28 Δεκ 2008

Ευχή!







Αγαπημένοι μου,



Για λίγες μέρες θα λείψω.



Στα όμορφα χωριά της νοτιοδυτικής Γαλλίας.



Brantome, Bergerac, Saint Laurent des Vignes, Perigeaux.



Ελπίζω, να φέρω ομορφιές στις βαλίτσες μου όταν γυρίσω.



Και προπαντός, να τις μοιραστώ μαζί σας...



Εύχομαι σ' όλους, να μην κουραστείτε να εύχεστε, να μην κουραστείτε να πιστεύετε ότι εύχεστε, να μην κουραστείτε ποτέ να ελπίζετε στην πραγματοποίηση των ευχών...



Σαν τα παιδάκια.



Ευχηθείτε μου το ίδιο!



Ευχαριστώ!



Το βράδυ της Πρωτοχρονιάς, ένα κομάτι της σκέψης μου θα είναι κοντά σας.



Και θα ταξιδέψει μές στο κρύο για να σας συναντήσει.



Μακάρι να σας βρεί χαμογελαστούς, χαρούμενους, κι' αισιόδοξους...



Καλή Χρονιά!

23 Δεκ 2008

Παυσίλυπον!

Πρώτα, μάζεψα τις ελιές μου!







Μοσχομύρισε ο πράσινος χρυσός μέσα στη λίμπα. Και η κούραση έφυγε μεμιάς! Παυσίλυπον!




Εκοψα πορτοκάλια απο το κτήμα μας. Και λεμόνια.




Τα πορτοκάλια αρωματίσαν υπέροχα τα μελομακάρονά μου. Παυσίλυπον!






Και μετά, έβγαλα όλο το καρακιτσαριό που φυλάω σαν θησαυρό πολύτιμο στην αποθήκη μου



και στόλισα Δέντρο. Και σπίτι. Παυσίλυπον!





Και απο σήμερα περιμένω λεπτό με λεπτό τον Αη-Βασίλη, που θα μου φέρει τα πολυτιμότερα δώρα του κόσμου στο σπίτι. Τους γυιούς μου! Παυσίλυπον!


Αγαπημένοι μου :


Αγρικουλτούρα, Βasdiction, Αγγελε Σπύρου,Carpe diem, Aesthete soleil, Ακανόνιστη,Αλλε, Ανεπίδοτη, Σίλια, Wilma, Αποτέτοιε, Νεράϊδα της βροχής, So Far, Beth, Αλεξάνδρα, Κατερίνα, Leviathan, Ιρλανδέ, Λιμανάκι, Ευοί, glorificus and bardus, I live 2 love me, Marianaonice, Μαριλένα, Spy, Talisker, Λεοντόκαρδε, Theo κηπουρέ, Darthir, Cinderella, Albus Genius, Γλαρένια, Ολα θα πάνε καλά, Πατσιούρι, Lockheart, Jacki, Roadartist, Σωτήρη Κ., Elf, Ν. Λιολιόπουλε, Αγγαλιά του φεγγαριού, Faraona, Madame de la luna, Καραφλοκότσυφα, Χνούδι, Ροδούλα-Κέλλυ, Anima, Hλία Κοντολάμπρε, Φλεγόμενε, JK in your life, Masterpcm.

Καλά παυσίλυπα Χριστούγεννα!

17 Δεκ 2008

"Φεύγω", χωρίς να φεύγω.

Οταν ο λόγος "βρωμίζεται" απ' το ψέμμα.
Οταν οι έννοιες ενδύονται με υποκρισία.
Οταν η ελπίδα θάβεται κάτω απο τόννους λάσπης.
Προσπαθείς ν' "ακούσεις" φωνές καθάριες.
Κλείνεις τα μάτια.
Και παρασύρεσαι σε όνειρα μουσικά...


Σας ευχαριστώ πολύ που ανέχεστε την σιωπή μου....
Η "παρουσία" σας μου είναι πολύτιμη!

13 Δεκ 2008

Σςςςςςςςς!


Μόνο λίγο χρόνο ακόμα....

Προσπαθώ να ξεχάσω όλ' αυτά που πρέπει να θυμάμαι....

8 Δεκ 2008

ΩΣ ΠΟΤΕ;


ΘΛΙΨΗ.

ΟΡΓΗ.

ΑΗΔΙΑ.

ΑΠΟΓΟΗΤΕΥΣΗ.

ΑΔΙΕΞΟΔΟ.

ΠΕΘΑΙΝΟΥΜΕ;

ΣΑΠΙΖΟΥΜΕ;

ΑΝΕΧΟΜΑΣΤΕ;

ΩΣ ΠΟΤΕ;


4 Δεκ 2008

Η τελευταία σπιτική μαρμελάδα στον κόσμο.







Η γιαγιά Ακκα μάζεψε τα τελευταία κυδώνια απ' τα δέντρα του κήπου της, τοποθέτησε το δέκατο τσουβάλι στο μισοξεχαρβαλωμένο καροτσάκι της και με κόπο κατάφερε να το κυλίσει μέχρι το σπίτι.




Κοντοστάθηκε, αναμετρήθηκε με το βάρος τους σκεπτική αλλά αποφασισμένη και ανασηκώνοντας τα μανίκια τράβηξε το πρώτο με μιά κίνηση σχεδόν αιφνιδιαστική και σίγουρη, κίνηση που δεν επέτρεπε την παραμικρή αντίσταση εκ μέρους του. Τό έσυρε μέχρι το κεφαλόσκαλο της κουζίνας και σαν πρόσχημα να πάρει μιά ανάσα, έχωσε αργά μιά τούφα λευκή που ξέφευγε απ' το μαντήλι που κρατούσε τα μαλιά της δεμένα.




Με σύντομους αναστεναγμούς επανέλαβε τις ίδιες κινήσεις και για το δεύτερο τσουβάλι. Κάποια κυδώνια κύλισαν έξω, τα μάζεψε βιαστικά και συνέχισε. Μέσα σε 15 λεπτά είχε ακουμπήσει όλα τα τσουβάλια στο κεφαλόσκαλο. Ενοιωθε τα πόδια της να τρέμουν, τα χέρια της πονούσαν απ' τους ώμους και μές στο στήθος της η καρδιά φτερούγιζε άτακτα, σχεδόν απεγνωσμένα. Η γιαγιά Ακκα όμως, οδηγημένη σαν απο μιά μυστική επιταγή, δεν κάθησε παρά μόνο τη στιγμή που και το τελευταίο τσουβάλι με κυδώνια βρισκόταν πιά ακουμπισμένο στο πάτωμα της κουζίνας της.Τα μέτρησε με βλέμμα κουρασμένο, αλλά συγχρόνως σίγουρο και ευχαριστημένο, σα να ζύγιζε τις δυνάμεις της απέναντι στον εχθρό.




Και ανασκουμπώθηκε.






Δύο ολόκληρες εβδομάδες η γιαγιά Ακκα καθάριζε κυδώνια, τα τοποθετούσε δέκα-δέκα στη τεράστια τσίγγινη κατσαρόλα που είχε για να βράζει τα χόρτα της και σαν να εκτελούσε ιεροτελεστία, ανακάτευε με τη ξύλινη κουτάλα της τα ψιλοκομμένα κομμάτια μέ χρι να γίνουνε πολτός με χρώμα κίτρινο βαθύ, σχεδόν πορτοκαλί και λείο, βελούδινο στην όψι.



Οση ώρα ανακάτευε, το βλέμμα της λές και πέρναγε μέσα απ' το πολτό κι' έφτανε στο πάτο της κατσαρόλας, λες κι' ανακατευόταν κι' αυτό μαζί με τα κυδώνια, και σιγόβραζε ευωδιαστά, κι' οι σκέψεις της γινόνταν ένα με τη ζάχαρη κι' αναλιγώνανε γλυκά, αλάφραιναν λιγάκι και με ηχηρά "πλόμπ-πλόμπ-πλόμπ" έβγαιναν στην επιφάνεια της μαρμελάδας κι' έσβυναν.



Το σπίτι όλο μύριζε κυδώνι. Ούτε τις νύχτες έφευγε αυτή η μυρωδιά και η γιαγιά Ακκα κοιμόταν ευτυχισμένη σχεδόν, βουτηγμένη στο άρωμα των κυδωνιών, στο τελευταίο άρωμα που ήξερε ότι θα γευτεί στη μακρόχρονη ζωή της.



Την Κυριακή, τη τελευταία μέρα της δεύτερης εβδομάδας, η γιαγιά Ακκα έκλεισε πολύ προσεκτικά και το εκατοστό βάζο μαρμελάδας κυδώνι. Βεβαιώθηκε ότι τα πώματα είχαν σφραγίσει το περιεχόμενο αεροστεγώς, καθάρισε τη κατσαρόλα με άφθονο νερό και σαπούνι και σκούπισε επιτέλους την κουζίνα που σε κάθε βήμα έκανε "χρίτς-χρίτς" απο τις ζάχαρες που είχαν ξεφύγει στα πλακάκια. Τίναξε τις παντόφλες της που έτριζαν κι' αυτές, σφουγγάρισε καλά-καλά όλο το σπίτι και ξάπλωσε στο κρεβάτι της για να πεθάνει.



Η Κυδωνία, η πατρίδα της γιαγιάς Ακκα, ζούσε τις τελευταίες μέρες της ανεξαρτησίας της. Η Βασίλισσα-Χώρα, η Αξιλάνδη, είχε αποστείλει το τελευταίο και οριστικό της τελεσίγραφο προς το μικρό κράτος, εδώ και 17 ημέρες. Αν η Κυδωνία δεν δεχόταν την προσάρτησή της στη Βασίλισσα-Χώρα, οι στρατιωτικές Δυνάμεις της Αξιλάνδης θα χτυπούσαν ανηλεώς την Κυδωνία με τοξικά αέρια που θα εξαφάνιζαν σταδιακά και αμετάκλητα όλη την πλούσια χλωρίδα της και σε δεύτερο στάδιο τ' αεροπλάνα της Υπερδύναμης θα βομβαρδίζαν τους κατοίκους της με καταστροφικούς θανατηφόρους ιούς. Η κυβέρνηση της Βασίλισσας-Χώρας είχε δώσει περιθώριο στον πρωθυπουργό Ραμίντ 20 μέρες για να δεχτεί την προσάρτηση, ή να εκκενώσει τη χώρα χωρίς αντίσταση. Σε διάγγελμά του προς τον λαό της Κυδωνίας, ο πρωθυπουργός δήλωσε την απόφασή του να παραμείνει και να πεθάνει εκεί που γεννήθηκε και διακυβέρνησε επί τόσα χρόνια, και παραχώρησε στον λαό του την ελευθερία της βούλησης να πράξει κατά συνείδηση. Χιλιάδες άνθρωποι κλείδωσαν τα σπίτια τους και με ότι μέσον διέθεταν αποχωρίστηκαν τις εύφορες πεδιάδες της Κυδωνίας, με κατεύθυνση το πουθενά, μιάς και όλες σχεδόν οι γειτονικές χώρες είχαν ήδη προσαρτηθεί στην Αξιλάνδη. Οσοι απέμειναν εκεί, είχαν αποδεχθεί μοιρολατρικά το γεγονός ότι θα τελείωναν την ζωή τους στο μέρος που την ξεκίνησαν, και κάποιοι άλλοι, λιγότεροι σε αναλογία, έσπευσαν να υπογράψουν εγκαίρως δήλωση ότι αποδέχονται ώς κυβερνών κράτος την Αξιλάνδη, με άγνωστη προοπτική διαμονής, εργασίας και επιβίωσης.


Η γιαγιά Ακκα, ξαπλωμένη στο κρεβάτι της, άκουγε σχεδόν αδιάφορα και νηφάλια, τα ρεπορτάζ για την ομαδική φυγή των ανθρώπων και τις γεμάτες αλαζονεία και έπαρση δηλώσεις των κυβερνητικών εκπροσώπων της Βασίλισσας-Χώρας και το μυαλό της μισοναρκωμένο και γαλήνιο προετοίμαζε τα τελευταία της λόγια. Ενα αχνό χαμόγελο είχε χαραχτεί στα σουφρωμένα λεπτά της χείλη καθώς οραματιζόταν ολοζώντανα τα πρόσωπα των δικών της, αυτών που σε λίγο θάρχονταν να την πάρουν-έτσι νόμιζαν τουλάχιστον- μακριά απ' την Κυδωνία, την αγαπημένη της χώρα, για κάπου, που δεν ήξερε πού, κάπου που δεν την ένοιαζε πιά,για κάπου που δεν σκόπευε να πάει ποτέ.


