28 Δεκ 2008

Ευχή!







Αγαπημένοι μου,



Για λίγες μέρες θα λείψω.



Στα όμορφα χωριά της νοτιοδυτικής Γαλλίας.



Brantome, Bergerac, Saint Laurent des Vignes, Perigeaux.



Ελπίζω, να φέρω ομορφιές στις βαλίτσες μου όταν γυρίσω.



Και προπαντός, να τις μοιραστώ μαζί σας...



Εύχομαι σ' όλους, να μην κουραστείτε να εύχεστε, να μην κουραστείτε να πιστεύετε ότι εύχεστε, να μην κουραστείτε ποτέ να ελπίζετε στην πραγματοποίηση των ευχών...



Σαν τα παιδάκια.



Ευχηθείτε μου το ίδιο!



Ευχαριστώ!



Το βράδυ της Πρωτοχρονιάς, ένα κομάτι της σκέψης μου θα είναι κοντά σας.



Και θα ταξιδέψει μές στο κρύο για να σας συναντήσει.



Μακάρι να σας βρεί χαμογελαστούς, χαρούμενους, κι' αισιόδοξους...



Καλή Χρονιά!

23 Δεκ 2008

Παυσίλυπον!

Πρώτα, μάζεψα τις ελιές μου!







Μοσχομύρισε ο πράσινος χρυσός μέσα στη λίμπα. Και η κούραση έφυγε μεμιάς! Παυσίλυπον!




Εκοψα πορτοκάλια απο το κτήμα μας. Και λεμόνια.




Τα πορτοκάλια αρωματίσαν υπέροχα τα μελομακάρονά μου. Παυσίλυπον!






Και μετά, έβγαλα όλο το καρακιτσαριό που φυλάω σαν θησαυρό πολύτιμο στην αποθήκη μου



και στόλισα Δέντρο. Και σπίτι. Παυσίλυπον!





Και απο σήμερα περιμένω λεπτό με λεπτό τον Αη-Βασίλη, που θα μου φέρει τα πολυτιμότερα δώρα του κόσμου στο σπίτι. Τους γυιούς μου! Παυσίλυπον!


Αγαπημένοι μου :


Αγρικουλτούρα, Βasdiction, Αγγελε Σπύρου,Carpe diem, Aesthete soleil, Ακανόνιστη,Αλλε, Ανεπίδοτη, Σίλια, Wilma, Αποτέτοιε, Νεράϊδα της βροχής, So Far, Beth, Αλεξάνδρα, Κατερίνα, Leviathan, Ιρλανδέ, Λιμανάκι, Ευοί, glorificus and bardus, I live 2 love me, Marianaonice, Μαριλένα, Spy, Talisker, Λεοντόκαρδε, Theo κηπουρέ, Darthir, Cinderella, Albus Genius, Γλαρένια, Ολα θα πάνε καλά, Πατσιούρι, Lockheart, Jacki, Roadartist, Σωτήρη Κ., Elf, Ν. Λιολιόπουλε, Αγγαλιά του φεγγαριού, Faraona, Madame de la luna, Καραφλοκότσυφα, Χνούδι, Ροδούλα-Κέλλυ, Anima, Hλία Κοντολάμπρε, Φλεγόμενε, JK in your life, Masterpcm.

Καλά παυσίλυπα Χριστούγεννα!

17 Δεκ 2008

"Φεύγω", χωρίς να φεύγω.

Οταν ο λόγος "βρωμίζεται" απ' το ψέμμα.
Οταν οι έννοιες ενδύονται με υποκρισία.
Οταν η ελπίδα θάβεται κάτω απο τόννους λάσπης.
Προσπαθείς ν' "ακούσεις" φωνές καθάριες.
Κλείνεις τα μάτια.
Και παρασύρεσαι σε όνειρα μουσικά...


Σας ευχαριστώ πολύ που ανέχεστε την σιωπή μου....
Η "παρουσία" σας μου είναι πολύτιμη!

13 Δεκ 2008

Σςςςςςςςς!


Μόνο λίγο χρόνο ακόμα....

