30 Σεπ 2009

Ποιός τη ζωή μου, ποιός τη κυνηγά;



Θέλει να ματώσει ξανά...Να μείνουν τούφες απο τα μαλλιά της στα χέρια του "μυστικού" της αστυνομίας, αλλά να μη τη νοιάζει...Να τρώει τις γροθιές στα μούτρα και να γελάει μέσα της...Να παραπαίει, με σκισμένο τζήν και αίμα στα χείλη, αλλά να νοιώθει δυνατή....Ν' ακούει βρισιές που φτύναν μίσος, αλλά να μη νοιώθει ταπείνωση... Θέλει να ξαναζήσει την απόλαυση της αδρεναλίνης, πεταμένη κάτω, στη κλούβα, με μιά μπότα πάνω στο πρόσωπο κι' ένα "θα σε λοιώσω μωρή κουφάλα"να σφυρίζει απειλητικά, να αιωρείται ανάμεσα σ' εκείνη και στούς "άλλους", και να ψιθυρίζει αχνά "ρουφιάνοι, ρουφιάνοι, ρουφιάνοι", το αιώνιο πείσμα της, η ανίκητη αντίδραση, η βεβαιότητα, το θράσσος, όλα ασπίδα αόρατη που ήξερε, ήταν σίγουρη, πως θα την κρατούσαν ζωντανή...
Στο ασανσέρ, στην Ασφάλεια, έξι ορόφους, έτρωγε χτυπήματα στο στομάχι, τα χέρια του "μυστικού" σαν τανάλιες, κοντός, θεόκοντος αλλά με δύναμη ταύρου, πόναγε παντού, όμως, όχι μέσα της.
Φωτογραφίες, ανφάς, προφίλ, αποτυπώματα, ερωτήσεις που δεν περίμεναν απάντηση, ειρωνία στο βλέμμα τους, ειρωνία στο βλέμμα της...Ούτε αμφιβολία, ούτε ανασφάλειες, ούτε φόβος... Νικητές ανακυρήσσονταν το δίκιο και τα νιάτα της...
Πόσο θέλει να ματώσει ξανά... Το κελλί, μιά σταλιά. Οι τοίχοι χιλιογραμμένοι. Δεν είχε μολύβι, να γράψει κι' αυτή....Δεν είχε νύχια να χαράξει το τσιμέντο.... Μόνο φωνή είχε, που σιγανά, τραγούδαγε όλη τη νύχτα Θεοδωράκη.... Σιγανά,πολύ σιγανά, όχι με φωνή, με θυμό, με σφιγμένη γροθιά....
Φλεβάρης ήταν... Μέσα εκεί, ήταν ακόμα πιό Φλεβάρης....¨Ηθελε να στρώσει κάτι χάμω, να ξαπλώσει, έτρεμε απο κρύο, έτρεμε απο πόνο, το αμπέχωνο είχε μείνει εκεί, στην Ακαδημίας, πεταμένο στο πεζοδρόμιο, ούτε θυμάται πώς γλύστρισε απο πάνω της.... Τα χτυπήματα μόνο θυμάται, το σύρσιμο πάνω στις τσιμεντόπλακες, απ' τα μαλλιά, τίς κλωτσιές στα καλάμια, στα πλευρά, κάτι σαν γκλόμπ στούς ώμους, στο πάνω μέρος της παλάμης, στον αυχένα, και τίς στάλες απ' το αίμα , τα δόντια τα σπασμένα στη γλώσσα της, κι' ένα πόνο πού'μοιαζε να μην είναι δικός της, να μη προέρχεται απ' το σώμα της, αλλά ούτε απ' τη ψυχή της...Μάτια πολλά, μαζεμένα γύρω κοίταζαν σα να ντρέπονταν για το φόβο τους, εκείνη μόνο ντρεπόταν που τούς έκανε και ντρέπονταν...
Βημάτιζε όλη νύχτα, πάνω κάτω, πάνω κάτω, πέρναγε το χέρι στο κεφάλι που τό'νοιωθε μουδιασμένο και στη παλάμη έμεναν τρίχες, μακριές, καστανές και ίσιες... Το ένα πόδι σχεδόν γυμνό, το τζήν είχε ανοίξει στη ραφή, αυτό την ενοχλούσε πιό πολύ, την έκανε να νοιώθει ευάλωτη, γυμνή...Τα σαγόνια της χτυπούσαν, καλύτερα να τραγουδάει, βάσταγε το ρυθμό με το κροτάλισμα...
                                 Το μεσημέρι χτυπάνε στο γραφείο
                                 μετρώ τούς χτύπους, το πόνο μετρώ
                                είμαι θρεφτάρι, μ' έχουν κλείσει στο σφαγείο,
                                σήμερα εσύ, αύριο εγώ.....
Σκεφτόταν τους γονείς της.... Δεν ήξεραν τίποτα. Ισως να τούς ειδοποιούσε η Αννα....Ηταν Σάββατο, δε θάβγαινε πριν τη Δευτέρα....Μα ούτε που την ένοιαζε....
Οσο πέρναγε η ώρα, πονούσε περισσότερο. Καθόταν για λίγο, με πλάτη στο τοίχο, θυμόταν συνθήματα, γροθιές υψωμένες, μάτια λαμπερά, φωνές βραχνές, παντελόνια καμπάνα, χακί αμπέχωνα, μάγουλα κόκκινα, και τόσες καρδιές ολόγυρα, απόλυτα συντονισμένες μεταξύ τους, στον ίδιο παλμό, στον ίδιο ρυθμό, στο ίδιο όραμα, ξέχναγε τον πόνο, ξέχναγε το κρύο, ψήλωνε πολύ ξαφνικά, ούτε το κελί της δεν τη χώραγε...