Με κόπο ανασηκώθηκε για λίγο, τράβηξε αργά το μαντήλι απ' το κεφάλι της και τα κατάλευκα μαλιά της πλαισίωσαν με αγάπη τις ρυτίδες της. Στερέωσε τη πλάτη της στα μαξιλάρια, άνοιξε το συρτάρι του κομοδίνου της, πήρε ένα απ' τα επιστολόχαρτα που είχε τακτικά φυλαγμένα εκεί, πήρε μολύβι, κι' άρχισε να γράφει:


"Aγαπημένε μου γυιέ Αγκουν,


Σου γράφω δυό λόγια βιαστικά γιατί σε λίγο θα πεθάνω, πράγμα το οποίο και επιθυμώ με όλη μου την καρδιά. Θέλω να ξέρεις κι' εσύ και η γυναίκα σου, η καλή μου η Φιέρα, καθώς και τα πολυαγαπημένα μου εγγόνια, ο Αμαντ και ο Λαντίρ, πως η ζωή μου όλη πέρασε ειρηνικά κι' ευτυχισμένα και το ίδιο ειρηνικά κι' ευτυχισμένα διαλέγω να εγκαταλείψω τον κόσμο αυτό. Η Κυδωνία μου χάρισε τη χαρά να ζώ απο τα δέντρα μου και τους καρπούς τους. Δεν μπορώ να φανταστώ τη ζωή μου μέσα σε πόλεις βιομηχανικές, δεν μπορώ να ξυπνάω και ν΄αντικρίζω μόνο τσιμέντο και γυαλί, δεν μπορώ να ανήκω σ' ένα κόσμο τεχνητό που δεν θα ευωδιάζει σαν τα κυδώνια μου, ούτε θα μου επιτρέπει να παρακολουθώ την ωρίμανσή τους. Δεν αντέχω να δώ τα δέντρα μου να κόβονται, δεν μπορώ να δεχτώ ότι θα τρέφομαι απο πλαστικά σακουλάκια τροφές χωρίς άρωμα, χωρίς γεύση, χωρίς ταυτότητα.


Κι' ετσι αποφάσισα και να με συγχωρέσετε άν σας στεναχωρώ, πως εδώ θ'αφήσω το σώμα μου για πάντα κι' ένα κομμάτι της ζωής και της ψυχής μου θα το κρατήσετε εσείς, σαν διαθήκη, σαν κληρονομιά, κλεισμένο μέσα σε εκατό γυάλινα βάζα που θα βρείτε αραδιασμένα στη κουζίνα. Είναι βάζα με μαρμελάδα κυδώνι, η τελευταία ίσως σπιτική μαρμελάδα στον κόσμο, και για τον λόγο ετούτο, σας παρακαλώ να φροντίσετε να φτάσει κάποιο απ' τα βάζα αυτά και στα δισέγγονά μου, να ξέρουνε κι' αυτά πώς μυρίζαν τα κυδώνια της Κυδωνίας, πώς μυρίζανε τα δέντρα της προγιαγιάς τους.


Να τρώτε έστω και κρυφά λίγη απ' αυτή τη τελευταία σπιτική μαρμελάδα στο κόσμο, γιατί εγώ, δυστυχώς, άλλο τρόπο δεν ξέρω για να πολεμήσω τα τέρατα που μας αλλώνουν, παρα μονάχα να σας κληροδοτήσω μιάν ανάμνηση πολύτιμη κλεισμένη μές στα βάζα, να σας βοηθήσω έτσι λίγο, να μη ξεχάσετε ποτέ τη Κυδωνία, να μη ξεχάσετε ποτέ την αληθινή ζωή.


Σας φιλώ πολύ-πολύ όλους. Και σας αγαπώ.


Η μητέρα και γιαγιά σας Ακκα.


Η γιαγιά Ακκα τοποθέτησε προσεκτικά το επιστολόχαρτο στο κομοδίνο. Πήρε το μαντήλι που φόραγε πριν λίγο στα μαλιά και τόπλεξε ανάμεσα στα δάχτυλά της. Σαν κομποσκοίνι. Στήλωσε τα μάτια της στο ταβάνι, ένα αχνό χαμόγελο διαγράφηκε στα χείλη της κι' ένα μικρούλι δάκρυ ξέφυγε απο τα βλέφαρά της αργά-αργά και κατέληξε στη ρίζα του αυτιού. Γύρισε πλευρό προς τον τοίχο, αναστέναξε ελαφρά και άφησε την ψυχή της να πετάξει ανάλαφρα προς τον κυδωνόκηπο της. Πήγε και κούρνιασε πάνω στα κλαδιά της τελευταίας και πιό απομακρισμένης κυδωνιάς, βολεύτηκε εκεί θαυμάσια και μές στη δροσιά του φθινοπωρινού απογεύματος απόλαυσε τον πιό ειρηνικό κι' ευωδιαστό θάνατο που έχει ποτέ αξιωθεί άνθρωπος σ' αυτή τη γή.


Και η ψυχή όμως της Κυδωνίας, ταξίδεψε εκατοντάδες, χιλιάδες μίλια μακριά, κλεισμένη αεροστεγώς μέσα σε εκατό γυάλινα βάζα και για δέκα τουλάχιστον χρόνια, περέμεινε ζωντανή κι' αρωματισμένη με τη ξινή κι' αέρινη ευωδιά των κυδωνιών, κατάφερνε δέ μάλιστα, να φέρνει δάκρυα στα μάτια σε κάποιους αυτοεξόριστους πολίτες της αλλωμένης χώρας κάθε φορά που αλοίφαν μαρμελάδα το υβριδικό ψωμί τους και πάνω απ' όλα, κατάφερε να διατηρήσει τη μνήμη της αληθινής γεύσης, σαν τη μόνη και αποτελεσματική αντίσταση στη συνήθεια, στη μετάλλαξη, στη λήθη...


Ενα μόνο βάζο παρέμεινε κλειστό για πάντα. Ο Λαντίρ, ο εγγονός, του κόλλησε μιά ιδιόχειρη ετικέττα που έγραφε: "Η μαρμελάδα κυδώνι της γιαγιάς Ακκα. Η τελευταία σπιτική μαρμελάδα στο κόσμο"


Κι' οταν απόκτησε παιδιά, κάποιες φορές, τις κρύες νύχτες του χειμώνα εκεί στη Νέα Χώρα, που ήταν πιά η νέα τους πατρίδα, τα φώναζε κοντά του, άνοιγε με κινήσεις πολύ προσεκτικές το παμπάλαιο βάζο, και τους έλεγε συγκινημένος: "Νά, μυρίστε εδώ, να καταλάβετε περίπου, πώς μύριζε η πατρίδα μας η Κυδωνία, πριν απο πολλά, πολλά χρόνια". Και δάκρυζε, γιατί κυδώνι μύρίζανε πάντα και τα χέρια της γιαγιάς της Ακκα, και το σπίτι της ολόκληρο, και τα ρούχα της ακόμα!


Αντιθέτως όμως, η γιαγιά Ακκα χαμογελούσε θριαμβευτικά! Χρόνια και χρόνια τώρα, κατάφερνε συχνά περίτρανες νίκες ενάντια στον Εχθρό. Νίκες που μύριζαν αληθινό κυδώνι!

















28 Νοε 2008

Η δικιά μου Νέα Υόρκη











Τηγανίζω μπακαλιαράκια Κορινθιακού και το μυαλό ταξιδεύει στον Ατλαντικό.





Αγναντεύει το βλέμμα μου απο το μαγικό παράθυρο της κουζίνας ελιές και κυπαρίσια, αλλά αυτό που βλέπει τελικά δεν είναι ελιές, δεν είναι κυπαρίσια, είναι δέντρα μεγάλα χωρίς όνομα, ανήκουν στους δρόμους και στους ανθρώπους που γεμίζουν τους δρόμους, δεν τους χρειάζεται το όνομα, κανείς δεν τα ρωτάει πώς τα λένε, είναι μόνο δέντρα, κι' αντί για φύλλα ντύνονται λαμπιόνια, χιλιάδες λαμπιόνια λευκά και κίτρινα, λές κι' υπάρχουν για να καρποφορούν φώς εορταστικό κάθε χρόνο, τέτοια εποχή.





Η Νέα Υόρκη τα Χριστούγεννα δημιουργεί Χριστούγεννα. Τα επιβάλλει. Και το κραυγάζει. Και το πιστεύει.





Η Νέα Υόρκη μεταμορφώνει τον καταναλωτισμό των κατοίκων της σε χριστουγενιάτικο πανηγύρι, και δεν αφήνει κανέναν να αναρωτηθεί πώς γίνεται αυτό. Ετσι είναι η Νέα Υόρκη. Υποδέχεται με τον ίδιο ενθουσιασμό σχιστομάτες και ροδομάγουλους Τεξανούς. Βάζει σε πειρασμό τουρίστες Ευρωπαίους και απερίγραπτες χρωματιστές γιαγιάδες απ' το Οχάϊο. Κάνει "seduced" τους Νεοϋορκέζους κι' αφήνει έκπληκτους τους Αυστραλούς γελαδάρηδες να χαζεύουν το θαύμα των Χριστουγέννων μπροστά στις βιτρίνες του Macy's. Η Νέα Υόρκη καταφέρνει να μεταλλάξει ένα χάμπουργκερ στο Hard Rock Cafe' σε ένα delicious Christmas Eve meal!





Τα μπακαλιαράκια τσιτσιρίζουν. Κι' εγώ δεν μυρίζω τη ψαρίλα. Spare ribs μυρίζω. Και chicken wings με barbecue sauce...





Γυρίζω τα ψάρια στο τηγάνι. Να τελειώσω. Να φάμε. Να βγώ. Μιά βόλτα στη Μάντισον. Δεν έχει ώρα η Μάντισον. Η Μάντισον υπάρχει για να ζεί όλο το εικοσιτετράωρο. Το πρωί ζεί για τους εργαζόμενους. Το μεσημέρι για τους τουρίστες. Το απόγευμα για τα παιδιά. Το βράδυ γεμίζει μακριά παλτά μαύρα και φίνα κασκόλ. Γεμίζει μπότες ακριβές και γυαλιστερά ανδρικά παπούτσια Bally. Τη νύχτα γεμίζει άστεγους. Περιβεβλημένους με τους υδρατμούς απο τις "ξεθυμάστρες" του μετρό. Ξαπλώνουν στις ζεστές σχάρες και περιμένουν το Αμερικάνικο Ονειρο ν' αναδυθεί μέσα απο το συννεφάκι που τους περιβάλλει. Τα δέντρα χωρίς όνομα παίζουν περίεργα εφφέ με τα λαμπιόνια πάνω τους "υπάρχεις-δεν υπάρχεις-υπάρχεις", κι' αυτοί κοιμούνται έναν ύπνο με όνειρα ασπροκίτρινα, χριστουγεννιάτικα όνειρα απ' τα οποία οι ίδιοι απουσιάζουν.





Η Νέα Υόρκη τα Χριστούγεννα εκπορνεύεται υπέροχα στη 5η Λεωφόρο, αδιαφορώντας για το βλοσυρό βλέμμα του Αγίου Πατρικίου που αντιπαραθέτει το γοτθικό του ρυθμού του με έπαρση στις προκλητικά στολισμένες βιτρίνες του Bulgari και συνοδεύει ενίοτε με το κύμβαλο σκουφιά κατακόκκινα και πράσινα γάντια που στροβιλίζονται απαλά πάνω στα πέδιλα του πατινάζ στο μικρό παγοδρόμιο του Rockfeller Center. Στις 3 του Δεκέμβρη, οι Αμερικανοί πρόθυμα θ' αναφωνήσουν εκστασιασμένοι "Ουάου"για τα 30000 λαμπάκια που θα ξεφαντώνουν για πάνω απο ένα μήνα ξέφρενα, σφιχταγκαλιασμένα στα κλαδιά του Δέντρου τους.





Και θα χιονίζει. Σπάνια ξεχνάει η Νέα Υόρκη να παραγείλει τεράστια φορτία απο χιόνι, μπορεί πολύ, μπορεί πασπάλα, το σκούρο των παλιών όμορφων κτηρίων της απαιτεί το στολισμό του, με τις μαρκίζες και τα στέγαστρα προτεταμένα στο καιρό, σαν έτοιμα απο μήνες για να δεχτούν την ασημόσκονη που ταξιδεύει απο τον Καναδά για νάρθει και ν' αναπαυθεί εδώ, να στροβιλιστεί και να παγώσει σε σχήματα χριστουγεννιάτικων στολιδιών, λαμπιόνια κι' αυτά απο κρύσταλο και ζάχαρη άχνη.





Τα Χριστούγεννα η Νέα Υόρκη τραγουδάει τζάζ. Στα στενά του Greenwitch Village, με τα παρκάκια και τις αλέες η Billie Holiday στοιχιώνει τα τούβλα και τις πλάκες των δρόμων και συνοδεύει τη χειμωνιάτικη μουντάδα αρμονικά μέ τα βελούδα της φωνής της... Misty στο Greenwitch Village, the lady sings the blues στο Soho..... Kαι κεί, πιό πέρα, στην Canal Street, ο Ray Charles ανακατεύεται μές στο πλήθος και θυμάται τη Georgia, την γυναίκα, τη Georgia, τη πατρίδα του. Και η Νέα Υόρκη ερωτεύεται τη τζαζ τα Χριστούγεννα, και σημασία δεν έχει που τα καταστήματα τραγουδούν Χριστουγεννιάτικα τραγούδια, η Νέα Υόρκη ερωτεύεται τη τζάζ και η τζάζ τη Νέα Υόρκη, γιατί τίποτα δεν είναι περισσότερο ταιριαστό στο κόσμο αυτό απο την υποψία και υπόσχεση ενός χιονισμένου έρωτα που κουβαλάει δώρα με χρυσούς φιόγκους, φιλιέται κι' αγκαλιάζεται μπροστά στο αναμένο τζάκι, πίνει ακριβό κόκκινο κρασί κι' ακούει τζάζ πάνω σε ιδρωμένα σεντόνια...