Προσπαθώ να ξεχάσω όλ' αυτά που πρέπει να θυμάμαι....

8 Δεκ 2008

ΩΣ ΠΟΤΕ;


ΘΛΙΨΗ.

ΟΡΓΗ.

ΑΗΔΙΑ.

ΑΠΟΓΟΗΤΕΥΣΗ.

ΑΔΙΕΞΟΔΟ.

ΠΕΘΑΙΝΟΥΜΕ;

ΣΑΠΙΖΟΥΜΕ;

ΑΝΕΧΟΜΑΣΤΕ;

ΩΣ ΠΟΤΕ;


4 Δεκ 2008

Η τελευταία σπιτική μαρμελάδα στον κόσμο.







Η γιαγιά Ακκα μάζεψε τα τελευταία κυδώνια απ' τα δέντρα του κήπου της, τοποθέτησε το δέκατο τσουβάλι στο μισοξεχαρβαλωμένο καροτσάκι της και με κόπο κατάφερε να το κυλίσει μέχρι το σπίτι.




Κοντοστάθηκε, αναμετρήθηκε με το βάρος τους σκεπτική αλλά αποφασισμένη και ανασηκώνοντας τα μανίκια τράβηξε το πρώτο με μιά κίνηση σχεδόν αιφνιδιαστική και σίγουρη, κίνηση που δεν επέτρεπε την παραμικρή αντίσταση εκ μέρους του. Τό έσυρε μέχρι το κεφαλόσκαλο της κουζίνας και σαν πρόσχημα να πάρει μιά ανάσα, έχωσε αργά μιά τούφα λευκή που ξέφευγε απ' το μαντήλι που κρατούσε τα μαλιά της δεμένα.




Με σύντομους αναστεναγμούς επανέλαβε τις ίδιες κινήσεις και για το δεύτερο τσουβάλι. Κάποια κυδώνια κύλισαν έξω, τα μάζεψε βιαστικά και συνέχισε. Μέσα σε 15 λεπτά είχε ακουμπήσει όλα τα τσουβάλια στο κεφαλόσκαλο. Ενοιωθε τα πόδια της να τρέμουν, τα χέρια της πονούσαν απ' τους ώμους και μές στο στήθος της η καρδιά φτερούγιζε άτακτα, σχεδόν απεγνωσμένα. Η γιαγιά Ακκα όμως, οδηγημένη σαν απο μιά μυστική επιταγή, δεν κάθησε παρά μόνο τη στιγμή που και το τελευταίο τσουβάλι με κυδώνια βρισκόταν πιά ακουμπισμένο στο πάτωμα της κουζίνας της.Τα μέτρησε με βλέμμα κουρασμένο, αλλά συγχρόνως σίγουρο και ευχαριστημένο, σα να ζύγιζε τις δυνάμεις της απέναντι στον εχθρό.




Και ανασκουμπώθηκε.






Δύο ολόκληρες εβδομάδες η γιαγιά Ακκα καθάριζε κυδώνια, τα τοποθετούσε δέκα-δέκα στη τεράστια τσίγγινη κατσαρόλα που είχε για να βράζει τα χόρτα της και σαν να εκτελούσε ιεροτελεστία, ανακάτευε με τη ξύλινη κουτάλα της τα ψιλοκομμένα κομμάτια μέ χρι να γίνουνε πολτός με χρώμα κίτρινο βαθύ, σχεδόν πορτοκαλί και λείο, βελούδινο στην όψι.



Οση ώρα ανακάτευε, το βλέμμα της λές και πέρναγε μέσα απ' το πολτό κι' έφτανε στο πάτο της κατσαρόλας, λες κι' ανακατευόταν κι' αυτό μαζί με τα κυδώνια, και σιγόβραζε ευωδιαστά, κι' οι σκέψεις της γινόνταν ένα με τη ζάχαρη κι' αναλιγώνανε γλυκά, αλάφραιναν λιγάκι και με ηχηρά "πλόμπ-πλόμπ-πλόμπ" έβγαιναν στην επιφάνεια της μαρμελάδας κι' έσβυναν.



