28 Ιουν 2008

Για τη Μανταμ ντε Μποβαρύ

Τά ζεστά Κυριακάτικα απογεύματα, εννοούν πεισματικά να συνδυάζονται ηχητικά με τον μεταλλικό ήχο που κάνει το αλυσιδάκι του ανεμιστήρα οροφής, όταν χτυπάει πάνω στη λάμπα.(γκλιν, γκλιν, γκλιν, κάτι σαν το τικ-τακ των ρολογιών, μόνο πιό αδιάκριτο χτύπημα, πιό επίμονο, πιό αφυπνιστικό).
Ο χρόνος σε δύο διαστάσεις, το πριν λίγο, και το μετά, το τώρα το χάνω, το έχασα, δεν ξέρω άν τόχασες κι'εσύ. Μακάρι!
Η θάλασσα, κάτω απ'το μπαλκόνι σου, αδιαφορεί, οι "Αθλιοι" δίπλα στο κρεβάτι σου, αδιαφορούν οι άθλιοι, εγώ αδιαφορώ, και πάνω απ'όλα αδιαφορεί ο αθλιότατος ανεμιστήρας οροφής, γκλιν, γκλιν, γκλιν, που δε γνωρίζει χρόνο, ούτε το πριν, ούτε το μετά, δεν σέβεται ούτε το τώρα, τη στιγμή, την αγωνία, τη μοναξιά, το τέλος...
Παραμένεις εκεί, έχοντας περάσει από το φόβο στο σαρκασμό. "Πάρε νάχεις" θα μπορούσες και να ψιθύριζες ευχαριστημένη, δικαιωμένη επιτέλους, για μιά και μοναδική φορά. "Και κοίτα, κι'ο ανεμιστήρας να δουλεύει, πόση ζέστη κάνει".
Το τασάκι στο κομοδίνο, αναμνηστικό απο την Μονεμβασιά. Με το τσιγάρο μέσα μισό. "Δεν το καπνίζω όλο, σου λέω". Αλλη μιά φορά δικαιωμένη. Το βιβλίο με το σελιδοδείκτη στη σελίδα 105, πόσες φορές θα επιστρέφεις επιτέλους στη κλασική λογοτεχνία; "Αυτά τα αριστουργήματα δε ξεπερνιούνται ποτέ. Ολα τ'άλλα που μούδωσες και διάβασα ήταν σκέτες αηδίες!"
Γκλιν, γκλιν, γκλιν. Αρχίζει και παίρνει διαστάσεις μεταφυσικές το γαμημένο το αλυσιδάκι. Βλέπω αόρατους δεσμούς στο αλυσιδάκι του ανεμιστήρα σου, και στου δικού μου. Συγχορδία τυχαία, αλλά βασανιστική. Τυχαία;
Ο ανεμιστήρας μου με πέταξε από το κρεβάτι, ή ο δικός σου; Γιατί ντύθηκα τόσο βιαστικά, αδικαιολόγητα βιαστικά, για νάρθω; Απροειδοποίητα. Τέσσερα χιλιόμετρα μέχρι εκεί, βαμμένα από το πορτοκαλοκόκκινο του ήλιου, (αδιάφορος κι'αυτός), οδήγημα γρήγορο κι'ανυπόμονο και νευρικό, και το γκλιν-γκλιν στ'αυτιά μου.
Την εικόνα, την είχα ήδη φτιάξει στο μυαλό μου: "Να σου φτιάξω καφέ;"Ελα να κάτσουμε στο μπαλκόνι". "Τί καλά πούκανες κι'ήρθες!"
