι το πρώτο ποίημα που μαθαίνουμε!

-Τους μεζέδες που συνοδεύουν το τσιπουράκι, δεν τους φτάνει κανένα "ορντεβρ"!

-Στην Ελλάδα, κάθε νύχτα τελειώνει το επόμενο πρωί!

-"Λουλουδοπόλεμος" δεν υπάρχει σε καμία άλλη χώρα!

-Πίνουμε κι' ένα ποτηράκι παραπάνω, χωρίς να μας "πίνει"

-Μπορούμε ν' απολαύσουμε το καφέ μας με τσιγάρο, κι' όχι να τον πιούμε σφηνάκι και να πάμε να καπνίσουμε κρυφά στο σπίτι μας!

-Το φλερτ είναι το εθνικό μας χόμπυ!

-Στην Ελλάδα όλοι βρίζουν το Δημόσιο και ταυτόχρονα σκοτώνονται για μιά θέση εκεί!

-Εχουμε δεν έχουμε λεφτά, ένα μπουζουκάκι θα το πάμε!

-Εχουμε τη νοοτροπία "κι' αυριο μέρα είναι"!

-Δεν το παίζουμε "ψευτοπουριτανοί". Τις λαδιές μας τις κάνουμε με θράσσος!

-Είμαστε πρώτοι στο φανάρι και κορνάρουμε στον εαυτό μας απο συνήθεια!

-Ξέρουμε καλύτερα να ξοδεύουμε, παρα να αποταμιέυουμε!

-Δεν μοιραζόμαστε τη βενζίνη στο αυτοκίνητό μας μ' αυτούς που βάζουμε μέσα!

-Δε κάνουμε ποτέ επίσκεψη με "άδεια χέρια"!

-Η λέξη "κερνάω" υπάρχει στο λεξιλόγιό μας!

-Γιατί άντε να εξηγήσεις στο ξένο τι σημαίνει η λέξη "καψούρα"!

-Στην Ελλάδα, η οικογένεια έχει ακόμα αξία!

-Τα καταφέρνουμε πάντα, έστω και τη τελευταία στιγμή!

-Δε μασάμε μετα απο 400 χρόνια σκλαβιάς!

-Για τα μάτια μιάς γυναίκας, κάναμε 10 χρόνια πόλεμο!

-Οταν οι ξένοι δεν έβρισκαν λέξεις, "έκλεβαν" τις δικές μας!

Η λέξη "φιλότιμο" δεν υπάρχει σε καμία άλλη γλώσσα!

-Καλή η κιθάρα και το όμποε, αλλά το μπουζουκάκι βγάζει "άλλο" ήχο!

-Ερωτευόμαστε και μισούμε με πάθος!

-Τις δύσκολες στιγμές τις περνάμε με φίλους, χωρίς να χρειαζόμαστε ψυχίατρο!

-Ο Σωκράτης, ο Αριστοτέλης και ο Περικλής ήταν Ελληνες!

-Η Μερκούρη, ο Χατζηδάκης κι' ο Ελύτης ήταν Ελληνες!

-Οταν οι άλλοι ανακάλυπταν το κρέας, εμείς είχαμε ήδη χοληστερίνη!

-Οταν εμείς φτιάχναμε τον Παρθενώνα, οι άλλοι κοιμόντουσαν πάνω στα δέντρα!

-Δώσαμε τα φώτα σ' όλους αυτούς που το παίζουνε ηγέτες και οδηγούν στην ειρήνη κάνοντας πόλεμο!

-Λέμε "ένα γλυκό χωρίς" κι' όλοι καταλαβαίνουν πως πρόκειται για φραπέ!

-Δε βάζουμε κέτσαπ στο φαγητό μας. Εχει απο μόνο του υπέροχη γεύση!

-Οταν πονάμε ξέρουμε να κλαίμε και να χορεύουμε τη ζεϊμπεκιά με περηφάνεια!

-Ο Ερωτας ήτανε Ελληνας θεός. Γι' αυτό ξέρουμε και ν' αγαπάμε!

-Το 95% των πλανητών και των αστεριών έχουν ελληνική ονομασία!

-Δουλεύουμε για να ζούμε και δε ζούμε για να δουλεύουμε!

-Οταν συζητάμε για δίαιτα, είμαστε πάντα στο τραπέζι και...τρώμε!

-Μιλάμε δυνατά, χειρονομούμε και γελάμε με τη καρδιά μας!