Το σπίτι όλο μύριζε κυδώνι. Ούτε τις νύχτες έφευγε αυτή η μυρωδιά και η γιαγιά Ακκα κοιμόταν ευτυχισμένη σχεδόν, βουτηγμένη στο άρωμα των κυδωνιών, στο τελευταίο άρωμα που ήξερε ότι θα γευτεί στη μακρόχρονη ζωή της.



Την Κυριακή, τη τελευταία μέρα της δεύτερης εβδομάδας, η γιαγιά Ακκα έκλεισε πολύ προσεκτικά και το εκατοστό βάζο μαρμελάδας κυδώνι. Βεβαιώθηκε ότι τα πώματα είχαν σφραγίσει το περιεχόμενο αεροστεγώς, καθάρισε τη κατσαρόλα με άφθονο νερό και σαπούνι και σκούπισε επιτέλους την κουζίνα που σε κάθε βήμα έκανε "χρίτς-χρίτς" απο τις ζάχαρες που είχαν ξεφύγει στα πλακάκια. Τίναξε τις παντόφλες της που έτριζαν κι' αυτές, σφουγγάρισε καλά-καλά όλο το σπίτι και ξάπλωσε στο κρεβάτι της για να πεθάνει.



Η Κυδωνία, η πατρίδα της γιαγιάς Ακκα, ζούσε τις τελευταίες μέρες της ανεξαρτησίας της. Η Βασίλισσα-Χώρα, η Αξιλάνδη, είχε αποστείλει το τελευταίο και οριστικό της τελεσίγραφο προς το μικρό κράτος, εδώ και 17 ημέρες. Αν η Κυδωνία δεν δεχόταν την προσάρτησή της στη Βασίλισσα-Χώρα, οι στρατιωτικές Δυνάμεις της Αξιλάνδης θα χτυπούσαν ανηλεώς την Κυδωνία με τοξικά αέρια που θα εξαφάνιζαν σταδιακά και αμετάκλητα όλη την πλούσια χλωρίδα της και σε δεύτερο στάδιο τ' αεροπλάνα της Υπερδύναμης θα βομβαρδίζαν τους κατοίκους της με καταστροφικούς θανατηφόρους ιούς. Η κυβέρνηση της Βασίλισσας-Χώρας είχε δώσει περιθώριο στον πρωθυπουργό Ραμίντ 20 μέρες για να δεχτεί την προσάρτηση, ή να εκκενώσει τη χώρα χωρίς αντίσταση. Σε διάγγελμά του προς τον λαό της Κυδωνίας, ο πρωθυπουργός δήλωσε την απόφασή του να παραμείνει και να πεθάνει εκεί που γεννήθηκε και διακυβέρνησε επί τόσα χρόνια, και παραχώρησε στον λαό του την ελευθερία της βούλησης να πράξει κατά συνείδηση. Χιλιάδες άνθρωποι κλείδωσαν τα σπίτια τους και με ότι μέσον διέθεταν αποχωρίστηκαν τις εύφορες πεδιάδες της Κυδωνίας, με κατεύθυνση το πουθενά, μιάς και όλες σχεδόν οι γειτονικές χώρες είχαν ήδη προσαρτηθεί στην Αξιλάνδη. Οσοι απέμειναν εκεί, είχαν αποδεχθεί μοιρολατρικά το γεγονός ότι θα τελείωναν την ζωή τους στο μέρος που την ξεκίνησαν, και κάποιοι άλλοι, λιγότεροι σε αναλογία, έσπευσαν να υπογράψουν εγκαίρως δήλωση ότι αποδέχονται ώς κυβερνών κράτος την Αξιλάνδη, με άγνωστη προοπτική διαμονής, εργασίας και επιβίωσης.


