28 Μαΐ 2009

Μικρά καθημερινά θαύματα.




Tον τελευταίο καιρό είναι αδύνατον να μαζευτώ σε καρέκλα!

Μικρά καθημερινά θαύματα συμβαίνουν εδώ έξω και δεν θέλω να τα χάσω!

Μόλις συνηθίσω να εκπλήσσομαι, θα σας διαβάσω, θα γράψω σχόλια, θα κάνω ένα αληθινό πόστ... Μέχρι τότε, τα "μωρά μου" χρειάζονται φροντίδα! Οπως όλα τα μωρά!

Ετσι κι' οι ντοματούλες μου...






Τ' αγγουράκια... Οι μελιτζάνες....

Τα νεογέννητα κολοκυθάκια μου...
Η σουλτανίνα...

Οι πιπερίτσες μου...

Τα βερύκοκα...

Οι βανίλιες...

Κι' όλα τα "περιττά" που ευτυχώς, ομορφαίνουν την καθημερινότητά μου....




Επειδή, δεν με χρησιμοποιούν....


Δεν μου λένε ψέμματα...


Δεν μ' εξαπατούν....

Δεν μου γκρινιάζουν...


Και μου επιστρέφουν απλόχερα τη φροντίδα που τους δίνω με χρώματα, αρώματα, γεύσεις και χάδια....

Και με διδάσκουν σιωπηλά την πραγματική ουσία της ζωής...

Δεν αξίζει να ξελογιαστώ για λίγο μαζί τους;


18 Μαΐ 2009

Γράμμα στον Ευγένιο...



Πού ταξιδεύεις άραγε Ευγένιε;

Θάλασσες ακύμαντες διασχίζει το βαρκάκι σου, υποθέτω... Ευγενικές θάναι οι θάλασσες μαζί σου, έτσι όπως σου αξίζει, υποθέτω... Στεριές δεν βλέπεις, υποθέτω...Μόνο θαλασσοπούλια που κουβαλούν τα χαιρετίσματα απο τον κάτω κόσμο, υποθέτω... Φωνές και φασαρίες δεν ακούς. Μονάχα γέλια παιδικά που γίναν άχνα αρμυρή ήρθανε και σφραγίσανε τ' αυτιά σου, υποθέτω...

Η βάρκα σου ξέρει καλά το δρόμο, υποθέτω...Ούτε κουπιά, ούτε μηχανή, μονάχα χνάρια υδάτινα που σηματοδοτούν το πέρασμά σου, που αιχμαλωτίζουν τις μνήμες, μετρούν τα χρόνια με κύκλους και τις αναμνήσεις τις παιδικές με δίνες μικρές που στροβιλίζονται και χάνονται, αλλά δεν σβύνονται... Υποθέτω...

Εφυγες, για να μας υπενθυμίζεις πως υπήρξες, υποθέτω... Κοίμησες τον Καραγκιόζη σου μέσα σε μνήμα χάρτινο, έσβυσες τα φώτα πίσω απ' το μπερντέ και μπάρκαρες για να μη προλάβεις να ξεχάσεις, υποθέτω...

Μήν ανησυχείς Ευγένιε...

Εγώ, όποτε μυρίζω μαρμελάδα βερύκοκο, σε θυμάμαι! Ετρωγα πολύ μαρμελάδα βερύκοκο, στη κατασκήνωση, στον Αγιο Ανδρεά!Κι' όποτε κάνει ζέστη τα βράδυα και μυρίζει το ρετσίνι απ' τα πεύκα, εγώ σε θυμάμαι! Είχε πολλά πεύκα στη κατασκήνωση, στον Αγιο Ανδρέα! Και πολύ ζέστη! Και πολλή αναμονή για τη βραδινή σου παράσταση! Καραγκιόζης, μέρα παρα μέρα... "Ο Καραγκιόζης γιατρός", "ο Καραγκιόζης αστροναύτης", "ο Καραγκιόζης γραμματικός", "ο Καραγκιόζης φούρναρης"... Κι' όποτε ακούω τη λέξη "ρομάντζα", εγώ σε θυμάμαι! Να ξεκαρδίζομαι με την ατάκα σου "Αααααχ! Ας ξαπλώσω εδώ, έξω απ' τη παράγκα μου, που έχει και ωραία βρρρρωμάντζα!..."

