Τά ζεστά Κυριακάτικα απογεύματα, εννοούν πεισματικά να συνδυάζονται ηχητικά με τον μεταλλικό ήχο που κάνει το αλυσιδάκι του ανεμιστήρα οροφής, όταν χτυπάει πάνω στη λάμπα.(γκλιν, γκλιν, γκλιν, κάτι σαν το τικ-τακ των ρολογιών, μόνο πιό αδιάκριτο χτύπημα, πιό επίμονο, πιό αφυπνιστικό).
Ο χρόνος σε δύο διαστάσεις, το πριν λίγο, και το μετά, το τώρα το χάνω, το έχασα, δεν ξέρω άν τόχασες κι'εσύ. Μακάρι!
Η θάλασσα, κάτω απ'το μπαλκόνι σου, αδιαφορεί, οι "Αθλιοι" δίπλα στο κρεβάτι σου, αδιαφορούν οι άθλιοι, εγώ αδιαφορώ, και πάνω απ'όλα αδιαφορεί ο αθλιότατος ανεμιστήρας οροφής, γκλιν, γκλιν, γκλιν, που δε γνωρίζει χρόνο, ούτε το πριν, ούτε το μετά, δεν σέβεται ούτε το τώρα, τη στιγμή, την αγωνία, τη μοναξιά, το τέλος...
Παραμένεις εκεί, έχοντας περάσει από το φόβο στο σαρκασμό. "Πάρε νάχεις" θα μπορούσες και να ψιθύριζες ευχαριστημένη, δικαιωμένη επιτέλους, για μιά και μοναδική φορά. "Και κοίτα, κι'ο ανεμιστήρας να δουλεύει, πόση ζέστη κάνει".
Το τασάκι στο κομοδίνο, αναμνηστικό απο την Μονεμβασιά. Με το τσιγάρο μέσα μισό. "Δεν το καπνίζω όλο, σου λέω". Αλλη μιά φορά δικαιωμένη. Το βιβλίο με το σελιδοδείκτη στη σελίδα 105, πόσες φορές θα επιστρέφεις επιτέλους στη κλασική λογοτεχνία; "Αυτά τα αριστουργήματα δε ξεπερνιούνται ποτέ. Ολα τ'άλλα που μούδωσες και διάβασα ήταν σκέτες αηδίες!"
Γκλιν, γκλιν, γκλιν. Αρχίζει και παίρνει διαστάσεις μεταφυσικές το γαμημένο το αλυσιδάκι. Βλέπω αόρατους δεσμούς στο αλυσιδάκι του ανεμιστήρα σου, και στου δικού μου. Συγχορδία τυχαία, αλλά βασανιστική. Τυχαία;
Ο ανεμιστήρας μου με πέταξε από το κρεβάτι, ή ο δικός σου; Γιατί ντύθηκα τόσο βιαστικά, αδικαιολόγητα βιαστικά, για νάρθω; Απροειδοποίητα. Τέσσερα χιλιόμετρα μέχρι εκεί, βαμμένα από το πορτοκαλοκόκκινο του ήλιου, (αδιάφορος κι'αυτός), οδήγημα γρήγορο κι'ανυπόμονο και νευρικό, και το γκλιν-γκλιν στ'αυτιά μου.
Την εικόνα, την είχα ήδη φτιάξει στο μυαλό μου: "Να σου φτιάξω καφέ;"Ελα να κάτσουμε στο μπαλκόνι". "Τί καλά πούκανες κι'ήρθες!"
Φαινόμενα ανεξήγητα, στα όρια του παράλογου, να χτυπάω ένα κουδούνι που δεν ανοίγει κανείς. Να μη βάλω τα κλειδιά στη πόρτα, παρά να θέλω να σε βρώ στη παραλία κάτω απ'το σπίτι σου, μήπως και κάνεις μπάνιο, τάχα...
Το ημίφως μές το σπίτι, συνταιριάζεται απόλυτα με τη τάξη των πραγμάτων, μόνο το γκλιν, γκλιν, γκλιν που έρχεται απο το δωμάτιό σου, επιμένει να ειδοποιεί, με την ίδια συχνότητα ήχου, γκλι, γκλιν, γκλιν,πριν, γκλιν, γκλιν, γκλιν, μετά,δεν αλλάζει το ρυθμό του με τίποτα.
Η τελευταία μομφή μου, κι'εσύ σαρκάζεις. "Φεύγει, κι'αφήνει τον ανεμιστήρα αναμένο. Τί να της πείς!"
Εσύ σαρκάζεις, γιατί το κρεβάτι σου είναι άδειο, και βρίσκεσαι ξαπλωμένη δίπλα του, και καθόλου δε σε νοιάζει που ο ανεμιστήρας έχει μείνει αναμένος, και η θάλασσα σε περιμένει και σήμερα, όπως χθές, καθόλου δε σε νοιάζει που σε λέω σπάταλη, κι'άς είσαι, μόνο σε νοιάζει που τα κατάφερα να χάσω το τώρα.
Μαλάκια περιποιημένα, καθαρό το νυχτικό, τα νύχια μιά χαρά, (αμ, γιαυτό σε λέω Μανταμ ντε Μποβαρύ), μου την έφερες κανονικά, περίπου όπως τόθελες, μιά κούκλα, μ'αποδιωγμένη την αγωνία απ'τα μάτια, πρόλαβες και πέρασες στο μετά, παραιτημένη μόνο απ΄'οτι σ'ενοχλούσε και απ'τούς "Αθλιους", που μείνανε αδιάβαστοι απ'τη σελίδα 105 και μετά.
Επαψα να νοιώθω τη ζέστη της Κυριακής, έπαψα νάκούω το αλυσιδάκι του ανεμιστήρα, μόνο να καταλάβω προσπαθούσα, ποιός το κανόνισε αυτό το ραντεβού ερήμην μου, εσύ, η παντοδύναμη, ή ο ενοχικός μου εαυτός;
Το σίγουρο είναι ένα: Θα το ζήσω πολλές φορές το "τώρα σου",και ηδονικά θα αφήνομαι να απολαμβάνω την αγωνία που δεν έζησα, ακόμα πιό επώδυνα κι'απ'τη πραγματική, κληροδοτημένη σε μένα απο σένα, καταγεγραμμένη ακόμα κι'έκεί που δεν έχει λόγο ύπαρξης, στα ρούχα, στα γράμματα, στα βιβλία, στο τελευταίο πακέτο τσιγάρα...
Ξέρω γιατί, τα κυριακάτικα απογεύματα, είναι τα μόνα που αφήνω να με ξυπνάει το γκλιν, γκλιν, γκλιν του ανεμιστήρα μανούλα...
Γκλιν πριν, γκλιν μετά, γκλιν τώρα, γκλιν τώρα, γκλιν τώρα και για πάντα...
ευφορία
-
Συνεχώς μου επαναλαμβάνεται, πως η ιδανική κατάσταση ευφορίας, μόνο ως
όνειρο ύπνου μπορεί να υφίσταται.
Πριν από 3 ημέρες