Η γιαγιά Ακκα, ξαπλωμένη στο κρεβάτι της, άκουγε σχεδόν αδιάφορα και νηφάλια, τα ρεπορτάζ για την ομαδική φυγή των ανθρώπων και τις γεμάτες αλαζονεία και έπαρση δηλώσεις των κυβερνητικών εκπροσώπων της Βασίλισσας-Χώρας και το μυαλό της μισοναρκωμένο και γαλήνιο προετοίμαζε τα τελευταία της λόγια. Ενα αχνό χαμόγελο είχε χαραχτεί στα σουφρωμένα λεπτά της χείλη καθώς οραματιζόταν ολοζώντανα τα πρόσωπα των δικών της, αυτών που σε λίγο θάρχονταν να την πάρουν-έτσι νόμιζαν τουλάχιστον- μακριά απ' την Κυδωνία, την αγαπημένη της χώρα, για κάπου, που δεν ήξερε πού, κάπου που δεν την ένοιαζε πιά,για κάπου που δεν σκόπευε να πάει ποτέ.


Με κόπο ανασηκώθηκε για λίγο, τράβηξε αργά το μαντήλι απ' το κεφάλι της και τα κατάλευκα μαλιά της πλαισίωσαν με αγάπη τις ρυτίδες της. Στερέωσε τη πλάτη της στα μαξιλάρια, άνοιξε το συρτάρι του κομοδίνου της, πήρε ένα απ' τα επιστολόχαρτα που είχε τακτικά φυλαγμένα εκεί, πήρε μολύβι, κι' άρχισε να γράφει:


"Aγαπημένε μου γυιέ Αγκουν,


Σου γράφω δυό λόγια βιαστικά γιατί σε λίγο θα πεθάνω, πράγμα το οποίο και επιθυμώ με όλη μου την καρδιά. Θέλω να ξέρεις κι' εσύ και η γυναίκα σου, η καλή μου η Φιέρα, καθώς και τα πολυαγαπημένα μου εγγόνια, ο Αμαντ και ο Λαντίρ, πως η ζωή μου όλη πέρασε ειρηνικά κι' ευτυχισμένα και το ίδιο ειρηνικά κι' ευτυχισμένα διαλέγω να εγκαταλείψω τον κόσμο αυτό. Η Κυδωνία μου χάρισε τη χαρά να ζώ απο τα δέντρα μου και τους καρπούς τους. Δεν μπορώ να φανταστώ τη ζωή μου μέσα σε πόλεις βιομηχανικές, δεν μπορώ να ξυπνάω και ν΄αντικρίζω μόνο τσιμέντο και γυαλί, δεν μπορώ να ανήκω σ' ένα κόσμο τεχνητό που δεν θα ευωδιάζει σαν τα κυδώνια μου, ούτε θα μου επιτρέπει να παρακολουθώ την ωρίμανσή τους. Δεν αντέχω να δώ τα δέντρα μου να κόβονται, δεν μπορώ να δεχτώ ότι θα τρέφομαι απο πλαστικά σακουλάκια τροφές χωρίς άρωμα, χωρίς γεύση, χωρίς ταυτότητα.


Κι' ετσι αποφάσισα και να με συγχωρέσετε άν σας στεναχωρώ, πως εδώ θ'αφήσω το σώμα μου για πάντα κι' ένα κομμάτι της ζωής και της ψυχής μου θα το κρατήσετε εσείς, σαν διαθήκη, σαν κληρονομιά, κλεισμένο μέσα σε εκατό γυάλινα βάζα που θα βρείτε αραδιασμένα στη κουζίνα. Είναι βάζα με μαρμελάδα κυδώνι, η τελευταία ίσως σπιτική μαρμελάδα στον κόσμο, και για τον λόγο ετούτο, σας παρακαλώ να φροντίσετε να φτάσει κάποιο απ' τα βάζα αυτά και στα δισέγγονά μου, να ξέρουνε κι' αυτά πώς μυρίζαν τα κυδώνια της Κυδωνίας, πώς μυρίζανε τα δέντρα της προγιαγιάς τους.