Μου γνώρισες τον κόσμο των σκιών, κι' έζησες λουσμένος στο εσωτερικό σου φώς, υποθέτω...

Με φωνή βραχνή και σπασμένη, εκμαίευσες το πιό γάργαρο και καθαρό μου γέλιο. Μου αποκάλυψες τους πονηρούς και τους απατεώνες, τους γλειώδεις και τους κουτούς, μέσα σ' ένα ξεφάντωμα κωμικό, τόσο αυθεντικό και αναπόφευκτο συνάμα, που έμοιαζε να μη χωράει η πίκρα, ούτε ο θυμός, παρα μονάχα γέλια, χωρίς επίκριση, γέλια, χωρίς προβληματισμό, γέλια, χωρίς ειρωνεία, γέλια, έτσι όπως θάπρεπε να είναι όλα μας τα γέλια: Χαρά!

Κάπως έτσι θα θυμάσαι τον κόσμο αυτόν, εδώ κάτω, Ευγένιε, υποθέτω...Σαν ένα προχειροστημένο μπερντέ, ζωντανεμένο με σκιές, χωρίς διαστάσεις, χωρίς έκταση, χωρίς σκηνικά... Κομπάρσοι δεν χώρεσαν στις παραστάσεις σου... Κάθονταν κάτω, σε καρέκλες και μαθαίναιν τη ζωή γελώντας... Τους εκπαίδευες, τον καθένα χωριστά, για πρωταγωνιστές... Γελώντας... Μοίραζες ρόλους κι' αυτοί διάλεγαν. Αλλος τον Πασά, άλλος τον Χατζατζάρη, άλλος τον μπαρμπα-Γιώργο, άλλος τον Μορφονιό... Τον μίκρυνες τον κόσμο Ευγένιε! Μικρό κι' οικείο τον έκανες για να χωρέσει στα παιδικά μου μάτια... Γνώριμο και διασκεδαστικό. Οριοθέτησες τους χαρακτήρες με σαφήνεια. Τούς έφτιαξες αναγνωρίσημους και προβλέψιμους, μας δίδαξες, δεν μας τρόμαξες! Μας έπαιξες, δεν μας ενέπαιξες!

Κι' όταν ο κόσμος του Καραγκιόζη σου άρχισε να μεγαλώνει ανεξέλεγκτα, όταν αρχίσαν οι κομπάρσοι να παρεισφρύουν στη σκηνή και οι σκιές να είναι περισσότερες απ' τις φιγούρες, τότε, μ' ένα πικρό χαμόγελο στα χείλη, υποθέτω, έσβυσες φώτα, για να πεθάνουν οι σκιές, έκανες τον μπερντέ σου ναυτικό πανί και σάλπαρες...

Οι μνήμες μου, Ευγένιε, θα είναι τ' αεράκι που θα σε πάει μακριά πολύ απο ένα κόσμο γεμάτο Χατζηεβάτηδες... Και τον Καραγκιόζη σου, τον κοιμισμένο μέσα στο χάρτινό του μνήμα, ελπίζω να θυμήθηκες να τονε πάρεις μαζί. Αφού, το ξέρεις! Εμείς, δεν τον χρειαζόμαστε πιά ...

Εχουμε πολλούς εδώ κάτω...

. . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . .

Σε λιγότερο απο ένα μήνα, θα μαζέψω τα πρώτα μου βερύκοκα... Κι' όταν το άρωμά τους γίνει γεύση μές στα χείλη μου, μ' ένα γλυκό χαμόγελο θα σε κατευοδώσω άλλη μιά φορά....