Φαινόμενα ανεξήγητα, στα όρια του παράλογου, να χτυπάω ένα κουδούνι που δεν ανοίγει κανείς. Να μη βάλω τα κλειδιά στη πόρτα, παρά να θέλω να σε βρώ στη παραλία κάτω απ'το σπίτι σου, μήπως και κάνεις μπάνιο, τάχα...
Το ημίφως μές το σπίτι, συνταιριάζεται απόλυτα με τη τάξη των πραγμάτων, μόνο το γκλιν, γκλιν, γκλιν που έρχεται απο το δωμάτιό σου, επιμένει να ειδοποιεί, με την ίδια συχνότητα ήχου, γκλι, γκλιν, γκλιν,πριν, γκλιν, γκλιν, γκλιν, μετά,δεν αλλάζει το ρυθμό του με τίποτα.
Η τελευταία μομφή μου, κι'εσύ σαρκάζεις. "Φεύγει, κι'αφήνει τον ανεμιστήρα αναμένο. Τί να της πείς!"
Εσύ σαρκάζεις, γιατί το κρεβάτι σου είναι άδειο, και βρίσκεσαι ξαπλωμένη δίπλα του, και καθόλου δε σε νοιάζει που ο ανεμιστήρας έχει μείνει αναμένος, και η θάλασσα σε περιμένει και σήμερα, όπως χθές, καθόλου δε σε νοιάζει που σε λέω σπάταλη, κι'άς είσαι, μόνο σε νοιάζει που τα κατάφερα να χάσω το τώρα.
Μαλάκια περιποιημένα, καθαρό το νυχτικό, τα νύχια μιά χαρά, (αμ, γιαυτό σε λέω Μανταμ ντε Μποβαρύ), μου την έφερες κανονικά, περίπου όπως τόθελες, μιά κούκλα, μ'αποδιωγμένη την αγωνία απ'τα μάτια, πρόλαβες και πέρασες στο μετά, παραιτημένη μόνο απ΄'οτι σ'ενοχλούσε και απ'τούς "Αθλιους", που μείνανε αδιάβαστοι απ'τη σελίδα 105 και μετά.
Επαψα να νοιώθω τη ζέστη της Κυριακής, έπαψα νάκούω το αλυσιδάκι του ανεμιστήρα, μόνο να καταλάβω προσπαθούσα, ποιός το κανόνισε αυτό το ραντεβού ερήμην μου, εσύ, η παντοδύναμη, ή ο ενοχικός μου εαυτός;
Το σίγουρο είναι ένα: Θα το ζήσω πολλές φορές το "τώρα σου",και ηδονικά θα αφήνομαι να απολαμβάνω την αγωνία που δεν έζησα, ακόμα πιό επώδυνα κι'απ'τη πραγματική, κληροδοτημένη σε μένα απο σένα, καταγεγραμμένη ακόμα κι'έκεί που δεν έχει λόγο ύπαρξης, στα ρούχα, στα γράμματα, στα βιβλία, στο τελευταίο πακέτο τσιγάρα...
Ξέρω γιατί, τα κυριακάτικα απογεύματα, είναι τα μόνα που αφήνω να με ξυπνάει το γκλιν, γκλιν, γκλιν του ανεμιστήρα μανούλα...
Γκλιν πριν, γκλιν μετά, γκλιν τώρα, γκλιν τώρα, γκλιν τώρα και για πάντα...