-Είμαστε οι μόνοι που ξεκινάμε μεσημέρι για ένα καφέ και καταλήγουμε να πίνουμε ούζα μέχρι πρωϊας!

-Μπροστά στο Μετσοβόνε, τύφλα νάχει το Εμενταλ!

-Κυκλοφορούμε στο δρόμο στις 2 τη νύχτα και δε νοιώθουμε σα νάμαστε σε στοιχιωμένη πόλη!

-Οι γονείς μας δε ξεχνάνε ότι υπάρχουμε μόλις κλείσουμε τα 18!

-Οταν θέλουμε να λιαστούμε έχουμε αμμουδιά και θάλασσα. Δε ξεχυνόμαστε στα γρασίδια, ούτε βουτάμε στα συντριβάνια!

-Μιλάμε καλά τις ξένες γλώσσες, αλλά πόσοι μιλάνε καλά τα ελληνικά;

-Πίνουμε και καπνίζουμε περισσότερο απ' όλους και ζούμε περισσότερο απ' όλους!

-Μας αρέσει τα ψάρια και τα λεφτά να τα τρώμε πάντα φρέσκα!

-Πληρωνόμαστε Παρασκευή και Κυριακή πρωϊ δεν έχουμε ούτε για τσιγάρα!

Και το Θεϊκό:

-Oταν φοράμε πέδιλα, δε τα φοράμε με κάλτσες!

Κι' εκεί που σκάει ένα χαμόγελο στο χειλάκι μας, έρχεται η 'αλλη όψη του νομίσματος και...στανιάρουμε. Οι Ελλην-ουραίοι:

" Συγνώμη που θα σας το χαλάσω, αλλά ο Ελληνάρας κοιμάται τον ύπνο του δικαίου. Κι' όταν δε κοιμάται, αυνανίζεται ή ακκίζεται αρνούμενος να δεί τη τύφλα του, ή έστω, λίγο πιό πέρα απ' τη μύτη του.

Λοιπόν, εγώ ντρέπομαι που είμαι Ελληνaς:

Πρώτον, διότι όταν μπήκαμε στην τότε ΕΟΚ ήμασταν όγδοοι, όταν μπήκαν Ισπανία και Πορτογαλία γίναμε δέκατοι, όταν μπήκαν άλλες πέντε χώρες γίναμε δέκατοι πέμπτοι και τώρα έχουμε βάλει φουλ πορεία να καταλήξουμε εικοστοί έβδομοι, δηλαδή, τελευταίοι!!!!

Δεύτερον, διότι στη λίστα της διαφθοράς είμαστε στην ίδια θέση με τη Ghana και Guatemala, δηλαδή τα 3G, όπως μας γνωρίζουν καλύτερα στο εξωτερικό!!!

Τρίτον, διότι στη λίστα παραγωγικότητας και ανταγωνισμού ήμασταν 65οι και κατεβήκαμε 67οι, δηλαδή, κάτω απο το Azerbaijan και Botswana, όταν π.χ. η Τουρκία ανεβαίνει συνεχώς και βρίσκεται σε πολύ καλύτερη θέση απο εμάς!!!

Τέλος, αντί να ντραπούμε για το χάλι μας, παραμυθιαζόμαστε πως τάχα είμαστε ξύπνιοι, μάγκες, "ωραίοι" κι' Ευρωπαίοι, κι' ότι εμείς δώσαμε τα φώτα στους υπόλοιπους.... για να μείνουμε όμως τώρα στο μαύρο σκοτάδι!!!


Αχ!

" Ομορφη και παράξενη πατρίδα

ωσαν αυτή που μου' λαχε, δεν είδα!"

Που δε μπορούμε να μη της συγχωρούμε πολλά...

Μπορούμε;




6 Οκτ 2008

Tear me off!


Οσα χρόνια κι' άν περάσουν, μάλλον ποτέ δε θάμαι έτοιμη γι' αυτή την ανάρτηση.

Κι' αφού ποτέ δε θάμαι πραγματικά έτοιμη, ας προχωρήσω στο ξεβράκωμα μιά ώρα αρχύτερα.

Ετσι κι' αλλιώς, δεν κουμαντάρονται οι ενοχές, ούτε με κουρελιασμένες συγνώμες, ούτε με νυχτερινές αγρύπνιες, ούτε καν με εξομολογήσεις βουτηγμένες στη ντροπή. Δεν κουμαντάρονται οι άτιμες, παρα μόνο γίνονται κάθε φορά και σαφέστερες, πιό αδυσώπητες, πιό σαρκοβόρες, αρνούμενες την οποιαδήποτε συγκατάβαση που έστω και λίγο θα με βόλευε.