Ας ήταν πάλι να ματώσει....
Ξημερώματα, άκουσε φασαρία... Σε κάποιο κελί, δίπλα της, παρακάτω ίσως, μιά γυναίκα φώναζε ακατάληπτα. Μόνο "Παναγιά μου, Παναγιά μου" άκουγε, κάτι ανάμεσα σε κλάμα, σε απόγνωση, σε υστερία... "Αχ, Νίκο, άχ Νίκο, άααααχ!", κάτι τέτοιο, μιά απελπισία, λίγα μέτρα μακριά της.... Δεν ήξερε... Δεν φανταζόταν.... Μιά γυναίκα. Μιά αντάρα. Εκεί, λίγο παραδίπλα... Μιά δυστυχία, μιά ανατροπή, τόσο διαφορετικό συναίσθημα απ' το δικό της...Εκείνη ένοιωθε προστατευμένη, απ' τ' όραμά της...Η άλλη, αυτή πιό κάτω, έμοιαζε ν' αντιστέκεται στη μοίρα, να χάνεται μέσα στο πεπρωμένο της, χτυπημένη απ' το πεπρωμένο της.... Αυτή, πονούσε με το σώμα της... Η άλλη, πονούσε με την καρδιά της...Τό'νοιωθε, κι' άς μη την έβλεπε... "Αχ, Νίκο μου..." σα ν' αποχαιρετούσε τη ζωή της....
Φίλη, αρραβωνιαστικιά, έμαθε μετά. Κάποιου Κοεμτζή. Νίκου Κοεμτζή. Σκότωσε τρείς για μιά παραγγελιά. Τρείς μπάτσους, για μερικές βεργούλες.... Το τραγούδι που της άρεσε να χορεύει στα ρεμπετάδικα...Δεν τον καταδίκασε ποτέ . Δεν τον λυπήθηκε ποτέ. Πάντα πίστευε πως δεν είναι άξιοι λύπησης οι άνθρωποι που υποκύπτουν στα πάθη τους. Αρκεί να τα πλρώνουν. Ας ζήσουν... Ας πεθάνουν... Αρκεί να τη ξοδέψουν τη ζωή που τούς αναλογεί. Αρκεί να γδάρουν το πετσί τους ζωντανοί, άν αντέξουν, άντεξαν... Αν όχι... Ενας λιγότερος... Ζωντανός; Να παλεύει με τις αμαρτίες του.... Πεθαμένος; Αχρηστος, αχρείαστος, ατιμώρητος, αμάτωτος.... Το χειρότερο! Αμάτωτος...Και το ακόμα πιό χειρότερο, ζωντανός αξόδευτος, πεθαμένος αξόδευτος....Σε θάνατο! Σαν το Κοεμτζή. Ισόβια σα τον Κοεμτζή. Αλλά αξόδευτος; Οχι! Ποτέ! 
Αναδεύεται στο καναπέ, να ταχτοποιήσει τις μνήμες.... Να ζωντανέψει το αίμα... Να αναβιώσει τον πόνο....
                                 Ποιός τη ζωή μου, ποιός τη κυνηγά
                                 να τη ξεμοναχιάσει μές στη νύχτα,
                                 ουρλιάζουν και σφυρίζουν φορτηγά
                                 σαν ψάρι μ' έχουν πιάσει μές στα δίχτυα...
                                 Για κάποιον μές στο κόσμο είν' αργά...
                                 Ποιός, τη ζωή μου, ποιός τη κυνηγά;
                                 Ποιός τη ζωή μου, ποιός παραφυλά
                                 στου κόσμου τα στενά ποιός σημαδεύει;
                                 Πού πήγε αυτός που ξέρει να μιλά
                                 που ξέρει πιό πολύ και να πιστεύει;
Ας μάτωνε λίγο και τώρα... Ας πίστευε.... Ας μέτραγε βήματα, πάνω-κάτω, πάνω-κάτω, άς κρύωνε, ας φοβότανε έστω λίγο... Ο φόβος κρύβει ελπίδα.... Ενα κελί 2 επι 3, κρύβει πολύ ελευθερία μαζεμένη, συμπυκνωμένη πάνω σε γραμμένους τοίχους, σε ματωμένα αποτυπώματα.... Ας ένοιωθε για λίγο το συναίσθημα του φυλακισμένου που κρατά ελεύθερο το μυαλό του, του θύματος που δεν είναι θύμα, του "ήρωα", που δεν είναι ήρωας, παρα μόνο ψυχή με όραμα και με μάτια που λάμπουν...
                                  Που πάει να πεί
                                  σ' αυτή τη γλώσσα τη βουβή,
                                  -βαστάω γερά, κρατάω καλά-....
Να μάτωνε λίγο...
Να πίστευε λίγο...
Θα ψήλωνε λίγο... Θα βάσταγε γερά.... Θα κράταγε καλά....