Καλοκαίρι


Αργούμε που αργούμε να πάμε διακοπές...
Ας τη βρούμε κι'έτσι...

23 Ιουν 2008

Στις φάμπρικες της Γερμανίας




Τρίτη , 06.05.08
Τα ρεπορτάζ που έχει κάνει τις τελευταίες δεκαετίες , υποδυόμενος ρόλους , συγκλόνισαν τη Γερμανία και δημιούργησαν ολόκληρη σχολή της ερευνητικής δημοσιογραφίας . Αυτή τη φορά , δύο δεκαετίες και βάλε μετά το βιβλίο όπου περιέγραφε τις συνθήκες εργασίας των ξένων μεταναστών , ο Γκίντερ Βάλραφ ξαναφόρεσε την ποδιά του ανειδίκευτου εργάτη , για να δείξει τις συνθήκες κάτω από τις οποίες εργάζονται στην αναπτυγμένη Γερμανία αυτοί που παράγουν τα φτηνά προϊόντα της αλυσίδας σούπερ μάρκετ Lidl.
Το ρεπορτάζ που δημοσίευσε το τελευταίο τεύχος του περιοδικού της εφημερίδας «Die Zeit» κράτησε ένα μήνα στο εργοστάσιο μιας εταιρίας που αποτελεί αποκλειστικό προμηθευτή των Lidl με φραντζολάκια .. Η εταιρία Βαϊντσχάιμερ , σε μια κωμόπολη στη Ρηνανία - Παλατινάτο , δουλεύει επί 24 ώρες το 24 ωρο , συσκευάζοντας σε σακουλάκια 10 μικρά ψωμάκια , που μπορούν να αγοράσουν οι πελάτες του σούπερ μάρκετ για ένα ευρώ και 5 λεπτά .
Ο Βάλραφ , που έχει πια πατήσει τα 65, χρειάστηκε να επιστρατεύσει την τέχνη του στη μεταμφίεση , φορώντας μαύρη περούκα αφήνοντας μουστάκι , με στόχο να πείσει τους εργοδότες του ότι είναι 50 άρης . Χρησιμοποίησε και όλα τα τρικ που ήξερε από το παρελθόν για να « πάρει τη δουλειά ». Μια δουλειά που αμείβεται με 7,66 ευρώ την ώρα μικτά , κάτω δηλαδή από το επίσημο κατώτατο ωρομίσθιο της Γερμανίας , που είναι 9,61 ευρώ . Υπερωρίες δεν υπάρχουν , Σαββατοκύριακα ή αργίες δεν πληρώνονται έξτρα , όποιος αρρωστήσει δεν πληρώνεται . Συνήθως μάλιστα χάνει τη « βάρδια » για πάντα .
Ο δημοσιογράφος περιγράφει τις εμπειρίες του , όταν οι στραβωμένες από τη χρήση λαμαρίνες κολλούν πάνω στους ιμάντες και οι εργάτες προσπαθούν να πιάσουν αυτές και τα ψωμάκια που ίπτανται στον αέρα , καίγοντας τα χέρια τους . Μιλάει για την τρομοκρατία της εργοδοσίας , που απολύει όποιον τολμά να αναφερθεί σε συνδικαλιστικά δικαιώματα ..
« Την πρώτη ημέρα η υπεύθυνη μου έδωσε ένα παντελόνι εργασίας και ένα κοντομάνικο μπλουζάκι . Τη ρώτησα πώς δεν θα παγώνω το χειμώνα . " Αν κρυώνετε , θα πρέπει να δουλεύετε πιο γρήγορα ", ήταν η απάντησή της ». Ο δημοσιογράφος περιγράφει πως η πίεση για φτηνά προϊόντα μεταφέρεται από τα σούπερ μάρκετ στους προμηθευτές , καθιστώντας ουσιαστικά « υποχρεωτική » την κακοπληρωμένη εργασία κάτω από απάνθρωπες συνθήκες . Οταν ρώτησε έναν υπεύθυνο γιατί δεν αγοράζουν καινούργιες λαμαρίνες , αυτός του απάντησε αφοπλιστικά : « Εσείς είστε φθηνότεροι ».
Μιλάει για το πώς υποχρεώθηκε με το ίδιο κοντομάνικο μπλουζάκι να πετάει τα χαλασμένα ψωμάκια στους κάδους που υπήρχαν έξω από το εργοστάσιο . Ή για το πώς , χωρίς προστασία , έσκιζε σε ένα στενό δωμάτιο τα ελαττωματικά σακουλάκια , που περιείχαν διοξείδιο του άνθρακα φτάνοντας σε σημείο λιποθυμίας .
« Αντεξα ένα μήνα στην κόλαση με τα φραντζολάκια .. Εχασα πέντε κιλά . Τις επόμενες ημέρες αισθανόμουν μόνο χαρά που είχα τελειώσει με αυτήν την ιστορία . Μετά άρχισα να αισθάνομαι τύψεις απέναντι στους συναδέλφους που είχα αφήσει πίσω μου . Στα μάτια μου έχω διαρκώς την εικόνα του νεοφερμένου εργάτη που μπαίνει μέσα στο εργοστάσιο . Μόνος , απελπισμένος , ουρλιάζει μόλις κάψει τα χέρια του . Δεν έχει ιδέα τι να κάνει , κανείς δεν θα τον βοηθήσει , ούτε οι συνάδελφοί του ».
Ο έλεγχος του 70% της ευρωπαϊκής αγοράς από πέντε μεγάλες αλυσίδες ενισχύει τέτοια φαινόμενα , επισημαίνει ο Βάλραφ . Μοναδική λύση , κατά τη γνώμη του , είναι να κατανοήσουν οι καταναλωτές τη δύναμή τους και να τη χρησιμοποιήσουν , γυρνώντας την πλάτη σε εκείνους που παράγουν κάτω από τέτοιες συνθήκες . Το ερώτημα είναι βέβαια πώς μπορούν να το μάθουν οι καταναλωτές ... Δεν υπάρχουν και τόσοι πολλοί Βάλραφ στη σύγχρονη δημοσιογραφία .
Ελεύθερος

Μπορούν να το μάθουν οι μπλόγκερς όμως!