17 Μαΐ 2009

Ευτυχία...


Θέλω...

Να νοιώσω τη παραίτηση του ήλιου τα τελευταία δευτερόλεπτα πριν δύσει...
Θέλω...
Να εξαφανίσω τους ορίζοντες...
Θέλω...
Να παίρνω απαντήσεις χωρίς ερώτηση...
Θέλω...
Ν' ανθοφορούν οι σιωπές μου...
Θέλω...
Ν' αναληφθώ στα έγκατα της ψυχής...
Θέλω...
Να καταδυθώ στον έναστρο ουρανό της ύλης ...
Θέλω...
Να γίνω διάφανη σαν λιβελούλα...
Θέλω...
Να γίνει η γνώση μου αθωότητα...
Θέλω...
Να γίνουν οι αμαρτίες μου γνώση...
Θέλω...
Να νοιώθω ασήμαντη σαν το άνθος της κάπαρης...
Θέλω...
Να είμαι σημαντική σαν το άνθος της κάπαρης...
Θέλω...
Να με κάνω δώρο σ' ένα μπουκέτο τριαντάφυλλα...
. . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . .
Θέλω να με χωρέσει η ψυχή μου!



11 Μαΐ 2009

Με της Αργυρώς τα μάτια.


Οσο ζώ ακίνητη, πεθαίνω...

Καλύτερα να ήμουν πολυθρόνα, αν ήταν να ζήσω ακίνητη. Μπερζέρα, για την ακρίβεια. Ούτε κάν κουνιστή.

Και για να το ξεκαθαρίσω, δεν θέλω να κουνιέμαι.

Θέλω να κινούμαι.

Η συμβίωση με τα τετράτροχα μου βαράει στα νεύρα.

Πήγαινέλα καθημερινό αυτά, κι' εγώ εκεί, στην ίδια θέση, να βλέπω τη κληματαριά γυμνή, τη κληματαριά με φύλλα, τη κληματαριά με σταφύλια, την ακακία ντυμένη, την ακακία γυμνή, τίς γάτες πάνω μου, τις γάτες γύρω μου, το κωλόσκυλο να με κατουράει τρείς φορές την ημέρα, τους δικούς μου να μπαίνουν, τους δικούς μου να βγαίνουν, κλίκ, ξεκλείδωμα , και το τεράτροχο νο. 1 βγαίνει με την όπισθεν, μου γελάει ειρωνικά και φεύγει, κλικ, ξεκλείδωμα και ο άλλος ο χοντρομαλάκας, το φορτηγάκι, φεύγει κι' αυτός κι' εγώ εκεί, με το χέρι στη μέση, χαριτωμένη και προκλητική αλλά ακίνητη, να μετράω τις κουτσουλιές απ' τα κωλοσπουργίτια στη σέλα μου, να περνάω την ώρα μου χαζεύοντας τις καρακάξες που τρώνε τ' αποφάγια των τεράποδων, και τα χελιδόνια που ρίχνουνε μπετά γι' άλλη μιά χρονιά στο δίπλα σπίτι.

Τα κυβικά μου μέσα...

Οι δικοί μου, στη κοσμάρα τους.

Κάθονται στη πίσω βεράντα και πίνουνε καφέ.

Με κοιτάνε. Τί κοιτάτε ρέ;

"Ζέστανε ο καιρός. Πάμε καμιά βόλτα με την Αργυρώ;"

"Φύγαμε!"

Οπα! Τί έγινε ρε παιδιά; Το πήρατε απόφαση; Εφτυσα! Και μετράω. Ενα, δύο τρία, τέσσερα, άντε ντέ, πέντε, έξι, ακόμα; εφτά οχτώ, τα κυβικά μου μέσα, βόλτα με την Αργυρώ δεν είπατε; εννέα, δέκα, έντεκα, δώδε...δεν το πιστεύω, βγήκαν με κράνη, YESSSS!