                          
                                

24 Σεπ 2009

Επτά χρόνια τώρα...



Επτά χρόνια τώρα, μισοξυπνάω το πρωϊ με φιλί και χάδι. Το γνώριμο κλείσιμο της πόρτας, η μυρωδιά του καφέ απ' τη κουζίνα. Το σύντομο χουχούλιασμα στο κρεβάτι. Η μουσούδα του Μήτσου κοντά στ' αυτί μου, να σηκωθώ, να του ανοίξω να βγεί. Σηκώνομαι, καφές, τσιγάρο.Πέντε απολαυστικές στιγμές μέσα σε μισή ώρα. Ανοίγω παράθυρα, βρέχει; Τί ωραία! Ανοίγω παράθυρα. Λιακάδα; Τί ωραία! Πρωϊνός προγραμματισμός. Εξωτερικές δουλειές. Κάθε Δευτέρα. Δεν τίς χωνεύω. Τρίτη, Τετάρτη, Πέμπτη, Παρασκευή, δουλειές στο σπίτι. Ωραία! Μαγείρεμα, απαραιτήτως. Διάφορες άλλες, αδιάφορες. Απουσιάζω απ' αυτές. Γίνονται μηχανικά. Κάθε Σεπτέμβρη, βράζει ο μούστος στο υπόγειο. Βγαίνω στην αυλή, με "τσακώνει" η μυρωδιά του. Μου υπενθυμίζει το καθημερινό "γύρισμα" του. Ποτίζει το δέρμα μου μ' αυτή την ξινή οσμή του. Μ' αρέσει ο ήχος που έρχεται μέσα απ' τα βαρέλια. Μιά χημική διαδικασία που λατρεύω. Ηχοι, μυρωδιές, οι ίδιοι, επτά χρόνια τώρα. Με μιά υπέροχη κανονικότητα, που δεν με πλήττει, με συναρπάζει.Η καθιερωμένη βόλτα στον κήπο. Τα γνωστά χρώματα της κάθε εποχής. Οι ίδιες ευωδιές. Κάθε μία στην ώρα της. Στην εποχή της. Οτι "φεύγει", αντικαθίσταται, ανακυκλώνεται, αναπαράγεται, χωρίς θλίψη, χωρίς αμφιβολίες, χωρίς αντίσταση. Επτά χρόνια τώρα, οι εποχές παρελαύνουν ακούραστα γύρω μου, λατρεύω το φώς του ήλιου που μετατρέπει το εκθαμβωτικό, σε τρυφερό ,κάθε φθινόπωρο, λατρεύω τη σταδιακή κυριαρχία της μέρας πάνω στη νύχτα κάθε άνοιξη, περιμένω το αναμενόμενο με ανυπομονησία, δεν με διαψεύδει ποτέ η φύση. Δεν με κουράζει η υπέροχη ρουτίνα της. Διανέμω το χρόνο μου. Στην οθόνη μου τώρα. Να περιμένω μετά. Τον ήχο του αυτοκινήτου. Τα τεντωμένα αυτιά του Μήτσου και τα γεμάτα προσμονή μάτια του. Να σερβίρω το φαγητό πρίν ακόμα προλάβει ν' ανοίξει η πόρτα της κουζίνας. Χάδι, φιλί. Αλλοτε χαμόγελα. Αλλοτε σκοτούρες. Αλλοτε, νεύρα. Πάντα εκεί όμως. Στην ίδια θέση στο τραπέζι. Η