18 Ιουν 2008

Αληθινά Ψέμματα


Το παιχνίδι που πρότεινε ο Καπετάνιος, φαίνεται εύκολο, αλλά με δυσκόλεψε πολύ.
Πώς περιγράφεις τον εαυτό σου άραγε; Πόσο αληθινή είναι η εικόνα που έχω εγώ για μένα, άν αυτή είναι εντελώς διαφορετική γιά τούς άλλους; Και ποιά είναι η πραγματική;
Κι'επίσης, ποιός μπορεί να πεί με βεβαιότητα, ότι αυτό που εγώ θεωρώ "ψέμμα" στο παιχνιδάκι αυτό, δεν είναι ελαφρώς ανακατεμένο και με αρκετή δόση αλήθειας;
Εξακολουθώ να δηλώνω άγνοια, για το άν είμαι αυτό που νοιώθω, αυτό που σκέφτομαι, ή αυτό που λέω.
Και δεν είμαι καθόλου σίγουρη, για το πότε, αυτό που νοιώθω, σκέφτομαι και λέω, δεν είναι παρά η αντανάκλαση της εικόνας που οι άλλοι προσλαμβάνουν από μένα.
Αυτό πάντως που σίγουρα ξέρω, είναι ο τρόπος που επεξεργάζομαι συμπεριφορές και καταστάσεις. Αυτό τουλάχιστον, το κατέχω.
Γι'αυτό...-Ας παίξουμε, λοιπόν! Αλλά με μιά διαφορετική προσέγγιση. Αυτή, που μου ταιριάζει καλύτερα:
1. "Ηταν μιά φορά η Ανοιξη εδώ.
Τώρα βρέχει, βρέχει..
Τ'άνθη πάω στον κήπο μας να δώ
και δέν έχει.
Κ'ήτανε οι επιθυμίες πολλές,
κι'όλο λέγαμε όχι.
-Αχ! καρδιά, την άρνησή σου κλαίς
σε μιά κόχη!..."
2. "Εμείς τη λέμε τη ζωή, τη πιάνουμε απ'τα χέρια,
κοιτάζουμε τα μάτια της που μας ξανακοιτάζουν!
Κι'άν είν'αυτό που μάς μεθάει μαγνήτης, το γνωρίζουμε.
Κι'άν είν'αυτό που μας πονάει κακό, τόχουμε νιώσει.
Εμείς τη λέμε τη ζωή, πηγαίνουμε μπροστά,
και χαιρετούμε τα πουλιά της που μισεύουνε.
Είμαστε από καλή γενιά."
3. "Κάθε πρωί θε να με βρεί με σμόκιν,
ξενύχτη μιάς οργιώδικης νυχτιάς,
τα λόγια μου θα είν'ελαφρώς σόκιν,
με ξέθωρο το χρώμα της ψευτιάς.
Τη ζωή ευγενικά θα σχεδιάζω
με μολυβιές αργές και τραβηχτές.
Της κάθε μέρας το ποτήρι θε ν'αδειάζω,
δεν θα θυμούμαι τίποτ'απο χτές."
4. "Ολ'η καρδιά μου καλοσύνη,
στο κλάμα σας πονώ,
κ'η κάθε σας χαρά μου δίνει
νέα φτερά.
Τίποτα δε ζητώ δικό μου,
μου φτάνει να θωρώ
το δέντρο στη γωνιά του δρόμου,
τον ουρανό!"
5. "Μας έχουν γοητέψει οι ταπεινοί και καλοί άνθρωποι,
τώρα που σκοτείνιασε η μοίρα τους τόσο,
τώρα που κρέμουνται στον άνεμο τα όνειρα.
Μας έχουν συγκινήσει οι μικροί και καλοί ανθρώποι,
που στρώνουν στη γή το τραπέζι τους,
που κοιμούνται στα χαγιάτια, κοντά-κοντά με τα ζώα,
και τα μικρά παιδιά τους το βράδυ, μετά τη προσευχή
για το πατέρα που λείπει απο κοντά τους,
ψιθυρίζουν: -Kαληνύχτα, πατερούλη..."
Το παιχνιδάκι παίχτηκε "χρησιμοποιώντας" την όμορφη γλώσσα τών: Μ. Δημάκη, Ο. Ελύτη,
Ν. Νικολαϊδη, Γ. Δημάκου, Ν. Παππά.
Αποτέτοιε, Θαλασσομπερδεμένη, Roadartist, θέλετε να παίξετε;