"Προφήτη Ηλία, ή θάλασσα;"

Χέστηκα. Η μάλλον, όχι, δε χέστηκα, Προφήτη Ηλία, έχει στροφές και ανηφόρες, Προφήτη Ηλία, Προφήτη Ηλία, Προφήτη Ηλία, Παναγίτσα μου!

"Προφήτη Ηλία, καλύτερα. Εχει στροφές κι' ανηφόρες."

Αρχίζω να τη κατασυμπαθώ τη δικιά μου....

Πω πώ... Ξέχασα τη φωνή μου, ρε πούστη... Βρρρρ, βρουουου, βρουουουμ, βρουουουουμμμμ, γαμώτο, βρουουουουμμμμ!

Ασφαλτος. Ωρε πόσα σπίτια απο πέρσυ! Ασφαλτος, χωράφια, έλα δικέ μου φύγαμε, πάτα το λίγο ντέ! Ασφαλτος, άσφαλτος, πρόβατα δεξιά, γαυγίζει το σκυλί του Σούλη του βοσκού, χέστηκα, άν μπορείς πιάσε με τώρα, κωλόσκυλο, βρούμ, ώχ, γιδίλα, άαααχ!, το μαντρί του Στέλιου, ώωωωπα, στροφή, μπράβο δικιά μου, έτσι, γύρε αριστερά, μη φοβάσαι δε πέφτεις, έεεελα, ίσωνε τώρα δικέ μου, βρούουμ, ανηφόρα, ευθεία, αρχίζουν οι γνωστές μυρουδιές, τριαντάφυλλα άσπρα, τριαντάφυλλα κόκκινα, πασχαλιές, άαααχ, πεθαίνω, λεμονανθοί, πορτοκαλοανθοί, μμμμμμμμ!, πάτα το λίγο ακόμα δικέ μου, να χαρείς, να , τώρα αρχίζουν ν' αυτοκτονούν ζουζούνια στα μούτρα μου, μμμμμμ, μυρίζει η γύρη απ' τις μαργαρίτες, κομμένο χορτάρι τώρα και ποτισμένο χώμα, άχ, τί ωραία! Ελα, ανέβαινε, ανέβαινε, αλλάζει ο αέρας, την ακούω κιόλας τη πρώτη ευωδιά του θυμαριού, έεεετσι, έεεετσι, μαζί με πεύκο ανακατεύεται και με τα κουκουνάρια των κυπαρισσιών, βρούμ-βρούμ, ώχ! μπάστα δικέ μου, φίδι μπροστά στο δρόμο, τόδες; Τόδες! Ετσι! Κόβουμε τώρα, δε πατάμε φίδια ποτέ, η δικιά μου το λέει, "να τα σεβόμαστε τα φίδια", έεετσι, γύρε με λίγο δεξιά, να κάνω το τόξο μου το όμορφο, να τη γλυτώσει το φιδάκι, και πάμε τώρα βρούουουμμμμ, τον μυρίζω το χωματόδρομο, λέμε, μυρίζω τις κουμαριές και τα σχοίνα, περνάει το ρετσίνι απ' τα κράνη σας δικοί μου; Εδώ θα κάνω ομορφιές, αφού το ξέρεις πόσο μ' αρέσει να χοροπηδάω, και σένα σ' αρέσει δικέ μου, ώωωωπα, λαγός! Τον είδατε δικοί μου; Τον είδατε, αφού η δικιά μου δείχνει κι' εσύ κουνάς το κεφάλι! Γουστάρω τη σκόνη, σας τόπα; Γουστάρω τη σκόνη τη καθαρή, την σχεδόν απάτητη, πεθαίνω για τη στιγμή που θα με παρκάρεις κατασκονισμένη δίπλα στα μαλακισμένα τα τετράτροχα, ζεστή-ζεστή απ' τη τρεχάλα, έτσι, για να το βουλώσουν τα ξενέρωτα... τα κυβικά μου μέσα...