καρέκλα έχει πάρει τη μορφή σου. Η "ασφάλεια" της παρουσίας σου με βρίσκει απ' αριστερά. Τρώμε, μιλάμε, πότε γελώντας, πότε με κατήφεια. Χωράνε όλα στη ρουτίνα μας. Μετά, η "ασφάλεια" κοιμάται δίπλα μου. Δεν με παίρνει ο ύπνος το μεσημέρι. Αλλά μένω εκεί, δίπλα στο κρεβάτι, η δική σου ασφάλεια, σε βρίσκει επίσης απ' αριστερά. Τηλεόραση, βλακείες, γελάω με κάποιες παλιές σειρές, μετά θα μου πείς πάλι "μα τί βλακείες κάθεσαι και βλέπεις;", γελάω όμως, μερικές φορές χαμογελάς κι' εσύ. Καφές απογευματινός. Μόνη συνήθως. Μπορεί όμως και όχι. Απογευματινές δουλειές, μόνο του κήπου, ή επισκευές, ή στο κτήμα, ή αν είμαι πολύ τυχερή, για ψώνια μαζί. Μου λείπει αυτό το "για ψώνια μαζί", αλλά επτά χρόνια τώρα κατάφεραν θαυμάσια να κάνουν την εξαίρεση συναρπαστική. Αλλιώς, στην οθόνη μου. Γράφω, διαβάζω, επικοινωνώ, δεν είμαι μόνη. Βραδιάζει λίγο-λίγο. Να ταϊσω σκυλιά και γάτες. Να ποτίσω. Να κάνω μπάνιο. Να περιμένω. Να πιούμε κρασί.  Να ρωτήσω "Θα φάς;" "Δεν πεινάω ακόμη, αργότερα" Μουρμουράω σιγανά, να μ' ακούσεις όμως. "Καλά, εσύ θα ήσουν ο πιό ευτυχισμένος άνθρωπος στον κόσμο, αν καταργούσαν τελείως το φαί..." Χαμογελάς.Να μιλήσουμε χαλαρά.
Να σ' ακούω να νευριάζεις με τις ειδήσεις. Να νευριάζεις με την ομάδα μας. Να ψάχνεις τις συγκεκριμένες ιστοσελίδες σου. Να κάνεις όνειρα. Να σε προσγειώνω. Να κάνω όνειρα, να χαμογελάς. Μετά κλειδώνουμε πόρτες. Οχι, αυτό δεν γινόταν επτά χρόνια τώρα. Μόνο μετά, που μας έκλεψαν. Θα γίνεται , στα επόμενα επτά χρόνια οπωσδήποτε. Ταινία. Μαζί.  Η, σκέτη τηλεόραση. Οι γάτες παίρνουν θέση για ύπνο. Φιλί, χάδι, αγκαλιά. Ηχοι βραδινοί απ' έξω. Σκυλιά. Η Μαριγούλα που μουγκρίζει. Μπουμπουνίζει πολύ, όταν βρέχει. Αρχισα λίγο να φοβάμαι. Αλλιώς, κουκουβάγιες που τσακώνονται, ή κλαίνε, ή ερωτεύονται. Και γρύλοι. Και φύλλα που θροϊζουν όταν φυσάει.
"Θα γυρίσεις "κουταλάκι" να κοιμηθούμε;"
Γυρίζω. Η "ασφάλεια" κοιμάται ακουμπισμένη στη πλάτη μου. Επτά χρόνια τώρα. Χτίζω τη ρουτίνα μου. Και τρέμω μη τη χάσω...