Να τρώτε έστω και κρυφά λίγη απ' αυτή τη τελευταία σπιτική μαρμελάδα στο κόσμο, γιατί εγώ, δυστυχώς, άλλο τρόπο δεν ξέρω για να πολεμήσω τα τέρατα που μας αλλώνουν, παρα μονάχα να σας κληροδοτήσω μιάν ανάμνηση πολύτιμη κλεισμένη μές στα βάζα, να σας βοηθήσω έτσι λίγο, να μη ξεχάσετε ποτέ τη Κυδωνία, να μη ξεχάσετε ποτέ την αληθινή ζωή.


Σας φιλώ πολύ-πολύ όλους. Και σας αγαπώ.


Η μητέρα και γιαγιά σας Ακκα.


Η γιαγιά Ακκα τοποθέτησε προσεκτικά το επιστολόχαρτο στο κομοδίνο. Πήρε το μαντήλι που φόραγε πριν λίγο στα μαλιά και τόπλεξε ανάμεσα στα δάχτυλά της. Σαν κομποσκοίνι. Στήλωσε τα μάτια της στο ταβάνι, ένα αχνό χαμόγελο διαγράφηκε στα χείλη της κι' ένα μικρούλι δάκρυ ξέφυγε απο τα βλέφαρά της αργά-αργά και κατέληξε στη ρίζα του αυτιού. Γύρισε πλευρό προς τον τοίχο, αναστέναξε ελαφρά και άφησε την ψυχή της να πετάξει ανάλαφρα προς τον κυδωνόκηπο της. Πήγε και κούρνιασε πάνω στα κλαδιά της τελευταίας και πιό απομακρισμένης κυδωνιάς, βολεύτηκε εκεί θαυμάσια και μές στη δροσιά του φθινοπωρινού απογεύματος απόλαυσε τον πιό ειρηνικό κι' ευωδιαστό θάνατο που έχει ποτέ αξιωθεί άνθρωπος σ' αυτή τη γή.


Και η ψυχή όμως της Κυδωνίας, ταξίδεψε εκατοντάδες, χιλιάδες μίλια μακριά, κλεισμένη αεροστεγώς μέσα σε εκατό γυάλινα βάζα και για δέκα τουλάχιστον χρόνια, περέμεινε ζωντανή κι' αρωματισμένη με τη ξινή κι' αέρινη ευωδιά των κυδωνιών, κατάφερνε δέ μάλιστα, να φέρνει δάκρυα στα μάτια σε κάποιους αυτοεξόριστους πολίτες της αλλωμένης χώρας κάθε φορά που αλοίφαν μαρμελάδα το υβριδικό ψωμί τους και πάνω απ' όλα, κατάφερε να διατηρήσει τη μνήμη της αληθινής γεύσης, σαν τη μόνη και αποτελεσματική αντίσταση στη συνήθεια, στη μετάλλαξη, στη λήθη...


Ενα μόνο βάζο παρέμεινε κλειστό για πάντα. Ο Λαντίρ, ο εγγονός, του κόλλησε μιά ιδιόχειρη ετικέττα που έγραφε: "Η μαρμελάδα κυδώνι της γιαγιάς Ακκα. Η τελευταία σπιτική μαρμελάδα στο κόσμο"


Κι' οταν απόκτησε παιδιά, κάποιες φορές, τις κρύες νύχτες του χειμώνα εκεί στη Νέα Χώρα, που ήταν πιά η νέα τους πατρίδα, τα φώναζε κοντά του, άνοιγε με κινήσεις πολύ προσεκτικές το παμπάλαιο βάζο, και τους έλεγε συγκινημένος: "Νά, μυρίστε εδώ, να καταλάβετε περίπου, πώς μύριζε η πατρίδα μας η Κυδωνία, πριν απο πολλά, πολλά χρόνια". Και δάκρυζε, γιατί κυδώνι μύρίζανε πάντα και τα χέρια της γιαγιάς της Ακκα, και το σπίτι της ολόκληρο, και τα ρούχα της ακόμα!


Αντιθέτως όμως, η γιαγιά Ακκα χαμογελούσε θριαμβευτικά! Χρόνια και χρόνια τώρα, κατάφερνε συχνά περίτρανες νίκες ενάντια στον Εχθρό. Νίκες που μύριζαν αληθινό κυδώνι!