Οποτε επιχείρησα να αποτραβήξω απο πάνω μου τον αόρατο ογκόλιθο που με συνθλίβει, αυτός γινόταν καθρέφτης και μου πέταγε στη μούρη το είδωλό μου, καγχάζοντας χαιρέκακα.

Οποτε επιχείρησα να πλύνω αυτό το πρόσωπο απο τα τραγικά του λάθη, η μουτζούρα άπλωνε όλο και πιό πολύ, ένας φαντομάς έμενε εκεί αποτυπωμένος στο κάτοπτρο, μιά ψυχή ανταριασμένη και άβουλη, μιά ψυχοφθόρα ανάμνηση του "τότε" μου εαυτού, που δυστυχώς ακόμα αναγνωρίζω...

Και με τα χέρια σταυρωμένα, περίμενα τη κάθαρση.

Που δεν έρχεται ποτέ. Γιατί η σάρκα της ψυχής είναι φτιαγμένη απο ζυμάρι μαλακό. Οτι χαράζεται και μείνει να στεγνώσει, να ψηθεί, γίνεται σφραγίδα ανεξίτηλη, γίνεται μνήμη και συνείδηση, κι' ακόμα πιό πολύ, γίνεται βίωμα και μέλλον και παρόν, και το χειρότερο απ' όλα, γίνεται χρόνος που δεν γυρίζει πίσω. Θάνατος δηλαδή.

Είκοσι χρόνια πριν, έπρεπε να πολεμήσω τον εχθρό, τον "τότε" μου εαυτό, και διάλεξα για όπλα την ανωριμότητα, την ανασφάλεια, την παρόρμηση.

Είκοσι χρόνια πριν, διοχέτευα τις συνέπειες αυτού του εκρηκτικού μίγματος στους πιό βολικούς κι' αδύναμους αποδέκτες της δυστυχίας μου: Τα παιδιά μου.

Η ζωή μου τότε, παράπαιε ανάμεσα σε κρίσεις αμφισβήτησης για τις επιλογές μου, σε μάχες αμφίροπες με τον καθωσπρεπισμό μου, και σε στιγμές απόλυτης παράδοσης στα πάθη που με μειωμένες αντιστάσεις παραδινόμουν.

Για χρόνια ολόκληρα, άφηνα τον κουρνιαχτό της ψυχής μου να κατακάθεται βαρύς πάνω στις πρόσφορες ψυχές των αγοριών μου, και ξέσκιζα μετά τις σάρκες μου γεμάτη ενοχές,προετοιμάζοντας ταυτόχρονα το δρόμο μου για την επόμενη κρίση.

Ημουνα ταύρος, ζεμένος στο αγώγι, με μάτια κλειστά και θυμό που τρεφόταν απ' τ' αδιέξοδα.

Και τάκανα όλα λίμπα.

Τίς νύχτες που κοιμόντουσαν τ' αγόρια μου, με μάτια που ανώφελα κλαίγανε, ψιθύριζα ανούσιες συγνώμες στα όνειρά τους, και χάραζα στα μάγουλά τους χάδια ντροπής, χάδια πικρά, νοτισμένα απο τη γεύση της τρυφερότητας και της αγάπης πούνιωθα, όμως χάδια τραχιά γεμάτα απόγνωση, άγνωρα χάδια, χαμένα στη διαδρομή απο το ξύπνιο στον ύπνο. Ανώφελα. Και για μένα και γι' αυτούς.

Κι' έτσι, πρόχειρα αδειάζοντας το τσουβάλι των ενοχών για λίγες μέρες, έκανα χώρο για να χωρέσει το έγκλημα των επόμενων ημερών, ακόμα χειρότερο, ενισχυμένο απο την ψευδαίσθηση της προσωρινής ηρεμίας, λές και κάθε φορά, γένναγε η ψυχή μου ακόμα πιό πολύ απελπισία, ακόμα πιό πολλά αδιέξοδα, λές και οι τοίχοι γύρω μου ψηλώνανε ανα μέτρο, και ο αέρας λιγόστευε όλο και πιό πολύ.