11 Ιουν 2008

Κεμάλ

Είχα πούχα τα νεύρα μου, με τούς τρακόσιους που σεμνά και ταπεινά, θέλανε βόλτα στων Αλπεων τα βουνά, με το διφραγκάκι που φάγαμε απ' τους Σουηδούς χθές βράδυ, ήρθε και το πολύ ωραίο σχόλιο του ανώνυμου Γ. σε προηγούμενο ποστ μου ("10 λόγοι για να μασάω"), κι'έγινα χώμα.
Και μούρθε στο μυαλό, εκείνο το φανταστικό ποίημα-τραγούδι, των Γκάτσου-Χατζηδάκη:"Κεμάλ"!
Που με γαλούχησε, αυτό και πολλά άλλα, σ'εποχές που δε κότευα στη φωτιά και στο μαχαίρι, που ΠΙΣΤΕΥΑ πως ο κόσμος μπορεί να προχωρήσει, ν'αλλάξει, να γίνει καλύτερος!
Τότε, που τα τραγούδια είχαν νόημα.
Και στόχο.
Και αποτέλεσμα, πολλές φορές.
Τότε που πίστευα σ'έναν "Κεμάλ"!
Τότε που πιστεύαμε, γενικά!

Αφιερωμένο σε όσους απο μάς έχουμε τον Κεμάλ, κοιμισμένο μέσα μας!

9 Ιουν 2008

Σεμνά και ταπεινά, ας πάρουν τα βουνά!

Κάτι πήραν πρέφα τα ωραία και μεγάλα αυτιά μου το Σάββατο, κάτι για ομαδική εκδρομούλα των τριακοσίων μας στο Σάλτσμπουργκ. Και γαμώ τα πακέτα! Εισιτήρια, ξενοδοχεία, και τρία ακόμα άτομα για το καθένα τους, στην Αυστρία για το Euro, όλα πληρωμένα βρέ!
Ετσι, στα πεταχτά τό άκουσα, και προς στιγμήν είπα πως μάλλον δε τόπιασα καλά το πράγμα, ντάξει, θράσος έχουνε, αλλά και τόσο πιά;
Και πάνω πούχα αρχίσει να ξαναορκίζομαι πως δε θάσχοληθώ με τα σκατοπολιτικά ξανά, γιατί δε την αντέχω τόση μπίχλα καθημερινά, ήρθε και η διάψευση του Ρουσόπουλου, να επιβεβαιώσει το αδιανόητο!
Ηθελα όμως, ρε γαμώτο, ήθελα μα τη Παναγία, να μη το μαζεύανε το πράμα. Οχι για καν'άλλο λόγο, αλλά γιά νάβλεπα μόνο, ΠΟΣΟΙ και ΠΟΙΟΙ απ'τους τρακόσιους, θάχαν τ'αρχίδια, ν'αρνηθούν την ευγενική προσφορά του Υπουργείου Πολιτισμού!

Υ.Γ. Πάω να ταίσω μέχρι σκασμού τ'αδέσποτά μου...
Να ποτίσω τα ζαρζαβατικά μου...
Να "κακομάθω" τους Αλβανούς που με βοηθάνε...
Και να ονειρευτώ το βράδυ πως "κατασπαταλώ" το δημόσιο χρήμα μέχρι εκεί που δε
παίρνει...
Σεμνά και ταπεινά!