Κατα ένα τρόπο μαγικό, τα Χριστούγεννα οι τρείς μάγοι συνωμοτούν μυστικά και έξαϋλώνουν το εκτρωματικό της σύμβολο μέσα στο γκρίζο τ' ουρανού, έρχεται κι' εξαφανίζεται το πράσινο-φυστικί μές στο υπόλευκο του χιονιού, φυσάν αέρηδες τσουχτεροί απ' τη μεριά της θάλασσας, εκεί στο Ellis Island και σβύνουν την φλόγα του Πυρσού, πλανάται η Ελευθερία μόνη της και αποκαθηλωμένη για λίγο στις αποβάθρες, στa αστακομάγαζα του Pier One και στις μπυραρίες, φορά αθλητικά και γούνα, κάνει τζόκινγκ με T-shirt και sneakers, βγάζει βόλτα το σκύλο παραλιακά και σιγοτραγουδάει Σινάτρα. Την άνοιξη, το καλοκαίρι θα την προσκυνήσουν και πάλι στημένοι σε ατέλειωτες ουρές με τις φωτογραφικές ανα χείρας, οι Γιαπωνέζοι.





Το Carnegie Hall ανταγωνίζεται με υπεροψία το παραδιπλανό Planet Holywood, κονσέρτα στο ένα, T-bon steaks στο άλλο, ουρές και στα δύο, πανευτυχείς οι επαρχιώτες απ' το Wisconsin αν εξασφαλίσουν Χριστουγεννιάτικο τραπέζι στο Planet, το ίδιο πανευτυχείς οι ραφινάτοι Νεοϋορκέζοι άν καταφέρουν να εξασφαλίσουν θέση στη Χριστουγεννιάτικη συναυλία του Carnegie Hall , ν' ακούσουν τον Μεσσία του Χέντελ, να ζωντανέψουν το πνεύμα των Χριστουγέννων μέσω όρασης, μέσω ακοής.




Η λεωφόρος Lexington μοσχομυρίζει ντόνατς και καφέ, ακουμπισμένα τα γυαλιστερά πακέτα δίπλα στα τραπέζια φορτώνουν τους χώρους με χρώμα και λάμψη, οι ουρανοξύστες της Broadway κοιτούν απο ψηλά μάυρες λίμο με φυμέ τζάμια να σέρνονται αργά πάνω στη βρεγμένη άσφαλτο, να σταματούν στο Plaza Hotel, ν' αδειάζουν, να γεμίζουν, γούνες και μετάξια, καμηλό και ακριβές γραβάτες περιφέρονται στους χώρους της χλιδής, εκεί που ανήκουν, στο μπαρ με τις δερμάτινες μαύρες πολυθρόνες, την ξύλινη επένδυση στους τοίχους, τα σκαλιστά ταβάνια με τους πολυελαίους, τα πούρα που εκτίθενται στα κουτιά τους δίπλα στην είσοδο παρέα με συλλογή απο πανάκριβα κονιάκ, και το σαξόφωνο του Charlie Parker αναδύει το ρυθμό του take five μέσα απο καπνούς και λέξεις που μυρίζουν πούρο και κονιάκ Νapoleon.




Το Central Park τα Χριστούγεννα στολίζει χιλιάδες δέντρα με ασήμια και στρώνει λευκά χαλιά στα γρασίδια του. Σερβίρει ζεστή σοκολάτα και μπράουνιγκ με θέα τη λίμνη που δείχνει υπνωτισμένη , ν' απολαμβάνει την ηρεμία της και οι πάπιες τη δική τους. Τα πανύψηλα κτήρια της Park Avenue προσπαθούν να επιβάλλουν τον όγκο τους πάνω απ' τα δέντρα, το ίδιο και οι θόρυβοι απο την 5η Λεωφόρο, διυλίζονται στο χιόνι και καταλαγιάζουν σβυσμένοι και μακρινοί πάνω στα κίτρινα φύλλα και στο παγωμένο νερό. Τα παγκάκια φιλοξενούν μόνο σκίουρους και οι βάρκες στις όχθες σπουργίτια. Χαμόγελα με κατάλευκα δόντια περνούν πάνω σε ποδήλατα, σακίδιο στη πλάτη, γούνινα μαξιλαράκια στ' αυτιά, they are dreaming of a white Christmas, το ίδιο κι' εγώ...




Η Νέα Υόρκη τα Χριστούγεννα...




Βρώμικο φαγηό στα deli, υπέροχα δείπνα με κεριά στο Baltazar, σειρήνες πυροσβεστικής που σηματοδοτούν το ξεκίνημα της μέρας, βιτρίνες εκμαυλιστικές, το παραμύθι της Γέννησης να επαληθεύεται πεισματικά στις συνειδήσεις των ανθρώπων, ενδεδυμένο στο κόκκινο, στο χρυσό, στο ασημί. Χαρά αγορασμένη ακριβά πολλές φορές, παρούσα όμως ανελλιπώς για ένα μήνα, το Μεγάλο Μήλο την περιφέρει με διόρωφα ανοιχτά λεωφορεία και τη μεταδίδει σαν ίωση ακόμα και στον πιό ανυποψίαστο επισκέπτη. Νεαρά μαυράκια που δεν την αγοράζουν, την κλέβουν όμως με μεγάλη επιτυχία απο παχυλά πορτοφόλια και όχι μόνο, και την εξαργυρώνουν σε joints στις φτωχογειτονιές του Bronx. Aνθρωποι που δεν τους αρέσει να τους αγγίζεις, που επαναλαμβάνουν όμως ευκολότατα "I love you-I love you too", μυρωδιά μαριχουάνας στους δρόμους, αρώματα Αντόνιο Μπαντέρας στα πολυκαταστήματα, τεράστια σουβλάκια και χοτ ντογκς με μπόλικο κέτσαπ και μουστάρδα, αναπνοές που μυρίζουνε κρεμύδι, αναπνοές που μυρίζουν Listerin, καπνιστά ζαμπόν και γεμιστές γαλοπούλες με κόκκινο φιόγκο στα πόδια, κακής ποιότητας κινέζικο σε χάρτινα κουτάκια και soda, έρωτες καλοσαπουνισμένοι και άοσμοι, μάτια με κόκκινα τριχοειδή να γυαλίζουν πάνω σε μαύρο δέρμα, να ταξιδεύουν το δικό τους trip, να παραιτούνται...




Αγαπημένη Νέα Υόρκη! Ενα τεράστιο χωνευτήρι που ξέρει καλά να μεταμφιέζεται σε Αη-Βασίλη, να μαζεύει και να διώχνει, να υπόσχεται και να λέει ψέμματα, να γιορτάζει και να θρηνεί, να χορεύει, να καπνίζει κρυφά, να απολαμβάνει την απόλυτη μοναξιά των ανθρώπων στους χώρους που συνωστίζονται, να τους καννιβαλίζει και να τους ξερνά αναγεννημένους και δυνατούς...




Τα μπακαλιαράκια Κορινθιακού είναι έτοιμα.




Ο επαρχιακός δρόμος μπροστά στο σπίτι μου στένεψε πολύ ξαφνικά.




Κοιτάω στο βάθος μακριά και διακρίνω φωτισμένη τη γέφυρα του Brooklin. Οι ήχοι απο το κλαρινέττο του Woody Allen φτάνουν μέχρι εδώ. Τους απολαμβάνω μ' ένα ποτήρι Dry Martini με δυό έλιές. Δεν κολλάει με τα μπακαλιαράκια, αλλά δε βαριέσαι....




25 Νοε 2008

Απλά μαθήματα ζωής σε 4 πράξεις.