18 Σεπ 2009

Σε μεγέθυνση


Μεγεθυντικός καθρέφτης, το εργαλείο βασανισμού.
Αρχίζοντας απο πάνω προς τα κάτω διακρίνω τα εξής:
Δύο μικρές κάθετες και ολοκαίνουργιες, πάνω απο κάθε φρύδι....

Οι θυμοί μου.

Δυό οριζόντιες, ελαφρά καμπυλωτές πρός τα πάνω και με έντονα αυξητικές τάσεις, στις γωνίες των ματιών...

Τα χαμόγελά μου.

Μιά οριζόντια, ελαφρά καμπυλωτή προς τα κάτω και απειλητικά έντονη, στο στενό μέρος της μύτης, ανάμεσα στα μάτια.

Οι θλίψεις μου.

Οι παλιές και γνώριμες φιλενάδες, στη βάση των παρειών, αυτές που πλαισιώνουν τα κενά μεταξύ μύτης και στόματος ντέ, οι "έκφρασης" που λέμε, έντονες μιά ζωή, έφτιαξαν και προέκταση, δυό μικρούλες και πεταχτές (πρός τα έξω).

Τα γέλια μου.

Λίγο πιό έντονες αυτές που ξεκινούν απο τίς άκρες των χειλιών (των κάτω), η δεξιά, εντονότερη απο την αριστερή (τί διάολο;).

Οι πίκρες μου.

Απειρες και σταθερά διακριτικές, αυτές, πάνω απο το άνω χείλος.

Το τσιγάρο μου μέσα....

Οι πρώτες πανάδες....

Τα καλοκαίρια μου.

Τα χείλη λέπτυναν...

Ας μιλώ λιγότερο πιά...

Τα μάτια βάθυναν...

Πρός τα μέσα προσπαθούν να κοιτούν.....


Το βλέμμα, πάντα υγρό...


Τί καλά! Δεν αφυδατώνεται η ψυχή μου!




16 Σεπ 2009

Violence




Πάντα με τρόμαζε πολύ η αγριότητα των ανθρώπων.


Η αγριότητα των ανθρώπων όμως, ειδικά πάνω σε παιδιά και ζώα με απελπίζει...


Το τελευταίο περιστατικό, που το πληροφορήθηκα αρχικά απο το μπλόγκ του Πατσουριού, μ' έκανε να βλέπω εφιάλτες στον ύπνο μου δυό νύχτες τώρα.


Μιλάω για το άτυχο σκυλάκι που τού έκοψε τ' αυτιά με το προβατοψάλιδο και χωρίς νάρκωση φυσικά, ο κρετίνος ιδιοκτήτης του, επιδεικνύοντας τη "μαγκιά" του με φωτογραφίες του αιμόφυρτου ζώου στο ιντερνετ, και με δηλώσεις πως το επόμενό του βήμα θα είναι "να φάει ο σκύλος τα μπαλίδια του", να τον πυροβολήσει προφανώς με αεροβόλο, έτσι, απλά γιατί "σκύλος είναι, δε παθαίνει τίποτα ορέ" ...


Ευτυχώς που το ατροφικό έως κι' ανύπαρκτο μυαλό του, δεν ήταν σε θέση να υπολογίσει ότι οι φωτογραφίες στο Facebook και οι "περήφανες" δηλώσεις ήταν λόγος επαρκής να κινητοποιηθούν φιλοζωϊκές οργανώσεις στην Κρήτη και να παραπεμφθεί το θέμα στον Εισαγγελέα, απ' όπου και θέλω να ελπίζω ότι θα πάρει το δρόμο του...


Δεν θέλω ν' αναλύσω τέτοιες συμπεριφορές, δεν είμαι σε θέση να τις αναλύσω γιατί η λογική μου είναι παντελώς ανίκανη να συλλάβει την ίδια τη λογική που υπαγορεύει τέτοιες πράξεις..


Οπότε θα μιλήσω και πάλι με συναίσθημα. Και το συναίσθημά μου είναι κακοποιημένο αυτή τη στιγμή. Και το κακοποιημένο συναίσθημα βγάζει οργή. Κι' επειδή χορταίνουμε απο οργή στην απλή καθημερινότητά μας, προτιμώ να την αφήνω έξω απο τούτο εδώ το μπλόγκ....