Ναί! Ξέρω τώρα. Τώρα θα κόψεις, βρήκες τη θέση με τη θέα, έχετε κι' αυτή τη μαλακία στο κεφάλι. Νάτο. Κόβεις. Πιάνεις στασίδι δεξιά. Αντε να δούμε πότε θα βαρεθείτε... Δυό τσιγάρα; Τρία; Ε! Πόσα θα κάνετε; Θ' αρχίσετε τώρα τα συνηθισμένα:

"Κοίτα, ρε γαμώτο! Πιάτο ο Κορινθιακός! Κοίτα, κοίτα! Τί καθαρή ατμόσφαιρα! Τί φοβερό ηλιοβασίλεμα! Λαδιά η θάλασσα! Δές, πόσο κοντά φαίνονται τα Γεράνεια! Ααααααχ! Τί μυρωδιές! Ελα, να κάνουμε ένα τσιγάρο..."

Ζώ για τη καύλα της επιστροφής! Τη κατηφόρα! Χώμα και πάλι. Και ρετσίνι. Και ζουζούνια που αυτοκτονούν στη μούρη μου. Και κλαριά που μου απλώνουνε τα χέρια. Και γύρη στο καρμπυρατέρ μου. Το φίδι διέσχισε το δρόμο, πήγε να βρεί δροσιά. Ψιλοσουρουπώνει κι' ο ήλιος βάφει λίγο ρόζ, το ασημί μου. Χαμηλώνω το κεφάλι και ξεχύνομαι. Βρούουουμμμμ! Σε τυφλώνει το κόκκινο δικέ μου; Νά! Εδώ, αριστερά. Το χωράφι ντύθηκε κόκκινο, γιατί έτσι το αποφάσισαν οι παπαρούνες! Αν μισοκλείσεις τα μάτια, όπως εγώ, θα σου φανερωθεί μιά τρελή παλέτα απο χρώματα, τα βλέπεις; Κίτρινο, μώβ, κόκκινο, πράσινο, λευκό, λευκοκίτρινο, λαδί και τόνοι απο γαλάζιο πάνω μας και κάτω εκεί, μακριά, που όσο κατεβαίνουμε κυριαρχεί και αγκαλιάζει, αγκαλιάζει και αφομοιώνει, αφομοιώνει και αντανακλά, αντανακλά και λάμπει.

Λάμπει και σβύνει. Για να φανεί το μωβ της δύσης. Να θαμπώσει τα χρώματα της γής, να ελευθερώσει τα χρώματα της ψυχής....

Ασφαλτος πάλι. Κόκκινα τριαντάφυλλα, άσπρα τριαντάφυλλα, αυτά π' αρέσουν στη δικιά μου, στροφές γλυκές, βρουουουμμμμ, έεετσι, πόσο γουστάρω ν' αγγίξω με το μασπιέ μου το δρόμο! Μμμμμμμ! Γιδίλα, πάλι, μπήκαν στο μαντρί τα ζώα του Σούλη, γαυβ-γαυβ, το μαντρόσκυλό του, γαυβ και στα μούτρα σου! Μαλάκα! Οι πασχαλιές μυρίζουν πιό έντονα τώρα, ή μου φαίνεται; Και τ' αμπέλια, αλλάξαν χρώμα, κοιμίσανε το πράσινο το ζωηρό, φορέσανε το φαιοπράσινο, ετοιμάζονται για ύπνο, μα οι λεμονανθοί, μοιάζουν να μη κοιμούνται ποτέ, τέτοια εποχή, πωωω πωωωω! να γεμίσω το ντεπόζιτό μου ευωδιά, να μεθύσω, να κοιμηθώ γλυκά, να περιμένω την επόμενη βόλτα....

Και να τη πώ οπωσδήποτε αύριο, στα ξενέρωτα τα τετράτροχα!

Και στο ηλίθιο το τεράποδο που θα μου χαλάσει τις μυρωδιές με τις κατρούλες του!