Σκηνή πρώτη: Ενας κήπος, κάτι σαν κήπος της Εδέμ στα παιδικά της μάτια, με πεύκα τεράστια, γιγάντια πεύκα, κυπαρίσια και πορτοκαλολεμονιές. Κορμοί περασμένοι στον ασβέστη, δεν ήξερε γιατί, ανακάλυπτε άλλα θαύματα, δε πρόλαβε να ρωτήσει γιατί τα δέντρα είχαν τον κορμό τους βαμμένο λευκό, μπορεί και να μη την ένοιαζε και πολύ, μάλλον τα δέντρα στην εξοχή έτσι φύτρωναν.
Το σενάριο της ημέρας προέβλεπε πρωϊνή φωτογράφηση με το πιό τρελό αντικείμενο του πόθου στις νυχτερινές της αγρύπνιες: την άσπρη της οργαντίνα! Απίστευτο! Μέχρι και τώρα ακόμα, η λέξη οργαντίνα εκπέμπει μιά μαγεία εξωτική και απόκοσμη θα έλεγα, ίσως υποσχέσεις πρωτόγνωρων συναισθημάτων έτσι και την περνάς στο πετσί σου, έτσι και την περιβληθείς με σεβασμό και δέος! Η οργαντίνα της, ήταν φόρεμα καλό, σπάνια φορεμένο μέσα σε διάστημα ενός ή δύο χρόνων, μεγάλωνε γρήγορα βλέπετε, ακόμα και η οικονομική δυσπραγία δεν ήταν αρκετή να επιβάλλει για παραπάνω απο δύο χρόνια μιά στενή οργαντίνα-φόρεμα σε ένα αδύνατο μεν, αλλά γρήγορα αναπτυσσόμενο παιδικό, αδύνατο, κοριτσίστικο κορμί!
Γάμος, βάφτιση, Πρωτοχρονιά, Ανάσταση, ήταν οι επισήμως αναγνωρισμένες υπό του κράτους "ιδιαίτερες" περιπτώσεις κατα τις οποίες της επιτρεπόταν να "δραπετεύσει" απο τα προχειροραμμένα κοτλέ παντελονάκια της, τα τσίτινα καλοκαιρινά φορεματάκια και τα ευφάνταστα μεν, μεταποιημένα δε και ήδη χρησιμοποιημένα ρούχα της Αμερικάνικης Αγοράς. Οι μέρες δε αυτές, ακολουθούσαν πάντα, κάποιες ατέλειωτες νύχτες ξαγρύπνιας, χρωματισμένες με την ερεθιστική αναμονή της μεταμόρφωσης, που έντυνε τον εαυτό της νοερά με το κρουστό υπόλευκο ύφασμα, εμπλουτισμένο απο τους ιριδισμούς της οργάντζας, στολισμένο στο γιακαδάκι του λαιμού με πέρλα, απομίμηση φυσικά, κόσμημα πολύτιμο και ανεκτίμητο για τη μικρή πριγκήπισα των Πατησίων!
Εκείνη η Κυριακή σηματοδοτούσε μια μακρά απουσία απο τις γνώριμες περιοχές, Πλατεία Αμερικής και Χαλάνδρι, σε λίγες μέρες θα έφευγε με τη μητέρα της για κάποιο μέρος πολύ μακρινό και κρύο, κάπου στη Βόρεια Ελλάδα, ή στο Βόρειο Πόλο, το ίδιο ήταν στο παιδικό της μυαλουδάκι, Κοζάνη το έλεγαν, μέρος ακαθόριστο για να το σχηματοποιήσει, με ένα και μοναδικό καθοριστικό στοιχείο: εκεί δούλευε εδώ κι' ένα χρόνο ο πατέρας της. σε μιά μεγάλη εταιρία, γερμανική, και τους ήθελε κοντά του, δεν άντεχε άλλο μόνος του εκεί πάνω στη Σουρδία, όπως χιουμοριστικά την ανέφερε, και την καθορισμένη μέρα, σύντομα δηλαδή, όλα ήταν κανονισμένα θα έκανε αυτό το υπερπόντιο ταξίδι μαζί με τη μητέρα της, να πάνε να τον βρούν, να μείνουνε όλοι μαζί για όσο χρειαστεί. Εκείνη η Κυριακή, της πρώτης σκηνής, ήταν η τελευταία πριν το ταξίδι, πριν τη μεγάλη απουσία, κι έπρεπε, σύμφωνα με την επιθυμία της μαμάς, να φωτογραφηθεί, με το καλό της φόρεμα, την οργαντίνα, στο μυθικό κήπο της γιαγιάς, και σε θέση συγκεκριμένη μάλιστα, που η ίδια ουδόλως γνώριζε γιατί είχε επιλεγεί.
Καθόλου δεν θυμάται πιά γιατί δεν ήθελε. Δεν θυμάται τί δεν ήθελε, τον τόπο, τον χρόνο, τη στάση, θυμάται όμως πολύ καλά, πως δεν ήθελε. Και δεν ήταν μάλλον καθόλου συγκαταβατική.
Υποστηρίζοντας σθεναρά τους λόγους της άρνησής της, το χέρι της μαμάς προσγειώθηκε με συνοπτικές διαδικασίες στο μάγουλό της με δύναμη. "Θα κάτσεις εδώ που σου λέω, ή θα φάς κι' άλλες;" Η αντίδραση καταγράφηκε ακαριαία στη φωτογραφική μηχανή του θείου της, που είχε τρέλα με τα ενσταντανέ. Χαστούκι Νο.1: Επιβολή!
Τέλος σκηνής.
Σκηνή δεύτερη: Ενα χρόνο περίπου μετά, κάπου στη Κοζάνη, σπίτι διόρωφο, ψηλό με αυλή αρκετά μεγάλη, θυμάται λακούβες με νερό παγωμένο στους χωμάτινους δρόμους, έπαιρνε φόρα κι' έκανε πατινάζ, έσκαγε με το πισινό κάτω αρκετές φορές, γινόταν χάλια, τα ρούχα όμως ήταν ανάλογα με το περιβάλλον παιχνιδιού, χιλιομπαλωμένα και παλιά, στα πρόθυρα της χρεοκοπίας σχεδόν, αν υπήρχε περίπτωση τα ρούχα να χρεοκοπήσουν, αυτά ακριβώς ήταν τα δικά της, χρεοκοπημένα εν' αγνοία της, άκρως κατάλληλα για την ζωηράδα της ωστόσο. Την άνοιξη, η αυλή είχε κάτι γεράνια, ταλαιπωρημένα τα κακόμοιρα απο τις αμείλικτες παγωνιές του χειμώνα, που ορθώναν όμως αγέρωχα το ανάστημά τους στις εποχές και αποτολμούσαν ν' ανθίσουν στην πρώτη χλιαρή πνοή του αέρα, τάχα μου πως στολίζανε τον χώρο μ' ένα κόκκινο της φωτιάς, προκλητικότατο για τα γούστα των έξι της χρόνων.
Ενα μεσημέρι, η φαντασία της αποφάσισε ότι θα έκανε μιά πολύ ευχάριστη έκπληξη στον μπαμπά μόλις αυτός θα γύριζε απο τη δουλειά. Εκοψε τα πέταλα των γερανιών και φτύνοντας πάνω στα κοντοκομένα και μαύρα απ' το χώμα νύχια της, τα κόλλησε επιμελώς, ένα-ένα πεταλάκι πάνω σε κάθε νύχι. Τα καμάρωσε σε πλήρη αντίθεση προς την υπόλοιπη εμφάνισή της, κάτι καινούργιο, κάτι πρωτόγνωρο, κόκκινα νύχια της φωτιάς στα χέρια της, ένοιωσε για λίγο σα μεγάλη, σα γυναίκα! Κι' ο πρώτος άντρας που θάθελε να τα θαυμάσει ήταν φυσικά ο πατέρας της! Ετρεξε με χίλια κατα πάνω του μόλις τον είδε να μπαίνει στην αυλή: "Μπαμπά! Μπαμπά! Κοίτα!" Τέντωσε τις παλάμες της ανάποδα προς το μέρος του με μάτια που άστραφταν απο χαρά και αδημονία για τον θαυμασμό. Μετά απο μιά βεβιασμένη ματιά, το χέρι του προσγειώθηκε με συνοπτικές διαδικασίες στο μάγουλό της. "Νά, για να μάθεις να βάφεις τα νύχια σου, παιδί πράμα"! Ο θείος δεν ήταν εκεί για να καταγράψει και αυτό το ενσταντανέ. Χαστούκι Νο.2:Απόρριψη!
Τέλος σκηνής.
Σκηνή τρίτη: H γειτονιά που γεννήθηκε και μεγάλωσε, κοντά στη Πλατεία Αμερικής, δρόμοι γνώριμοι και χιλιογυρισμένοι, το σπίτι της "κακής" γιαγιάς, της μαμάς της μαμάς της ένα δρόμο πιό κάτω, λίγο μεγαλύτερη τότε, γύρω στα εννέα ίσως, απο τότε άρχισε η αυστηρή κηδεμονία της απο τον "κέρβερο" της οικογένειας τη γιαγιά την Ελλη, αυστηρή και σκληρή μαζί της, ποιός ξέρει γιατί, ίσως γιατί ήταν το πιό άτακτο και ατίθασο παιδί απο τα δύο της οικογένειας: της ίδιας και της ξαδέρφης της. Η "κακή" γιαγιά είχε αναλάβει απο πολύ νωρίς την περιφρούρηση της παρθενίας της, πολύ πριν ακόμη το δικό της μυαλό αποκτήσει τη δυνατότητα ν' αντιληφθει τη σημασία και μόνο της λέξης. Με αποτέλεσμα, κάθε της κίνηση, κάθε ματιά, ακόμα και σκέψη να πρέπει να περάσει απο την λογοκρισία της γιαγιάς, αμείλικτη και παρόμοια με αυτήν της Βικτωριανής περιόδου, συνοδευμένη ενίοτε και απο δυνατά τραβήγματα του αυτιού, των μαλιών και απο τσουχτερά χαστούκια στα μάγουλα, που σφραγίζονταν συνήθως απο το διαπεραστικότερο βλέμμα όλων των εποχών, βλέμμα απο μάτια αμυγδαλωτά, μαύρα σαν κάρβουνο και φορτωμένα με τσαμπουκά αιώνων, αυτόν που της κληροδοτήθηκε απο τα δύσκολα χρόνια της εφηβείας της στην Αρκαδία, απο τα ακόμα δυσκολότερα της πρώϊμης ωριμότητάς της κατα τη διάρκεια της Κατοχής στο Χαλάνδρι.
Ενα απο εκείνα τ' απογεύματα που έδινε διέξοδο στην παιδική υπερενεργητικότητά της, με παιχνίδια ατέλειωτα και φασαριόζικα στους γειτονικούς απο το σπίτι της δρόμους, κατάφερε για λίγο να ξεφύγει απο τ' αόρατα λουριά περιπάτου της γιαγιάς και βρέθηκε έξω απο το παντοπωλείο του κυρ Ευθύμη. Κάποια πελάτισα είχε μπεί να ψωνίσει και ακριβώς έξω απο την είσοδο, κοντά στα τσουβάλια με τις φακές και τα ρύζια, είχε αφήσει προσωρινά το καροτσάκι με το μωρό της. Της αρέσανε τα μωράκια πολύ και πλησίασε το καροτσάκι, στάθηκε πάνω απο το μωρό που την κοίταξε με δυσπιστία, του χαμογέλασε κι' άρχισε να του μιλάει, ενώ συγχρόνως ενστινκτωδώς έπιασε το χερούλι του και προσπάθησε να μιμηθεί το νανούρισμα που έκαναν οι μητέρες στα μωρά τους, κουνώντας το μπρος πίσω απαλά, υποδύθηκε για λίγα δευτερόλεπτα ένα ρόλο μελλοντικό, αλλά ακόμα εντελώς ασχημάτιστο μέσα της, μέχρι τη στιγμή που εκείνο το άκαρδο, το αχάριστο μωρό, σουφρώνοντας αρχικά τα χείλη σε γκριμάτσα δυσαρέσκειας μπροστά στο άγνωστο πρόσωπο, και μαζεύοντας όλες του τις δυνάμεις σ' ένα σφίξιμο όλο πείσμα, ξέσπασε τελικά σε κλάματα γοερά, κάνοντας τη μητέρα του να πεταχτεί έντρομη έξω και την γιαγιά, που ένας θεός ξέρει πώς, βρέθηκε δίπλα της εκείνη ακριβώς τη στιγμή, ουρλιάζοντας η μία: "Τί έκανες στο μωρό βρε παλιόπαιδο!" και : "Ποιός σου είπε να πειράξεις το ξένο μωρό παλιοκόριτσο;" και την ίδια στιγμή, πριν ακόμα μπορέσει να ψελλίσει τρέμοντας σχεδόν : "μα...δεν το πείραξα..δεν...", το βαρύ χέρι της "κακής" γιαγιάς είχε αφήσει το αποτύπωμά του πάνω στο χλωμό απο το φόβο μάγουλό της.
Με συνοπτικές διαδικασίες!
Κανείς δεν είχε μαζί του φωτογραφική μηχανή ν' αποτυπώσει και αυτό το ενσταντανέ.
Χαστούκι Νο. 3: Αδικία!
Τέλος σκηνής.



Σκηνή τέταρτη: Σε κάποια αναλαμπή των οικονομικών της οικογένειας, ένα περίπου χρόνο μετά, είχε την ευκαιρία να φοιτά σε ιδιωτικό σχολείο της περιοχής. Δεν θυμάται και πολλά απο το σχολείο αυτό, άγνωστο γιατί, εξάλλου, δυό χρονιές μόνο πήγε εκεί, όμως άν μπορούσε να συνοψίσει τα δύο αυτά χρόνια σε εμπειρίες , αυτές θα ήταν πολύ φτωχές σε σύγκριση με όλα τα προηγούμενα και τα επόμενα που βομβαρδίζουν ακόμα το μυαλό της με εικόνες και πρόσωπα και χώρους συγκεκριμένους μέχρι την τελευταία λεπτομέρεια. Το μόνο που θυμάται απο το σχολείο αυτό ήταν ότι έπρεπε να περπατήσει περίπου 20' για να φτάσει, καθότι , ιδιωτικό μέν καλά, αλλά χρήματα και για σχολικό δεν επέτρεπε ο οικογενειακός προϋπολογισμός, και επίσης πολύ καλά θυμάται τον Κο. Τάκη. Τον δάσκαλο.
Πολύ ψηλός, αδύνατος κι' ευθυτενής, με μελαμψή επιδερμίδα και κοντοκουρεμένα ελαφρώς ψαρά μαλιά. Ομορφος άντρας, αρρενωπός και ερωτεύσιμος για τα ονειροπόλα παιδικά της μάτια. Ηταν καλή μαθήτρια και για τον Κο. Τάκη είχε τη διάθεση να γίνει ακόμα πιό καλή.
Κάποια μέρα, ο Κος Τάκης τους έγραψε με τη κιμωλία στο πίνακα την ύλη που θα έπρεπε να αγοράσουν για κάποια συγκεκριμένα μαθήματα, χειροτεχνίες, φυσική ιστορία, γεωγραφία, τέτοια τελοσπάντων δεν θυμάται καθαρά, θυμάται όμως πως πήγε το χαρτι με τις παραγγελίες στο σπίτι και τα πράγματα άρχισαν να σκουραίνουν, όταν το βλέμμα της μητέρας της συνοφρυώθηκε διαβάζοντας το κατεβατό: " Τί 'ν' όλ' αυτά;" "Τα χρειαζόμαστε, είπε ο Κος Τάκης..." "Καλά, τόσα πολλά σας χρειάζονται;" "Ναί..." "Και πού θα τα βρούμε όλ' αυτά;" " Είπε, να τ' αγοράσουμε απο το βιβλιοπωλείο Τάδε"... "Αααα! Κατάλαβα! Και απο το συγκεκριμένο βιβλιοπωλείο... Εχουν και τις μίζες τους, βλέπεις..." Ιδέα δεν είχε τί θα πέι "μίζα".
"Θα μου τα πάρεις μαμά;" ......(Σκέψη με μισόκλειστα τα μάτια, η μαμά).
"Λοιπόν, άκου! Θα πάς αύριο και θα πείς χαιρετίσματα του Κου. Τάκη, ότι εμείς δεν μπορούμε ν' αγοράσουμε όλ' αυτά τα πράγματα, κατάλαβες;" "Μά...μαμά..." "Αυτό που σου είπα θα πείς" "Κι''αμα με ρωτήσει γιατί;" "Αμα σε ρωτήσει γιατί, θα του πείς κατά λέξη: Γιατί δεν έχουμε λεφτά! Εντάξει;"
Εσκυψε το κεφάλι της, κατάλαβε πως ήταν αδιέξοδη η συζήτηση, πάντα της επιβαλλόταν η μητέρα της, κατάφερε κι' έπεισε τον εαυτό της ότι το επιχείρημα ήταν αδιάσειστο, θα τον ρούπωνε τον Κο. Τάκη με την αντίδρασή της, μπορεί και να την συμπονούσε, ήταν και καλή μαθήτρια, πώς να το κάνουμε...
Την άλλη μέρα σ' εκείνο το σχεδόν ανύπαρκτο σχολείο, σε μιά σχεδόν ανύπαρκτη αίθουσα με πράσινα φθαρμένα ξύλινα θρανία, έκανε την κατα παραγγελία επανάστασή της.
Μόλις άρχισε ο Κος. Τάκης να ελέγχει ποια παιδιά ήταν συνεπή με την αγορά της ύλης, ξύνοντας νευρικά με τη μύτη του μολυβιού το χιλιογρατζουνισμένο της θρανίο, επαναλάμβανε σιωπηλά μέσα της : "Γιατί δεν έχουμε λεφτά, γιατί δεν έχουμε λεφτά, γιατί δεν έχουμε..."
Ο Κος. Τάκης στάθηκε πελώριος μπροστά της. "Πού είναι τα τετράδια σου δεσποινίς;"......Με μάτια χαμηλωμένα, παρά τη προσπάθεια να τον κοιτάξει : " Η μαμά μου μου είπε ότι δεν μπορεί να μου αγοράσει όλ' αυτά τα τετράδια, κύριε..." Ο Κος. Τάκης τώρα στεκόταν ακριβώς απο πάνω της και η παρουσία του τη βάραινε σαν δέκα τσιμεντόλιθοι μαζί. "Και γιατί δεν μπορεί;" .... "Γιατί, ...δεν έχουμε...λεφτά" και η λέξη "λεφτά" έμοιαζε σκαλωμένη κάτω απο τη γλώσσα της, μπουρδουκλωμένη στριμωχνόταν πίσω απ' τα χείλη, δεν ήθελε λές ν' ακουστεί.
Δεν πρόλαβε να δεί το χαστούκι του Κου. Τάκη να διαγράφει τη πορεία του μέχρι το μάγουλό της, γιατί το κεφάλι της ήταν επίμονα χαμηλωμένο, έτσι μπόρεσε μονάχα αστραπιαία ν' αντιληφθεί το κάψιμο που νόμισε πως πυρπολούσε το σώμα της ολόκληρο, και δεν γινόταν να ξεχωρίσει τί ήταν αυτό που την έκαιγε περισσότερο, το χαστούκι, ή η ντροπή. "Να πάς να πείς της μητέρας σου, ότι άν δεν έχετε λεφτά, δεν πρέπει να σε στέλνει σ' αυτό το σχολείο, κατάλαβες;", και το "κατάλαβες" συνοδεύτηκε απο ένα σχεδόν βίαιο ανασήκωμα του κεφαλιού της με το δάχτυλό του κάτω απ' το πηγούνι της. Δεν θυμάται καλά την έκφραση του Κου. Τάκη εκείνη τη στιγμή, θυμάται όμως πάρα πολύ καλά, το θολό τοπίο που έβλεπαν τα μάτια της και τα μουλωχτά γέλια των παιδιών πίσω και γύρω της. Για μιά μέρα μισούσε τη μητέρα της. Για όλη την υπόλοιπη χρονιά, τον Κο. Τάκη. Χαστούκι Νο.4: Ταπείνωση!
Τέλος σκηνής.
Εκτοτε, αναρωτήθηκε αρκετές φορές....
Γιατί σιχαίνεται να επιβάλλει και να επιβάλλεται.
Γιατί πληγώνεται αφόρητα απο την παραμικρή υποψία απόρριψης.
Γιατί δεν συγχωρεί με τίποτα την αδικία.
Γιατί δεν αντέχει ούτε κατ' ελάχιστον να δεί άνθρωπο ταπεινωμένο.
Οι απαντήσεις φυσικά ήρθαν και τη βρήκαν....
Στα ενσταντανέ του μυαλού της κρύβονταν τόσα χρόνια!