Προσπαθώ να σκέφτομαι με πικρία, πως άνθρωποι και ζώα, έχουν όλοι τις ίδιες πιθανότητες να είναι θύματα κακοποίησης και τις ίδιες επίσης πιθανότητες να ζήσουν με αγάπη και ασφάλεια...


Ξέρω πως δεν θα λείψουνε ποτέ οι διεστραμένες κι' άρωστες ψυχές που δηλώνουν την ύπαρξή τους εξουσιάζοντας τούς πιό αδύναμους κι' ανήμπορους απ' αυτούς...


Οπως ξέρω, πως υπάρχουν ευτυχώς, άνθρωποι που νοιάζονται και συμπονούν και σέβονται το κάθε δημιούργημα της φύσης, είτε έχει δύο πόδια, είτε τέσσερα, είτε φτερά, είτε πτερύγια....


Οπως αυτοί, στην περιοχή της Αττικής Οδού, στην έξοδο προς τα Βριλήσσια...


Οπου ένας καημένος πελαργός, νεαρό πουλί στην ηλικία, και που προφανώς έχασε την φωλιά του και ίσως την οικογένειά του στις φωτιές της Ανατολικής Αττικής, ήρθε κι' εγκαταστάθηκε πάνω σε μιά κολώνα φωτισμού, κι' εδώ και μέρες προσπαθεί να ανιχνεύσει τις κατάλληλες συνθήκες για να εγκατασταθεί. Είναι φιλικός πρός τους κατοίκους, που τον πλησιάζουν μέχρι την απόσταση του ενός μέτρου περίπου, τον ταϊζουν και έχουν όλη τη καλή διάθεση να του παρέχουν ασφάλεια και προστασία μέσα στη μοναξιά του, στην άγνοιά του, στο βίαιο ξερίζωμά του απο το "σπίτι" του...


Ναί, ευτυχώς υπάρχουν κι' αυτοί οι άνθρωποι. Η "άλλη" πλευρά της ανθρώπινης φύσης...


Και τις φορές που απελπίζομαι απο άρρωστες συμπεριφορές , αγκαλιάζω τα σκυλιά μου τρυφερά, τα κοιτάω μές στα μάτια και "διαβάζω" εμπιστοσύνη, αφοσίωση, αγάπη και αθωότητα... Και ξαλαφρώνω λίγο.


Και προσπαθώ να πάρω απόφαση πως πάντα κάποιοι ανισσόροποι θα κρατάν τις ισορροπίες μεταξύ "τυχερών" και "άτυχων", ανθρώπων και ζώων. Τουλάχιστον δεν είναι οι περισσότεροι...


Ο Μήτσος μου και η Μαριγούλα δεν γεννήθηκαν κάτω απο τις ιδανικές συνθήκες. Τον Μήτσο, τον πήραμε κουτάβι ενός μηνός, απο έναν αμφίβολων ζωοφιλικών αισθημάτων ιδιοκτήτη των γονέων του, μιάς λυκοσκυλίνας κι' ενός ντοπερμαν. Μάλλον, γλύτωσε!


Τη Μαριγούλα, τη μάζεψε ο γυός του άντρα μου απο το δρόμο που περιπλανιότανε κουταβάκι κι' αυτό, ανάμεσα σ' αυτοκίνητα κι' ανθρώπους που οι περισσότεροι πιστεύουν πως ακόμα και τα κουτάβια "τρώνε ανθρώπους"! Η απο αυτοκίνητο θα πήγαινε, ή απο κλωτσιά....


Ευτυχώς "έπεσαν" σε μάς. Θα μπορούσαν να έχουν την απίστευτη "τύχη" να πέσουν σε γύφτους που τα χρησιμοποιούν για να μαζεύουν σκαντζόχοιρους (ναί, άν δεν το ξέρετε, οι γύφτοι τρελλαίνονται για το κρέας των σκαντζόχοιρων-άλλα κακόμοιρα και πολύπαθα ζωντανά-).