Συγχωρείστε μου σας παρακαλώ, το ζοφερό των εικόνων που μεταφέρω. Δεν αποβλέπω σε εντυπωσιασμό. Η αλήθεια είναι ότι η πραγματικότητα είναι περισσότερο εντυπωσιακή απο την περιγραφή. Και το ζοφερό των εικόνων που κουβαλάω εδώ και είκοσι χρόνια μές στο κεφάλι μου, είναι πολύ χειρότερο απο αυτό που αποτολμώ να μοιραστώ.

Είκοσι χρόνια είναι πολλά. Κανονικά έπρεπε να έχω βρεί νωρίτερα ένα τρόπο για να εξευτελίσω δημόσια αυτή τη πλευρά του εαυτού μου. Είκοσι χρόνια, ψάχνω με αγωνία τα μάτια των παιδιών μου, ν' ανασύρω απ' το βλέμμα τους τη τιμωρία, την απόρριψη, την απόλυτη απαξίωση. Ακόμα, δεν τάχω βρεί. Αναρωτιέμαι, πόσο καλά κρυμένες μένουν οι τραυματικές εμπειρίες στο μυαλό; Αραγε, όσο πιό τραυματικές είναι, τόσο πιό καλά παραμένουν σκεπασμένες στα σκοτάδια τους; Προσπαθώ να δώ σημάδια διαταραγμένης συμπεριφοράς στο λόγο τους, στις κινήσεις τους, στις ιδιοτροπίες τους. Μερικές φορές,νομίζω πως διακρίνω σημάδια πληγών επουλωμένων, και με μέτρο τη ζέστη της αγκαλιάς τους αναθαρεύω προσωρινά και αφήνομαι για λίγο στην απόλαυση της ανακούφισης. Αλλοτε πάλι, έντρομη προσπαθώ ν' αποκρυπτογραφήσω σκιές και σκούρα χρώματα στον ήχο των φωνών τους, στο θυμό τους, στην απομόνωσή τους και ο ογκόλιθος στο στήθος μου τα καταφέρνει να με χτίσει ολόκληρη μέσα του.

Απο το επώδυνο διαζύγιό μου και μετά, η υγιής πλευρά του εαυτού μου λές κι' έτσι μαγικά αναδύθηκε και άνθισε όψιμα, μέσα σε χείμαρους αγάπης και τρυφερότητας, ανάμεσα σε βουρκωμένες συγνώμες και απολογητικές αναδρομές, ψάχνοντας εναγώνια να περιμαζέψει τα σπασμένα κομάτια του "τότε" μου, τα βρώμικα κουρέλια της ψυχής που θάθελα πολύ να είχα αφήσει πίσω... Ηθελα να εξαφανίσω τα ίχνη, και όμορφα και τακτικά να τα κλειδώσω σε μπαούλα με τριπλά λουκέτα, να τα πετάξω στα βάθη της θάλασσας, να τα πάρει το αλάτι και η άμμος, να τα εξαγνίσει το σκοτάδι και ο χρόνος. Σαν να μην είχαν υπάρξει ποτέ...

Τα λάθη μου ελαχιστοποιήθηκαν. Τουλάχιστον αυτά που έβλαπταν αυτούς. Τα λάθη μου ελαχιστοποιήθηκαν και οι ενοχές πολλαπλασιάστηκαν. Ετσι, με πρόοδο γεωμετρική, κάθε προσπάθεια επανόρθωσης του ανεπανόρθωτου κατέληγε να τροφοδοτεί τα ενοχικά μου συμπλέγματα όλο και περισσότερο. Εφτασε σιγά-σιγά το κατακάθι της πικρίας να γίνεται ολοένα και παχύτερο, αδιαπέραστο και πιό δηλητηριώδες. Οσο πιό μακρινές γίνονταν οι είκόνες, τόσο πιό κοφτερές διατηρούνταν στο μυαλό μου. Αδιέξοδο συναίσθημα. Αδιαπραγμάτευτη πραγματικότητα το γεγονός, που όσο κι' άν χρονικά ανήκε στο παρελθόν, τόσο πεισματικά επέμενε να μου υπενθυμίζει το τελεσίδικο των συνεπειών του. Κατάσταση μη αναστρέψιμη. Χρόνος μη αναστρέψιμος. Ενα μανίκι γυρισμένο ανάποδα, που όσο κι' άν πάλευα να το γυρίσω απ' τη καλή, ανάποδα ήταν, ανάποδα θα έμενε.