20 Νοε 2008

Υπογράψτε!


Με αφορμή το πρωτόγνωρο κύμα απεργιών πείνας από τους κρατούμενους στις Ελληνικές φυλακές αλλά και την εγκληματική αποσιώπησή του από τα κυρίαρχα ΜΜΕ, για τη Δημοκρατία και την προάσπιση των βασικών ανθρώπινων δικαιωμάτων καλούμε όλους όσους διατηρούν μπλογκς, διαδικτυακά φόρα και όχι μόνο να δημοσιεύσουν ταυτόχρονα και συντονισμένα στις 20 Νοεμβρίου 2008, ημέρα Πέμπτη, το παρακάτω κείμενο και όλους του χρήστες του διαδικτύου να το υπογράψουν.
Όχι στο Όνομά μας
“Είναι απαράδεκτη η κατάσταση στις ελληνικές φυλακές. Είναι κύριο θέμα η ριζική αλλαγή του σωφρονιστικού συστήματος”.
Κάρολος Παπούλιας, 6/11/08
“Είμαστε άνθρωποι – κρατούμενοι. Άνθρωποι, λέω”
- Βαγγέλης Πάλλης, Κρατούμενος, 9/11/08
Από τις τρεις Νοεμβρίου μία εκκωφαντική κραυγή συνταράσσει τα θεμέλια της Δημοκρατίας μας. Από τις τρεις Νοεμβρίου σύσσωμοι οι κρατούμενοι όλης της χώρας κατεβαίνουν σε απεργία πείνας διεκδικώντας το αυτονόητο : τη χαμένη τους αξιοπρέπεια. Απέναντί τους αντιμετωπίζουν την εκκωφαντική σιωπή των κραταιών ΜΜΕ και την παντελή αδιαφορία της πολιτικής ηγεσίας. Σε αυτές τις πρακτικές όσοι υπογράφουμε αυτό το κείμενο ΔΕ ΣΥΝΑΙΝΟΥΜΕ.
Η κατάσταση στις Ελληνικές φυλακές είναι απερίγραπτη και μπορεί να γίνει κατανοητή μόνο με τη σκληρή γλώσσα των μαθηματικών. Στα κατ’ επίφαση “σωφρονιστικά” ιδρύματα της χώρας έχουν καταγραφεί συνολικά 417 θάνατοι την τελευταία δεκαετία, ενώ ο ρυθμός τους έχει απογειωθεί σε τέτοιο σημείο, ώστε σήμερα να σβήνουν στα χέρια του κράτους τέσσερις άνθρωποι το μήνα. Η πληρότητα αγγίζει το 168% (10.113 κρατούμενοι για 6.019 θέσεις) με την αναλογία χώρου για κάθε άνθρωπο να φτάνει σε περιπτώσεις το 1τμ. Με ημερήσιο κρατικό έξοδο ανά κρατούμενο τα 3,60 Ευρώ τα συσσίτια που παρέχονται είναι άθλια, οι υποδομές θυμίζουν μεσαίωνα και η ιατροφαρμακευτική περίθαλψη είναι ελλιπέστατη. Συγχρόνως, το Ελληνικό δικαστικό σύστημα στέλνει στη φυλακή έναν στους χίλιους κατοίκους της χώρας με τους έγκλειστους χωρίς δίκη (υπό προσωρινή κράτηση) να αγγίζουν το 30% του συνολικού αριθμού των κρατουμένων. Αν η ποιότητα μίας Δημοκρατίας κρίνεται από τις φυλακές της, τότε η Δημοκρατία μας ασθμαίνει. Αν η τιμώρηση παραβατικών συμπεριφορών με εγκλεισμό γίνεται από το κράτος στο όνομα της κοινωνίας, τότε για την κατάσταση στις Ελληνικές φυλακές είμαστε όλοι υπόλογοι, με συντριπτικές όμως ευθύνες να αναλογούν στην κρατική μηχανή. Σε αυτή την πραγματικότητα όσοι υπογράφουμε αυτό το κείμενο απαντούμε ΟΧΙ ΣΤΟ ΟΝΟΜΑ ΜΑΣ.
Τα στοιχεία που αποκαλύπτονται από επίσημους φορείς για τις Ελληνικές φυλακές σκιαγραφούν εικόνα κολαστηρίων. Έκθεση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής για την Πρόληψη των Βασανιστηρίων (2007) διαπιστώνει βασανιστήρια, απάνθρωπη μεταχείριση και απειλές κατά της ζωής κρατουμένων, σειρά παραβιάσεων αναφορικά με τις συνθήκες κράτησης, ελλείμματα στη διερεύνηση και τιμωρία των ενόχων, αποσιώπηση περιστατικών βίας με την συμπαιγνία ιατρών και φυλάκων, απαράδεκτες συνθήκες ιατρικής περίθαλψης και ιατρικού ελέγχου στους κρατούμενους κλπ. Το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Δικαιωμάτων του Ανθρώπου έχει εκδώσει σειρά καταδικαστικών για την Ελλάδα αποφάσεων που αφορούν κακομεταχείριση ή/και παραβιάσεις άλλων δικαιωμάτων κρατουμένων από σωφρονιστικές αρχές. Η Εθνική Επιτροπή για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου έχει πάρει απόφαση - καταπέλτη για τα κακώς κείμενα στις φυλακές, προτείνοντας άμεσες δράσεις για την επίλυση τους. Ο Συνήγορος του Πολίτη διαμαρτύρεται για την παντελή έλλειψη συνεργασίας των αρμόδιων κρατικών φορεών μαζί του, λόγω της οποίας έχει ουσιαστικά απαγορευτεί η είσοδός του στις φυλακές της χώρας τα τελευταία δύο χρόνια. Οι δικηγορικοί σύλλογοι όλης της χώρας, μη κυβερνητικές οργανώσεις, όπως η Διεθνής Αμνηστία, και πολλοί πολιτικοί/κοινωνικοί φορείς καταγγέλλουν την απαράδεκτη κατάσταση και ζητούν ευρύτερη συνεργασία για το ξεπέρασμα του προβλήματος. Αν ανθρώπινα είναι τα δικαιώματα που πρέπει να απολαμβάνει κάθε ανθρώπινο ον, κάθε στέρησή τους στις Ελληνικές φυλακές αποτελεί ανοιχτή πληγή για την κοινωνία μας. Σε αυτή την κατάσταση όσοι υπογράφουμε αυτό το κείμενο απαντούμε ΝΑ ΣΠΑΣΕΙ ΕΠΙΤΕΛΟΥΣ ΤΟ ΑΒΑΤΟ ΤΩΝ ΦΥΛΑΚΩΝ.
Με την απεργία πείνας οι κρατούμενοι καταφεύγουν στο τελευταίο οχυρό αντίστασης, που τους έχει απομείνει, το σώμα τους. Είχε προηγηθεί έσχατη έκκλησή τους προ μηνός προς τους ιθύνοντες να ενσκήψουν στο πρόβλημα, καθώς δεν πήγαινε άλλο. Για να λύσουν την απεργία πείνας ζητούν την ικανοποίηση αιτημάτων, που αποκαθιστούν την χαμένη τους αξιοπρέπεια και επανακτούν τα βασικά ανθρώπινα δικαιώματά τους, αιτημάτων συγκεκριμένων, αξιοπρεπών και άμεσα υλοποιήσιμων. Απέναντι στις κινητοποιήσεις των κρατουμένων η πολιτική ηγεσία εξαντλεί τη δράση της σε αδιαφορία, υποσχέσεις και καταστολή των κινημάτων τους. Τυχόν αδιαφορία και αναλγησία της πολιτικής ηγεσίας όμως και σε αυτή τη φάση θα σημαίνει νεκρούς απεργούς πείνας. Στη μετωπική λοιπόν σύγκρουση που επιλέγουν οι κρατούμενοι της χώρας για τη διεκδίκηση των ανθρωπίνως αυτονόητων δε μπορούμε να μένουμε απαθείς σταυρώνοντας τα χέρια και περιμένοντας τις ειδήσεις των θανάτων από τις απεργίες πείνας αλλά θα σταθούμε αλληλέγγυοι. Αν η περιφρούρηση της δημοκρατίας και των ανθρωπίνων δικαιωμάτων επιβάλλουν την επαγρύπνιση όλων μας, τώρα είναι λοιπόν η στιγμή να πάρουμε θέση όλοι απέναντι στο πρόβλημα χωρίς αδιαφορίες και υπεκφυγές.
Απέναντι στην τεταμένη κατάσταση στις φυλακές όλης της χώρας όσοι υπογράφουμε αυτό το κείμενο καθιστούμε την πολιτική ηγεσία απολύτως υπεύθυνη για ό,τι συμβεί και απαιτούμε άμεσα την τόσο θεσμική όσο και στην πράξη ΕΓΓΥΗΣΗ ΤΩΝ ΒΑΣΙΚΩΝ ΑΝΘΡΩΠΙΝΩΝ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΩΝ ΤΩΝ ΚΡΑΤΟΥΜΕΝΩΝ ΟΛΗΣ ΤΗΣ ΧΩΡΑΣ.


Αναδημοσιεύω το παραπάνω κείμενο απο το http://kratoumenoi.wordpress.com/2008/11/12/kalesma/ με την ελπίδα να ιδρώσουν κάποια αυτιά. Αν είμαστε πολλοί, ίσως να γίνει κάτι... Και πρέπει να είμαστε πολλοί! Πολλοί και θυμωμένοι!


(Στην ανάρτηση αυτή οδηγήθηκα απο την πάντα ευαισθητοποιημένη ακανόνιστη).
Yπογράψτε!


Updated

Λήγει η απεργία πείνας στις φυλακές
21 Νοεμβρίου 2008, 01:12



Αναστέλλεται σήμερα η απεργία πείνας, η αποχή από το συσσίτιο και οι κινητοποιήσεις των κρατουμένων στις φυλακές όλης της χώρας.

Χθές, είχε ανακοινωθεί από το υπουργείο Δικαιοσύνης δέσμη μέτρων για τις φυλακές, μεταξύ των οποίων η αποφυλάκιση 5.500 κρατουμένων, σε σύνολο 12.315 περίπου.

Σύμφωνα με ανακοίνωση της Επιτροπής Κρατουμένων: «…ο υπουργός οφείλει να υλοποιήσει τις δεσμεύσεις του για την άμεση αποφυλάκιση του αριθμού των κρατουμένων που εξαγγέλλει και παράλληλα να προχωρήσει σε συγκεκριμένα μέτρα που θα αφορούν στο σύνολο των αιτημάτων μας. Εμείς οι κρατούμενοι αυτό το νομοσχέδιο το αντιμετωπίζουμε σαν ένα πρώτο βήμα, αποτέλεσμα του αγώνα μας και της αλληλεγγύης της κοινωνίας, αλλά δεν μας καλύπτει, δεν λύνει τα βασικά προβλήματά μας…»

Οι αποφυλακίσεις

Το υπουργείο Δικαιοσύνης έδωσε στη δημοσιότητα λεπτομερή στοιχεία για τους κρατούμενους που θα αποφυλακιστούν, ενόψει και της κατάθεσης στη Βουλή του σχετικού νομοσχεδίου που θα γίνει αύριο.