Ο Μήτσος και η Μαριγούλα στάθηκαν τυχερά ζώα. Ο Μήτσος έχει διαγνωσμένο καλαζάρ εδώ και δύο χρόνια. Αν ήταν αδέσποτος, θα είχε πεθάνει. Αν είχε παραμείνει στον προηγούμενο ιδιοκτήτη στην καλύτερη θα του είχε γίνει ευθανασία, στην χειρότερη και πιό πιθανή, θα είχε εγκαταλειφθεί στη τύχη του, να υποστεί ένα θάνατο αργό. Τώρα, χαπακώνεται δυό φορές τη μέρα, κάθεται υπάκουα κι' ανοίγει το στόμα να μπεί το χάπι βαθειά στο λαιμό του, και καμιά φορά μάλιστα, άν τύχει και του πέσει, το μαζεύει και το μασάει μόνος του, ο γλυκός μου! Και είναι προς το παρόν μιά χαρά, γεμάτος ενέργεια και σκυλίσιο ενδιαφέρον για τη ζωή. Η οποία του "κλήρωσε" ένα καλό κομάτι. Ακόμα κι' αν κάποια στιγμή αρρωστήσει και πεθάνει, θα έχει ζήσει ευτυχισμένος! Αυτό το κακόμοιρο σκυλάκι, το πιτ-μπούλ με τα κατακρεουργημένα αυτιά και τη βάναυση συμπεριφορά του κομπλεξικού ιδιοκτήτη του, θα μπορέσει ποτέ να εμπιστευτεί τούς ανθρώπους; Δεν ξέρω... Διαβάζοντας τα τρομαγμένα μάτια του, φοβάμαι πως όχι... Του "κλήρωσε" κακό κομάτι στην αρχή της ζωής του....


Και το χειρότερο είναι πως οι βάναυσες συμπεριφορές των ανθρώπων, κυοφορούνται μέσα τους απο πολύ νωρίς, εκεί εδραιώνονται και θεριεύουν με τις κατάλληλες συνθήκες, γίνονται τρόπος ζωής και -λυπάμαι που το λέω- δεν πιστεύω πως αλλάζουνε ποτέ. Ακόμα και με τιμωρία. Σε κάθε στιγμή τής μίζερης ζωής τους, άνθρωποι σαν τον Γιάννη Καντίρο, θα βρίσκουν την ευκαιρία να διοχετεύουν το μίσος τους για τούς ανθρώπους, στα πιό αδύναμα απ' αυτούς πλάσματα.


Γιατί, μη μου πείτε πως πιστεύετε το γνωστό σλόγκαν: " κοίτα ν'αγαπήσεις πρώτα τούς ανθρώπους και μετά ασχολήσου με τα ζώα"!


Ο άνθρωπος που μπορεί να βασανίζει, στερείται παντελώς και του τελευταίου ψήγματος αγάπης για οποιονδήποτε. Ακόμα και του ίδιου του του εαυτού!


Για να μπορείς να προκαλείς συνειδητά πόνο σ' ένα παιδί ή σ' ένα ζώο, σημαίνει ότι δεν συμπονείς. Κι' όπου δεν υπάρχει συμπόνια, δεν υπάρχει συναίσθημα.


Και η αγάπη είναι μόνο συναίσθημα...


Υ.Γ. Δεν έχω όρεξη ν' αλλάξω μουσική σ΄αυτή την ανάρτηση. Το Violence της πάει κουτί!

8 Σεπ 2009

Better of dead...








Τραβάω τη καρέκλα κοντά στο πληκτρολόγιο. Αδικα περιμένω τόσες μέρες το γνώριμο τρέμουλο στα δάχτυλα όταν νοιώθω ότι πρέπει να γράψω. Διατελώ σε εγκεφαλική άπνοια.Οχι, άνοια, ευτυχώς. Κάτι, σαν ανώφελη αναμονή. Σαν ν' αφήνω το τηλέφωνο να χτυπάει σ' ένα νούμερο που ο κάτοχός του απουσιάζει. Και το ξέρω. Ο ορίζοντας γύρω μου είναι το μόνο πράγμα που αλλάζει δραματικά σ' αυτή τη χώρα. Φοράει το μόνο γκρί που αγαπώ, αυτό με την υπόσχεση της βροχής μέσα του, και είναι η μόνη υπόσχεση που λαμβάνω σοβαρά υπ' όψιν εδώ και χρόνια.