Η προστασία μου περιορίζεται πιά στο να μου είναι αδύνατο να δώ οτιδήποτε έχει να κάνει με βία ενάντια σε παιδιά. Με ξεσκίζει. Είτε είναι βία σωματική, είτε λεκτική. Με ξεσκίζει ακόμα κι' η εικόνα μιάς μάνας που δίνει ένα χαστούκι στο παιδί της, ενός πατέρα που του φωνάζει άγρια. Δεν είναι λίγες οι φορές που όντας μάρτυρας σε τέτοια περιστατικά, με περιλούζει κρύος ιδρώτας και μούρχεται μιά τάση εμετού. Δεν χρήζω ψυχανάλυσης. Οχι. Ξέρω πως παραμόνεψε καλά όλος εκείνος ο θυμός ο μαζεμένος μέσα μου, κι' έγινε μιά στάλα δηλητήριο στην άκρη ενός βέλους που τόστρεψα προς τα μένα και κατα καιρούς το μπήγω ακόμα πιό βαθιά, μήπως και καταφέρω το πόνο να πονάει περισσότερο απο τις ενοχές. Αλλά μάταια...

Ξέρω επίσης κατα βάθος, πως η αγάπη, ακόμα και ανάπηρη, σκεπάζει απο μόνη της προστατευτικά και παρήγορα, τα κακοφορμισμένα τραύματα, ξεπλένει τρυφερά το αλάτι απ' τις πληγές, και δεν πονάνε τόσο. Υπάρχουν όμως πάντα εκεί. Κι' οποτε ανασηκώνω δειλά τους επιδέσμους, ακόμα και μιά σταγόνα αρμυρό νερό απο τα μάτια αν πέσει, τσούζει πολύ!

Ο βιολιστής στη στέγη τώρα πιά, είκοσι χρόνια μετά απο την εποχή που ερχόταν σε μόνιμη αναμέτρηση με τα "θέλω" του, έχει κερδίσει τη ταυτότητά του, και μιά ζωή πολύ κοντά στα όνειρα της πρώϊμης εφηβείας του, τότε που προσπαθούσε να μαντέψει την έννοια της ευτυχίας, αφού το αλφαβητάρι αυτό δεν τόχε διδαχτεί. Εχει κερδίσει τη σοφία της "αφαιρετικής" και κόβει δρόμο για ν' αγγίξει τις αληθινές επιθυμίες του, τις γνήσιες, τις αυθεντικές και πρωταρχικές, τις εντελώς δικές του.

Ο βιολιστής στη στέγη τώρα πιά, είκοσι χρόνια μετά, έμαθε να χαϊδεύει παιδιά που δε κοιμούνται, γιατί ίσως και να μην είναι τόσο αργά για να τους επιστρέψει με τόκο χάδια κι' αγκαλιές στραγγαλισμένες μεσα στο "Εγώ" του "τότε" του εαυτού.

Και ζώντας σε συμβίωση επώδυνη με την αυτοτιμωρία του, αφήνεται να ελπίζει στην αυτοσυγχώρεση. Η, στη γεροντική αννοια.

Μέχρι τότε, θα παραμένω ανεβασμένη στη κορυφή της στέγης, παντελώς εκτεθειμένη στη διαπόμπευση, παντελώς απομακρυσμένη απο την οποιαδήποτε ασπίδα προστασίας μου προσφέρεται, ελεύθερη να μετουσιώνω το ενοχικό μου σύμπλεγμα σε κλάμα βιολιού, είτε τ' ακούει κανείς, είτε όχι.

Γιά μιά ακόμα φορά ζητάω συγνώμη για το δακρύβρεχτο του κειμένου μου, δε θα φορτωθώ όμως και γι' αυτό με ενοχές, μιά κατάθεση ψυχής είναι και μόνο, χωρίς γιατρειά, χωρίς αποκατάσταση, μιά εξήγηση στη πιθανή παρεξήγηση της συναισθηματικής φόρτισης που σχεδόν μόνιμα με συντροφεύει. Σας την εμπιστεύομαι. Γιατί απλά, έτσι μούρθε.

Και με μία παράκληση:

Ξεσκίστε με!

2 Οκτ 2008

Homo sentimentalious


Το παιχνίδι του τραγουδιού, της ταινίας, της εικόνας, του βιβλίου που με συγκίνησαν πολύ;



Το εύκολό μου! Καθ' ότι homo sentimentalious! H γλυκειά αρτίστα (http://roadartist.blogspot.com/) με προσκάλεσε και ευκολότατα παραθέτω μερικά απ' αυτά που μ' έκαναν να δακρύσω κατα καιρούς:



To τραγούδι, που όσες φορές κι' άν το ακούσω πάντα το ίδιο με συγκινεί, ίσως γιατί η μνήμη μου ανακαλεί ένα πρόσωπο που τιμονεύει σε μόνιμη νηνεμία πιά:



Μy immortal


object width="425" height="344">



Η ταινία που εκτός απο μένα θα πρέπει να συγκίνησε και άλλα 50000000 κόσμου:



Είμαι ο Σαμ!