Έτσι με την ψήφιση του νομοσχεδίου αποφυλακίζονται:

1.740 κρατούμενοι με ποινές έως 5 χρόνια, 1.107 με εξαγοράσιμες ποινές, 602 καταδικασμένοι για ναρκωτικά που έχουν εκτίσει τα 3/5 της ποινής τους, 262 καταδικασμένοι για ναρκωτικά με ποινές μετατρέψιμες, 9 κρατούμενοι που πάσχουν από σοβαρές ασθένειες (έιτζ, νεφροπαθείς, φυματίωση), ενώ άλλοι 511 με ποινές 12 μηνών θα αποφυλακιστούν μέχρι το Φεβρουάριο 2009, αφού τότε θα πληρούν τις προϋποθέσεις.

Εγινε τουλάχιστον ένα βήμα!


15 Νοε 2008

Μιά μικρή μεγάλη ευτυχία.



Με ξύπνησε η βροχή. Σα νάχαμε κανονισμένη συνάντηση πετάχτηκα απ' το κρεβάτι με φανερή αδημονία. 07.45. Πλιτς πλιτς πλιτς πάνω στις πλάκες. ...Βρέχει... Στάζουν τα χαγιάτια, γυαλίζει η πέτρα, μοιάζουν όλα καθαρά μέσα στο γκρίζο τους. Η καφετιέρα γουργουρίζει, οι γάτες μου γουργουρίζουν, εγώ γουργουρίζω... Πάω στο σαλόνι και παραμερίζω τις κουρτίνες. Το κάστρο έχει "κατσούλα". Χαμογελάω ευχαριστημένη. Ο καφές αχνίζει και τ' αυτιά μου απολαμβάνουν πρωϊνή σιωπή. Μόνο πλιτς πλιτς πλιτς... Ο κήπος μου ξαπλώνει νωχελικά πάνω στο στρώμα του και υποδέχεται τις στάλες ηδονικά. Στρίβω ένα τσιγάρο. Το απολαυστικότερο τσιγάρο της ημέρας. Το πρώτο πρωϊνό. Ολο δικό μου, μέχρι τις πατούσες το δηλητήριο...Λάμπουν οι ελιές πάνω στα κλαριά, μισές πράσινες, μισές μωβ, ρουφούν νερό να μεγαλώσουν, να "θρέψουν" σάρκα και μυρουδιά βαριά, πικρή. Η βερυκοκιά διώχνει με απαλές κινήσεις απο τους ώμους της το περιττό. Το κίτρινο. Δεν βιάζεται. Εχει τους δικούς της χρόνους. Τα φύλλα της στροβιλίζονται ελλειπτικά κι' εναποτίθενται τρυφερά στο υγρό χώμα. Θα περιμένουν εκεί την αποσύνθεση. Και η βερυκοκιά τη θρέψη που προκύπτει απο την αποσύνθεση. Τα σαγκουϊνια κρατάνε πεισματικά το πράσινο ακόμα και υπόσχονται στην ανυπομονησία μου το βαθύ πορτοκαλοκόκκινο που θάρθει με τον πρώτο βοριά. Τα σπουργίτια ξεμυτίζουν κάτω απο τα κενά των κεραμιδιών, κάνουν εκτίμηση κατάστασης και ξαναχώνονται γρήγορα στην ασφάλεια της φωλιάς. Ο αέρας μυρίζει καμένο ξύλο... Θ' ανάψω κι' εγώ το τζάκι, θα φτιάξω τη δική μου μυρουδιά. Θα κάψω λεμονιά που μοσχομυρίζει και μυγδαλιά που φτιάχνει απίστευτη θράκα. Τί ωραία ησυχία... Πλιτς πλιτς πλιτς...Αληθινό φινοπωρινό Σαββατιάτικο πρωϊ. Τα φύλλα της αμπέλοψης γιορτάζουν επιδεικτικά την εποχή του κόκκινου... Απολαμβάνουν τη παρακμή τους, καθυστερούν την αποκαθήλωσή τους, παρατείνουν το πανηγύρι της μετάλλαξης και μου ζωγραφίζουν πίνακες μπορντώ έξω απ' τα παράθυρα. Εκοψα μερικά, τα κόλλησα πάνω σε πορτατίφ, να δυϊλίζουν το φώς, να φέρουν στο σπίτι μέσα στιγμές φθινόπωρου. Το χώμα έξω μυρίζει όμορφα. Ο καφές μυρίζει όμορφα. Τα γιασεμιά, ακόμα αντιστέκονται στην αλλαγή του καιρού, ανταγωνίζονται τις μπουκαμβίλιες που δεν φορούν τα χειμωνιάτικά τους πριν έρθει ο Γενάρης , πριν τις δαγκώσει η παγωνιά. Μουσική τώρα... Να ντύσει τη βροχή, να την ακομπανιάρει διακριτικά, να συμφιλιωθούνε... Να παίξουν. Τα γεράνια χορεύουν ξεδιάντροπα, αδιαφορώντας για τις εποχές, είναι τα γυφτάκια των λουλουδιών, τα ίδια ρούχα, χειμώνα καλοκαίρι, γιορτάζουν την ύπαρξή τους αναιδέστατα, δεν ανησυχούν, δεν αναρωτιούνται, μόνο υπάρχουν κι' αυτό τους φτάνει.... Μόνο οι κληματαριές έχουν στενοχώρια. Δεν έχουν ακόμα αποφασίσει τον θάνατό τους τον προσωρινό, στρίβουν τα φύλλα και κακοφορμίζουν ανάμεσα στο πράσινο και στο καφέ, χωρίς ενδιάμεση κατάσταση, σα να θυμώνουν που ήρθε η ώρα να γυμνωθούν, σα ν' αντιστέκονται ανώφελα στον χρόνο και με φειδώ πολλή αποχωρίζονται τη καλοκαιρινή τους φορεσιά. Εδώ κι' εκεί, ένα τσαμπί ξεχασμένο, σταφιδιασμένο κι' άρωστο, υπενθυμίζει την πλούσια σοδειά του καλοκαιριού. Και το φυλάνε εκεί, μέχρις εσχάτων, απορριπτέο κι' απ' τα σπουργίτια ακόμα, σαν μιά ανάμνηση της Αυγουστιάτικης καρποφορίας, σαν υποψία της επόμενης... Καφές. Τσιγάρο. Μουσική. Βροχή. Φθινόπωρο. Χρόνος.... Σε λίγο η κουζίνα θα μυρίζει φαγητό. Και η βροχή θα έχει σταματήσει. Τα ξύλα στο τζάκι θα σφραγίσουν τον ερχομό του χειμώνα, που τόσο πολύ αγαπώ. Κι' αυτό το βροχερό Σαββατιάτικο πρωϊνό, θα έχει δραπετεύσει στο παρελθόν και θα παραμείνει εκεί να ενεδρεύει υπομονετικά αυτούς που λατρεύουν να έρχονται αντιμέτωποι ξανά και ξανά, χρόνο με το χρόνο, με το βλοσυρό, σκοτεινό πρόσωπο των εποχών της βροχής, το αληθινό πρόσωπο του φθινόπωρου, αυτό που κοντεύουμε να ξεχάσουμε, αυτό που κοντεύει να χάσει το δρόμο της επιστροφής του.


12 Νοε 2008

Ζητείται όραμα!


Πάνε κι' έρχονται. Στούς δρόμους, στα γραφεία, στα σπίτια, στα καβούκια τους. Πάνε κι' έρχονται. Σε αεροπλάνα και τρένα, σε καράβια και μοτοσυκλέτες, με τα κεφάλια σκυφτά, με τα μάτια κενά χαράζουν με σάλιο διαδρομές που, χωρίς να το ξέρουν, οδηγούν πάντα στο ίδιο σημείο. Εκεί που ξεκίνησαν, εκεί που το σκοτάδι της μήτρας γίνεται απειλητικό και αδιαπέραστο. Δεν το γνωρίζουν. Νομίζουν πως προχωρούν, όμως μόνο προσχωρούν σε στρατόπεδο εχθρικό και άγνωρο, δεν είναι η μήτρα αυτή της μάνας που τους γέννησε, είναι η τελική παγίδα που ενεδρεύει ξανά και ξανά στα ίδια περάσματα τα χιλιοπατημένα μα άγνωστα, που τους καταβροχθίζει τελικά, τους αναλώνει λαίμαργα και μετά φτύνει τ' απομεινάρια τους και πρόχειρα και βιαστικά τά ραντίζει με σταγόνες ζωής ανακατεργασμένης, ανακυκλωμένης και μικρότερης αντοχής, νάχουν να πορεύονται ξανά και ξανά πάνω στα χνάρια που ήδη πέρασαν τόσες φορές, χωρίς να το ξέρουν. Και πάλι πάνε, και πάλι έρχονται, αλλάζουν μόνο μέσο μεταφοράς, αλλάζουν και λίγο το βηματισμό τους, πότε πιό γρήγορα, πότε πιό αργά, πότε σ' ευθεία, πότε σε κύκλους, πάντοτε όμως σκυφτοί, με τα μάτια κενά και μ' ένα όραμα νεκρό στη θέση της καρδιάς.

Ακούνε ιστορίες απ' τα παλιά, με το πικρό χαμόγελο να κρέμεται στις άκρες των χειλιών τους και μιά πελώρια σκιά να καλύπτει το αναιδέστατο φώς των ματιών που προσπαθεί μάταια ν' ανάψει. Δεν επιτρέπεται. Απαγορεύεται αυστηρά και το γνωρίζουν. Μπορεί όμως και όχι. Απλά, έχουν εκπαιδευτεί να το ξεχνούν. Ακούνε πάντως ιστορίες θάρρους και ανθρωπιάς και κουρασμένοι γυρνούν προς το παρελθόν το κεφάλι, μήπως και ώ του θαύματος, ανακαλύψουν το μυστικό και απροσπέλαστο μονοπάτι, εκείνο το απάτητο, εκείνο το χωρίς επιστροφές και μυστικές παγίδες που φωταγωγεί, το ξέρουν, όλα τα διπλοκλειδωμένα δωμάτια της ψυχής και αποκαλύπτει τελικά την Πηγή της Αθανασίας. Τό Οραμα.

Ενας λαός. Χίλιοι λαοί. Ενας που κάνει χίλιους. Χίλιοι που κάνουν έναν. Υπήρξαν κυνηγώντας το. Με οποιοδήποτε όνομα κι' άν του δόθηκε. Πέθαναν κυνηγώντας το. Ξανά και ξανά, μέσα στα βάθη των αιώνων έγραψαν και κατέγραψαν πράξεις και μνήμες ηρωϊκές, παράδοση και πρωτοπορεία, νίκες απρόσμενες και θυσίες ανυπέρβλητες, όλα βαφτισμένα στ' όνομά του, όλα χαραγμένα με μελάνι ανεξίτηλο στους πάπυρους της Ιστορίας, να φέγγουν, να ζωοποιούν, να οδηγούν, να τρέφουν τ' όνειρο, να χορταίνουν, να δικαιολογούν τις διαδρομές, το ταξίδι, την ύπαρξη. Το "πήγαινέλα"...

Ανθρωποι κουρασμένοι πάνε κι' έρχονται. Βλέπεις μονάχα βλέμματα άδεια και ψυχές στραγγιγμένες να πορεύονται προς το φώς που τρεμοσβύνει, χωρίς επιλογές. Κρατάνε στο χέρι το μίτο της Αριάδνης που οδηγεί ξανά και ξανά στο σημείο μηδέν. Ενας μίτος δόλωμα. Που καταλήγει στο στόμα του Μινώταυρου και κανένας Θησέας δεν έρχεται για να τούς σώσει. Στα πελάγη του κόσμου αυτού όλα τα καράβια φοράνε τα μαύρα τους πανιά. Οι καπετάνιοι τους ξεχνάνε επίτηδες να σηκώσουν στα κατάρτια τα λευκά. Η τριήρης που κουβαλάει το Οραμα στ' αμπάρια της έχει μείνει πολύ πίσω. Τόσο, που αναρωτιέμαι μήπως και τσακίστηκε ανάμεσα στις Συμπληγάδες...

Δώστε μας ένα Οραμα ρε γαμώτο!

(Τόγραψα, με αφορμή την εκπομπή της Δευτέρας του πολύ ενδιαφέροντος ντοκυμαντέρ "Εμείς οι Ελληνες", που πραγματευόταν τον τρόπο που πολέμησαν οι πρόγονοί μας πάνω στις πλαγιές της Πίνδου και τον σχεδόν εξωπραγματικό ηρωϊσμό και ενθουσιασμό με τον οποίο κατάφεραν ν' αντισταθούν στις δυνάμεις του Αξονα.

Ο λαός του '40 και ο λαός του '08 είναι ο ίδιος. Μόνο που τότε, είχαν οραμα...)

6 Νοε 2008

Νταγιού



Tη Δευτέρα της αγόρασα καινούργιο περιλαίμιο. Κόκκινο. Το παλιό την έσφιγγε στο λαιμό. Καμάρωνε σα γύφτικο σκεπάρνι.


Ολη τη μέρα μες στη χαρά. Πήδουλους και παιχνίδια με τ' άλλα μου σκυλιά. Υπερβολικά εκδηλωτική και με τους ανθρώπους, ορμούσε κι' έγλυφε με μανία όποιο χέρι επιχειρούσε να την χαϊδέψει. Ηταν το καθημερινό της "ευχαριστώ" που γλύτωσε το θάνατο μέσα στον κάδο των σκουπιδιών όπου την είχανε "τακτοποιήσει" μαζί με τ' αδερφάκια της μόλις γεννήθηκε.