"Πώς ήταν η Ανάφη;"

Η Ανάφη ήταν μιά ανάσα γνησιότητας και ανεπιτήδευσης. Ηταν το σπίτι μας, που κουβαλήσαμε κι' εναποθέσαμε με αγάπη μεσοπέλαγα. Ηταν ο εαυτός μας γυμνός πάνω στην άμμο, χωρίς να έχει τίποτα να κρύψει, χωρίς να έχει τίποτα να επιδείξει. Η Ανάφη ήταν το χάδι πάνω σ' ένα κουρασμένο κορμί, χάδι τραχύ και άπειρο, τόσο πολύτιμο ωστόσο αφού δεν ξέρει να ζητήσει ανταμοιβή. Μα η Ανάφη μένει πίσω. Δέκα ώρες μακριά απ' τον Πειραιά. Αδιαφορεί για τις ανώφελες αναμονές και για τις αναπάντητες κλήσεις. Φοράει το σάλι στούς ώμους της, στέκει ορθή στούς βοριάδες και χαμογελάει με ικανοποίηση που οι αντένες της δεν πιάνουν τα κανάλια όταν φυσάει πάνω απο 6 μποφώρ.


Να φύσαγε τουλάχιστον κι' εδώ.... Να σάρωνε καλώδια και ξύλινες κολώνες. Νά'κανε παραμάζωμα τις ελπίδες, να τις σκόρπαγε κάπου μακριά, σε χώρες που οι άνθρωποι δεν έχουν κουραστεί να περιμένουν, όπου φυτρώνει ακόμα ο σπόρος της αλήθειας, όπου χαράζονται ακόμα χαμόγελα χωρίς πικρία στα χείλη, οπουδήποτε οι κλήσεις δεν μένουν αναπάντητες, οπουδήποτε επιτρέπεται ακόμα να ονειρεύεσαι, εκεί που υπάρχει λόγος σοβαρός για να ξυπνάς κάθε πρωί, εκεί που δεν ζούν απο συνήθεια και δεν πεθαίνουν φοβισμένοι.


Ακόμα κι' αυτή την έκπληξη του πρώϊμου φθινόπωρου, δεν τη πολυπιστεύω. Σιχαίνομαι τα ξεφτισμένα καλοκαίρια που σέρνουν την υγρή τους ζέστη μέχρι το τέλος του Σεπτέμβρη σα να βαριούνται ν' αλλάξουνε το σκηνικό, αλλά φοβάμαι πως οι Σεπτέμβρηδες χαλάσανε κι' αυτοί, βγαίνουνε στα παράθυρα και υπόσχονται φθινόπωρα αληθινά και μόλις η επιδερμίδα ανατριχιάσει με τη πρώτη ψύχρα, μόλις το πρώτο ζακετάκι αποβάλλει τη μυρωδιά της κλεισούρας, θα ενδυθούν τα ψεύτικα καλοκαιρινά τους χαμόγελα που θα σβύνουν άδοξα κάθε δειλινό, όλο και νωρίτερα, όλο και ψυχρότερα.


Eντωμεταξύ, η ντεμί-σαιζόν ζωή γύρω μου διατηρεί στην θαλασσινή άλμη τις καλοκαιριάτικες εικόνες μου που ούτε αυτή η πρώτη φθινοπωρινή νεροποντή δεν κατάφερε να τις ξεπλύνει, με κρατάει πεισματικά σε κατάσταση ανώφελης αναμονής και βάφει με ήλιο Αυγουστιάτικο τις σκοτεινές πτυχές της ψυχής μου. Περιμένω καταιγίδες λυτρωτικές, να με σπρώξουν ένα βήμα μπροστά, να ξεκολλήσω απο το ντεμί κι' άς φτάσω το χείριστο. Να ξεριζώσει ο αέρας το γαλάζιο απ' τα μάτια μου, ν' αλλάξω χρώμα, ν' αλλάξω δέρμα. Να ατροφήσουν οι ελπίδες , σε χειμερία νάρκη να περιπέσουν μ' ένα στρώμα παχύ απο φύλλα πάνω τους, να χάσω το δρόμο, να μη τίς ξαναβρώ. Να φύγουνε.... Νά πάν αλλού....


Αν δεν υπάρχουν ελπίδες να ταίζω, δεν θα φοβάμαι πως θ' απελπιστώ.


Παρ' όλα αυτά, μη με πιστεύετε!


Κάποιος ζύμωσε το θυμικό μου με χώμα. Κι'αυτό το γαμημένο, ποτέ δεν παύει να περιμένει τη βροχή....