Μιά είκόνα που με συγκίνησε πολύ:




O μικρούλης Παναγιώτης Βασιλέλλης, και δυό μάτια γεμάτα άγνοια και αθωότητα, αλλά συγχρόνως και μιά ματιά "κεραυνός" γι' αυτούς που τον καταδίκασαν σε θάνατο!

Τέλος, ένα βιβλίο που διαβασμένο χρόνια πριν, κρατάει ακόμα ανεξίτηλα τα χρώματα μιάς σκληρής εποχής , δοσμένα μέσα απο τη ρομαντική και φευγάτη μετιά του Marquez, που με τρόπο μοναδικό και ιδιαίτερο περιγράφει το θάνατο της ωραίας Ρεμέδιος σκηνή θεατρική και αέρινη, αυτή που άρμοζε στην ηρωίδα του, αυτή που μόνο η φαντασία του μεγάλου αυτού συγγραφέα θα μπορούσε να γεννήσει:

100 χρόνια μοναξιά

"Η ωραία Ρεμέδιος περιπλανιόταν στην έρημο της μοναξιάς, χωρίς να χρειάζεται να κουβαλάει το σταυρό της, ωριμάζοντας μέσα σε όνειρα χωρίς εφιάλτες, με τ' ατέλειωτα μπάνια της, τα ακανόνιστα γεύματά της, τις βαθιές και παρατεταμένες σιωπές της χωρίς αναμνήσεις, ώς ένα απόγευμα του Μάρτη που η Φερνάντα θέλησε να διπλώσει τα λινά της σεντόνια και ζήτησε βοήθεια απ' τις γυναίκες του σπιτιού. Είχαν μόλις αρχίσει, όταν η Αμαράντα πρόσεξε πως η ωραία Ρεμέδιος είχε γίνει διάφανη απο μιά έντονη χλωμάδα.

-Δεν αισθάνεσαι καλά; τη ρώτησε.

Η ωραία Ρεμέδιος που κρατούσε το σεντόνι απο την άλλη άκρη, της χαμογέλασε συμπονετικά.

-Αντίθετα, είπε, ποτέ δεν αισθάνθηκα καλύτερα.

Δε πρόλαβε να το πεί κι' η Φερνάντα ένιωσε ένα ελαφρό αεράκι να της παίρνει τα σεντόνια απ' τα χέρια και να τα ξεδιπλώνει ολότελα. Η Αμαράντα ένιωσε ένα μυστηριώδες τρέμουλο στις δαντέλες των μισοφοριών της και προσπάθησε να πιαστεί απ' το σεντόνι για να μη πέσει, τη στιγμή που η ωραία Ρεμέδιος άρχισε ν' ανυψώνεται. Η Ούρσουλα, σχεδόν τυφλή πιά, ήταν η μόνη που είχε τη ψυχραιμία ν' αναγνωρίσει τη φύση εκείνου του ανεπανόρθωτου ανέμου κι' άφησε τα σεντόνια στο έλεος του φωτός, κοιτάζοντας την ωραία Ρεμέδιος, που την αποχαιρετούσε κουνώντας το χέρι της, μες στο εκθαμβωτικό φτερούγισμα των σεντονιών που υψώνονταν μαζί της, που εγκατέλειπαν μαζί της τα σκαθάρια και τις ντάλιες και διέσχιζαν μαζί της τον αέρα όταν ήταν πιά τέσσερεις τ' απόγευμα, και χάθηκαν μαζί της για πάντα ψηλά στην ατμόσφαιρα, εκεί που δεν μπορούσαν να τη φτάσουν ούτε τα πιό υψιπετή πουλιά της μνήμης....

Αν η ντοματούλαhttp://http://miadomatadenferneitinanoixi.blogspot.com/, ο Spyhttp://spy-innerscapes.blogspot.com/, και το κοριτσάκι η Beth http://jet-beth.blogspot.com/, δε βαριούνται αυτού του είδους τη συγκινησιακή φόρτιση, καλούνται να παίξουν ....