Μικροσκοπική τόσο, που να χωράει κάτω απο την σιδερένια αυλόπορτα. Αδυναμία της το διπλανό κτήμα με τις εκατομύρια καινούργιες μυρουδιές. Τήν έβλεπα απο το παράθυρο της κουζίνας και μόλις της φώναζα, τάχα μου αυστηρά "Νταγιού, γρήγορα σπίτι!", πηδώντας σαν κατσικάκι ερχόταν τρέχοντας κουβαλώντας καμιά φορά καμαρωτή τους θησαυρούς που είχε ανακαλύψει: κλαριά δέντρων, άδεια κονσερβοκούτια, πλαστικά μπουκάλια, που ήταν και η αδυναμία της. Τάφερνε σπίτι και καθισμένη στο χαλάκι της πόρτας τα τσουρομαδούσε απο το μάσημα, αφού βεβαιωνόταν ότι την παρακολουθώ.


Μές στη χαρά.


Το καινούργιο της περιλαίμιο δεν είναι τίποτ' άλλο απο μιά τρύπα στη διάμετρο του λαιμού της.


Χθές τ' απόγευμα την θάψαμε χωρίς αυτό.


Κάποιος "γρήγορος" και βιαστικός αναμετρήθηκε μαζί της στον δρόμο, μπροστά στο σπίτι μου. Εχασε η Νταγιού. Ακαριαία πιστεύω. Μόνο το κεφαλάκι της ήταν χτυπημένο. "Εφυγε" μες στη χαρά. Κι' έζησε 9 μήνες μές στη χαρά.


Πού να πηγαίνουν τα χαρούμενα σκυλάκια όταν πεθαίνουν;


Πονάω πολύ σήμερα...

31 Οκτ 2008

Nα Εχεις, ή να Είσαι;


Δεν το μπορώ το γκρίζο. Μοιάζει με απειλή, με εισαγωγή στο μαύρο, με προαναγγελία θανάτου. Τις τελευταίες μέρες με κυνηγάει επίμονα μέσα απο τη ματιά των ανθρώπων. Προσπαθώ να λειτουργήσω αντιπερισπαστικά, ψαχουλεύοντας ντουλάπια όπου φυλάω πολύχρωμα χαρτιά περιτυλίγματος για τα δώρα των Χριστουγέννων. Κόκκινα και χρυσά χαρτιά και φιόγκους προκλητικά φανταχτερούς, υπόσχεση χαράς με ημερομηνία λήξης.

Σχεδιάζω ταξίδι για τη Πρωτοχρονιά, και επιδίδομαι με μανία να κατασκευάσω εκ των προτέρων τις πιό λαμπερές μελλοντικές μου αναμνήσεις, βάφοντας χρυσά τα κάστρα και τα σπήλαια του Brantome, καφεπράσινα τα νερά του Dordogne, τα πασπαλίζω και με λίγο λευκό, κι' εξασφαλίζω για 60 μέρες το μερτικό μου σε χαρά. Η ανακωχή μου με το γκρίζο έχει ημερομηνία λήξης σε δυό μήνες.

"Τραπεζικά συστήματα που καταρρέουν", "πραγματική οικονομική κρίση" ante portas, ολοένα και περισσότεροι άνθρωποι που νοιώθουν για τα καλά στο πετσί τους τη φτώχεια, άνθρωποι που απαγορεύουν στον εαυτό τους τα όνειρα πιά, που με την παραίτηση στα μάτια και με τα χέρια ψηλά παραδίδονται αμαχητί στο "Αμερικάνικο όνειρο"που έγινε εφιάλτης, και στο βάθος ο χρόνος που έρχεται χωρίς ούτε μιά υποψία υπόσχεσης, ούτε καν μιά ευχή που να γίνει πιστευτή.

Οχι, εγώ δεν παραδίδομαι στο γκρίζο. Κρατάω μυστικό οπλοστάσιο στα βάθη του μυαλού μου και πυροβολώ τις ανασφάλειες στο "δόξα πατρί". Εσωτερικές διεργασίες και ανακατατάξεις λαμβάνουν χώρα, σαν άσκηση ετοιμότητας απέναντι στον εχθρό. Σηκώνω τις άγκυρες που με κρατούν δεμένη με τα "έχει" μου, πετάω στο καλάθι των αχρήστων μικρούς και μεγάλους θριάμβους ματαιοδοξίας και απεκδύομαι την στολή της συνθετικής ευδαιμονίας, που έτσι κι' αλλιώς , ποτέ δεν έγινε ένα με το δέρμα μου.

"Να Εχεις, ή να Είσαι" λεγόταν το βιβλίο του Εριχ Φρομ, που πριν απο πολλά χρόνια διαβασμένο, είχε αφήσει τη σφραγίδα του να ξεθωριάζει στη μνήμη μου. Δεν υπάρχει καν στη βιβλιοθήκη μου για να το ξαναδιαβάσω, όμως το μήνυμα το είχα προσλάβει απο τότε , και σαν αποτύπωμα μυστικό το ψηλαφούσα κάποιες φορές, ανανέωνα τη σχέση του μαζί μου με σεβασμό κι' εμπιστοσύνη, μα όχι με απόγνωση και δογματισμό.

Οι άνθρωποι "Να Εχεις" κινδυνεύουν. Εχτισαν τη ζωή τους μέσα σε ντουβάρια. Την ψυχή τους την φυλακίσαν εκεί μέσα. Ταξιδεύουν το σώμα τους σε ακριβά αυτοκίνητα και τις αισθήσεις τους στο πορτ μπαγκάζ. Καταθέτουν τα όνειρά τους σε επισφαλείς τραπεζικούς λογαριασμούς και τοκίζουν την ευτυχία τους με μηδενικό επιτόκιο. Ανταμώνουν ένα ευωδιαστό λουλούδι στον δρόμο τους και επενδύουν στην ευωδιά του που ψυχοραγεί για μιά εβδομάδα στο βάζο. Ιδιοποιούνται το κελάϊδισμα των πουλιών, φυλακίζοντάς το σε κλουβιά, κι' ακούγοντάς το μονοφωνικά. Χάνουν τη μαγεία της ορχήστρας για να έχουν μουσική δωματίου.

Οι άνθρωποι "Να Είσαι"χτίζουν τον κόσμο τους εκ των έσω. Κατοικούν σε ντουβάρια, αλλά η ψυχή τους περιδιαβαίνει ελεύθερη έξω απ' αυτά. Ταξιδεύουν μέχρις εκεί που τους φτάνει η βενζίνη κι' όταν αυτή σωθεί φορτώνουν στις αποσκευές τους τις αισθήσεις τους κι' ανακαλύπτουν τη μαγεία των μονοπατιών. Ανταμώνουν ένα ευωδιαστό λουλούδι στο δρόμο τους και εισπνέουν την πεμπτουσία της ύπαρξής του, γίνονται χρώμα, γίνονται μυρουδιά.

Αφουγκράζονται τις μουσικές της φύσης στερεοφωνικά και γίνονται για λίγο πουλιά. Επενδύουν με υψηλό επιτόκιο στο ανεξάντλητο κεφάλαιο της πιό πηγαίας ευτυχίας, αυτής που χαρίζεται, που προσφέρεται, που δεν μετατρέπεται σε κανένα νόμισμα, και δεν υπόκειται σε καμιά ισοτιμία.

Παρέα με το "Είμαι" μου λοιπόν, θα κυνηγήσω το γκρίζο. Τα "Εχει" μου είναι πράγματι επισφαλή. Ανασκαλίζοντας όμως τα συρτάρια με τις άμυνες, που τις κρατώ ρωμαλέες έτσι κι' αλλιώς, τραβάω το κρυμμένο μου χαρτί, αυτή την θαυμάσια παρακαταθήκη που μου άφησε ο Φρομ και το βιβλίο του και έτσι μαγικά, χαμογελάω αισιόδοξα στο μέλλον, σπρώχνω τα υπολείματα των φόβων μου κάτω απ' το κρεβάτι και προσκαλώ τους προφήτες κακών στο δικό μου πάρτυ. Με τους δικούς μου όρους πιά: "Σας κερνάω τα έχει μου. Φάτε τα μέχρι σκασμού. Την ευωδιά απ' τα τριαντάφυλά μου δεν μπορείτε να την πάρετε. Ούτε να σταματήσετε τα κοτσύφια να ζευγαρώνουν. Ούτε να βάψετε τη ψυχή μου γκρίζα. Ούτε να κάνετε το χώμα να μην μυρίζει μετα απο τη βροχή. Ούτε να πάψω ν' αγαπώ και ν' αγαπιέμαι. Ούτε μπορείτε να κατασχέσετε τη γεύση μου, την όρασή μου, την ακοή και την αφή μου."

Νά'σαι καλά βρε Εριχ! Μου θύμισες ξανά πόσο πολύτιμη εμπειρία είναι η δυσκολία. Κι' άν υπήρξα αρκετά καλή μαθήτρια, τότε ελπίζω ν΄ανταμειφθώ επάξια και με τη φτώχεια. Το "Είμαι μου" κι' εγώ βάλαμε πλώρη και για master!

24 Οκτ 2008

Αρώματα κλεισμένα σε συρτάρι...





























Το τελευταίο συρτάρι της παλιάς μου συρταριέρας στριγγλίζει ενοχλητικά όποτε προσπαθώ να το ανοίξω. Και το ανοίγω σπάνια.












Τη νύχτα ονειρεύτηκα τον μπαμπά μου και την αγαπημένη μου γιαγιά, την συνονόματη, τη μητέρα του. Το δωμάτιο γέμισε αρώματα βαριά, απ' αυτά τα επιθετικά αρώματα που συνοδεύαν τη γιαγιά μου την Πολίτισα και τις φίλες της, όταν μαζεύονταν για τσάϊ στο σπίτι μας.












Ασυναίσθητα σχεδόν, με το καφέ στο χέρι πρωϊ-πρωϊ, έσκυψα στο τελευταίο συρτάρι της παλιάς μου συρταριέρας και αγνοώντας τις στριγγλιές του το τράβηξα προς τα έξω όσο πιό πολύ μπορούσα.












Τ' αρώματα της Πόλης ανακατεύτηκαν με τη μυρουδιά απ' το πριονίδι του πληγωμένου ξύλου που πέφτει στο πάτωμα καθώς το συρτάρι αντιστέκεται στο άνοιγμα.












Ανέσυρα το φάκελο που έγραφε απ' το χέρι μου "πολύ παλιά". Μιά ανεξήγητη συγκίνηση μ' έκανε να κρατήσω ευλαβικά το φάκελο πάνω στη καρδιά μου για μερικά δευτερόλεπτα και μετά να αραδιάσω,το ίδιο ευλαβικά,το περιεχόμενό του πάνω στο κρεβάτι.












Ενοιωσα σαν να όφειλα να προστατεύσω αναμνήσεις πολύτιμες, απο τη φθορά του χρόνου, να τις φυλακίσω γι' άλλη μιά φορά, καλά κλειδαμπαρωμένες, στο κελλί της ψυχής μου, ν' ανανεώσω τη σχέση μου μαζί τους, να τροφοδοτήσω τον αέρα γύρω μου με την ανάσα ανθρώπων αγαπημένων και πράων, με λέξεις και φωνές που έρχονται απο άλλες εποχές και κοιμισμένες ύπνο βαθύ, ξυπνούν μόνο όταν στριγγλίζει το συρτάρι...











Ενα γλυκό τρυφερό παιδάκι, ο πατέρας μου, σε ηλικία 7 ετών, μου χαμογελάει απο την αγκαλιά του παπού μου....

































Πρώτη απο αριστερά, η αδερφή της αγαπημένης μου γιαγιάς, η θεία η Μαργαρίτα, μιά αθώα και άδολη ψυχή, που όντας ανύπαντρη, πέθανε απο καρκίνο στα 60 της, πιό παρθένα κι' απ' ότι είχε γεννηθεί.... Δεν την είχα γνωρίσει. Το άρωμα της ψυχής της, έφτασε σε μένα μέσα απο ιστορίες που μου διηγόταν η μητέρα μου, όταν ακόμη ήμουν παιδί. ..











Ο παπούς μου, ιατρική διάνοια για την εποχή του, με συγγράματα και εργασίες στο ενεργητικό του, ιδρυτής μεγάλης κλινικής στον Πειραιά, αθεράπευτος γυναικάς και ομορφάντρας, που πέθανε με μαλάκυνση εγκεφάλου καναδυό χρόνια πριν να γεννηθώ, και κατα αρκετά εκατομύρια δραχμές ξαλαφρωμένος, απο τις διάφορες μαιτρέσες που διατηρούσε κρυφά επι σειρά ετών σε appartment (προφέρεται γαλλιστί) του Κολωνακίου!











Οι διηγήσεις της μητέρας μου συνοδεύονταν και απο επιτιμητικό κούνημα του κεφαλιού, αλλά, δεν ξέρω γιατί, στο βάθος του μυαλού μου διατηρούσα απέραντη επιείκεια για τον άταχτο αυτόν παπού, που παρά τις επαναλαμβανόμενες ζαβολιές του, κατάφερνε να κρατάει ψηλά τον σεβασμό του για τη γιαγιά μου, καθώς και την θέση που της άξιζε στην τότε αριστοκρατική κοινωνία. (Μούτρο, εν ολίγοις ο παπούς!) Ισως, αυτή η επιείκεια να πήγαζε απο το γεγονός ότι, η καημένη η γιαγιούλα μου, ήταν μιά άσκημη γυναίκα, ιδιαίτερα μορφωμένη και με αγγελική ψυχή, άσκημη όμως, άσκημη!











Νάτην, εκεί, δίπλα στο παπού μου καθισμένη, με τη μαύρη φούστα και το υπομειδίαμα στα χείλη, η γλυκειά μου η γιαγιά, ούτε μία φορά δεν είχε πεί κακή κουβέντα για τον Βασίλη της, ούτε μιά...










Ακόμα μένουν στο μυαλό μου αποτυπωμένες εκείνες οι βασανιστικές γι' αυτήν βόλτες που μ' έκανε στα κοντινά παρκάκια, που ασθμαίνουσα και κουβαλώντας τα μπόλικα κιλά της με κυνηγούσε εκλιπαρώντας με να μη φεύγω μακριά της, μισά στα πολίτικα, μισά στα γαλλικά.








Στη φωτογραφία παραπάνω, η μικρή βιολίστρια, σε μιά απ' αυτές τις συνήθως περιπετειώδεις πρωϊνές εξορμήσεις μαζί με τη γιαγιά....




Πίνω δυό γουλιές καφέ και τα χέρια μου ανοίγουν προσεχτικά έναν άλλο μικρότερο φάκελο.




Χαρτί κιτρινισμένο, με τυπωμένες ζωγραφιές επάνω του, επιστολόχαρτο ιδιαίτερο, απ' αυτά που δεν κυκλοφορούσαν στην Ελλάδα του 1923. Γράμματα που ανεδείκνυαν τη προσπάθεια να αποτυπωθούν καλλιγραφικά απο ένα μικρό παιδάκι, γράμματα γεμάτα οξείες, δασείες, περισπωμένες και όλα τ' άλλα σημεία στίξης, που δε μπορώ πιά να θυμηθώ ούτε τ' όνομά τους,




τα γράμματα που έστελνε ο μπαμπάς μου απο τη Δρέσδη της Γερμανίας στον δικό του τον παπού, στην Αθήνα... Τα κρατάω στα χέρια μου και προσπαθώ ν' αφουγκραστώ αυτή τη παιδική φωνή, να συλλαβίζει καθώς γράφει, να ταξιδεύει 85 χρόνια διαδρομή και νάρχεται σήμερα το πρωϊ μές στο δωμάτιο, να το γεμίσει αθωότητα, γλύκα και εικόνες που δεν μου ανήκουν, αναπαυμένες εντούτοις μ' εμπιστοσύνη σ' ένα συρτάρι που στριγγλίζει όταν ανοίγει...




"Δρέσδη, 4 Ιουλίου 1923..."














Νοιώθω ότι μπερδεύομαι για μερικά λεπτά. Διαβάζω κι' ακούω τον εαυτό μου να ψιθυρίζει "παιδάκι μου γλυκό"! Σα να μιλάω στα παιδιά μου, μιά έκφραση που γι' αυτούς χρησιμοποιώ, κι' όμως μου ξεφεύγει τόσο αυθόρμητα, τόσο τρυφερά, που μόλις λίγο αργότερα συνειδητοποιώ ότι ο τρόπος που αγάπησα τον πατέρα μου ήταν αυτός! Σαν μάνα το παιδί! Ο τρόπος που "θυμάμαι" την αγάπη μου για τον πατέρα μου, αυτός ακριβώς είναι: μιά αντιστροφή των ρόλων, μιά κατ' ανάγκην αντιστροφή. Ισως μ' αγάπησε μόνο σαν προέκταση της μητέρας μου, ίσως δεν μ' "έβλεπε" καθόλου, ίσως έπρεπε εγώ να δημιουργήσω εκ θεμελίων τη σχέση αυτή, να τη χτίσω με το δικό μου τρόπο, απλά για να υπάρχει, απλά γιατί την χρειαζόμουνα, κι' έτσι την έφερα στα μέτρα που μπορούσα, τον έκανα παιδάκι μου κι' αυτόν, παιδάκι τον διατήρησα στη μνήμη μου, ένα επτάχρονο παιδάκι ήταν ο μπαμπάς μου, που ανάμεσα στους περιπάτους και τα μαθήματα γερμανικών με την fraulein στην Δρέσδη (η τελευταία στα δεξιά της εικόνας παραπάνω), πάλευε επιμελώς να διατυπώσει κομάτια της σκέψης του πάνω στο ακριβό επιστολόχαρτο με αποδέκτη τον παπού του...

Σκάλισα κι' άλλες φωτογραφίες, κι' άλλα γράμματα. Κάποιες αναφορές στην προγιαγιά μου, πρόσωπο που δεν γνώρισα ποτέ, μιάς και πέθανε ήσυχα-ήσυχα, σαν αγγελούδι, στα 98 της, λίγους μήνες μετά αφ' ότου είχε γεννηθεί... ο μικρός Γιωργάκης! Δηλαδή, εγώ!

Η προγιαγιά μου, η Φευρωνία(!), ένα λουλούδι αθωότητας κι' ευγένειας, και πάλι μέσα απο τις διηγήσεις της μητέρας μου, ένα πρόσωπο που η φαντασία μου το έχει διατηρήσει χλωμό και διάφανο, πάνω σε δαντελένια σεντόνια μόνιμα σχεδόν ξαπλωμένο τον τελευταίο χρόνο της ζωής της, ένα λεπτό και αποστεωμένο κορμί ντυμένο με μεταξωτές νυχτικιές και με τα μαλλάκια πάντα περιποιημένα, που όμως στάθηκε αδύνατο να θυμηθεί για πάνω απο πέντε λεπτά, ότι το νεογέννητο στο σπίτι, ήταν κορίτσι. Το μυαλό της ήταν μόνιμα συντονισμένο στην ιδέα ότι το δισέγγονό της ήταν αγόρι και μάλιστα ο μικρός Γιωργάκης, ο πατέρας μου και εγγονός της.

"Φέρτε με τον Γιωργάκη, να τον ειδώ για λίγο", συνήθιζε να λέει στη μαμά μου.

"Δεν είναι ο Γιωργάκης, γιαγιά Φευρωνία, η Θαλίτσα μας είναι", την διόρθωνε για εκατοστή φορά η μητέρα μου...

"Οh, mais non, όλο το ξεχνώ, mais naturellement, c'est une fille, η Θαλίτσα μας!".. Και μετά απο λίγο : " Ο Γιωργάκης κλαίει. Πεινά. Oh, donnez lui a manger, s' il vous plait"...

Kaι όταν την ρωτούσαν, γιατί μιλάει γαλλικά μπροστά στο μωρό, ερχόταν η απάντηση, αποστομωτική μα και αφοπλιστική συνάμα: "Μα για να μη καταλαβαίνει ότι μιλούμε γι' αυτόν"!, με φωνή ψιθυριστή και ύφος αθώα συνομωτικό!

Η προγιαγιά μου, η Φευρωνία, έφυγε αθόρυβα, ένα απόγευμα, πλαισιωμένη απο τις περίτεχνες δαντέλες των μαξιλαριών της, έτσι ειρηνικά όπως έζησε. Χαμογελούσε μερικά λεπτά πριν απο τον θάνατό της σε όλους τους ήδη φευγάτους συγγενείς, που την προσκαλούσαν χαρωπά για τσάϊ, στα ουράνια... Δεν τη γνώρισα ποτέ, ναί. Ομως , μιά άγνωστη μνήμη, ανακαλεί συχνά μέσα στ' αυτιά μου μιά ευγενική φωνούλα που κάθε πρωϊ ανελλιπώς υπενθύμιζε: "Παρακαλώ πολύ, μπορείτε να με φέρετε το κεντιανό μου;" (Αν θυμάμαι καλά-άν όχι διορθώστε με- κεντί στα τούρκικα είναι κάτι σαν το πρωϊνό, ή κάτι παρόμοιο τελοσπάντων), όμως αυτό ζητούσε η Φευρωνία κάθε πρωϊ. Αυτή η φράση, έμεινε μές στο μυαλό μου, σαν σήμα κατατεθέν της προγιαγιάς Φευρωνίας. Κι' ένα άρωμα ανθόνερου, που μόνο αυτό νομίζω θα της ταίριαζε, αν μπορούσα να την κλείσω σε μπουκαλάκι...

Και τελικά, αυτό το μουντό, φθινοπωριάτικο,όμορφο πρωϊνό του Οκτώβρη, για πρώτη φορά ένοιωσα να ξεχωρίζω τ' αρώματα αυτά της Πόλης, να τα ταξινομώ μες στις αισθήσεις μου, σύμφωνα με την essence που το καθένα απ' αυτά ανέδιδε και που έτσι απλά και μυστήρια συνάμα, αποτελούσε την πραγματική ταυτότητα των υπάρξεων αυτών.

Η προγιαγιά μου, η Φευρωνία, ήταν το ανθόνερο.

Η γιαγιά μου η αγαπημένη, ήταν μάλλον απόσταγμα ροδόνερου.

Ο παπούς μου, ο Βασίλης, ο γιατρός, νομίζω πως θα μύριζε πιπεράτο μοσχοκάρυδο.

Ο πατέρας μου, ο καλός και διακριτικός αυτός άνθρωπος, μάλλον θα μύριζε γιασεμί.

Η καημένη, η παρθένα η θεία Μαργαρίτα, πρέπει ν' ανέδιδε το άρωμα του χαμομηλιού.

Ηρθαν και σκέπασαν τις βαρειές πολίτικες μυρουδιές, αυτά τα εκλεπτυσμένα και αυθεντικά αρώματα της φύσης, αυτό έμεινε, έναν αιώνα σχεδόν μετά, αυτό που αποτελούσε συστατικό αναπόσπαστο της ψυχής τους, η πραότητα, το ανθόνερο, το ολοζώντανο πνεύμα, το μοσχοκάρυδο, η γλυκυτητα και η αθωότητα , το γιασεμί, η παρθενικότητα και η αγνότητα,το χαμομήλι....

Κράτησα τελευταία στα χέρια μου μιά καρτ-ποστάλ, αυτήν που διακοσμεί την ανάρτησή μου, κάτω απ' τον τίτλο.Σταλμένη απο κάποιον άγνωστο σε μένα φίλο κάποιου άλλου θείου μου,

κάτοικου Αμερικής, με την ευκαιρία της γιορτής της Πρωτοχρονιάς. Σταλμένη στον θείο τον Πολύβιο, σύζυγο της αδερφής της άλλης μου γιαγιάς, απο την πλευρά της μητέρας μου, της Αριάδνης. Ο Πολύβιος, που δεν του έμελλε να είναι πολύβιος, έφυγε , σχετικά νέος για την εποχή, τσακισμένος απο το δύστροπο του χαρακτήρα της Αριάδνης, της αδερφής της άλλης μου γιαγιάς (ξέρω, ξέρω, μπερδεύεστε). Ο φίλος του όμως ο John, απο το Pitchburg της Ν. Υόρκης, του έστειλε μιά ευχητήρια κάρτ-ποστάλ για να του μεταφέρει πρωτοχρονιάτικες ευχές δια το νέον Ετος.....
Δια το νέον έτος 1908! Κρατάω στα χέρια μου, χάρτινη ανάμνηση 100 χρονών! Το μελάνι αυτού του άγνωστου ανθρώπου παραμένει αναλείωτο εδώ κι' έναν αιώνα! Το συναίσθημά του τη στιγμή που έγραφε την κάρτα αυτή, εξακολουθεί να ταξιδεύει μέχρι σήμερα, αυτούσιο, αυθεντικό, σαν να μου έχει παραδώσει τη σκέψη του μέσα σε φάκελο σφραγισμένο, σα να με παρακάλεσε να τη ζωντανεύω πού και πού, να μη χαθεί ποτέ, να μη παραπέσει, να μη περάσει στη σκοτεινή πλευρά του κόσμου αυτού....
Οταν έκλεισα και πάλι το συρτάρι της παλιάς μου συρταριέρας, ένοιωθα σαν να μου χαρίστηκε η αιώνια ζωή. Αρωματισμένη λές για πάντα, με μυρουδιά ανθόνερου, ροδόνερου, μοσχοκάρυδου, γιασεμιού και χαμομήλι...
Αν, πράγματι μου επιφυλάσσεται η αθανασία, κάπως έτσι θα ήθελα να ευωδιάζει...
Α! Ξέχασα! Ο θείος ο Πολύβιος, ο Ελλην εξ Αμερικής, θα πρέπει να μυρίζει φυστικοβούτυρο!


















21 Οκτ 2008

Παραγγελιά.


Εχω δυό παραγγελιές να φέρω εις πέρας. Απο τον καλό μας το κηπουρό τον Theo, τις 5 ερωτήσεις, και απο την γλυκειά μου την Talisker, τις 7 αλήθειες για τον εαυτό μου.

Δύο σε ένα λοιπόν και παίζουμε, λέμε, παίζουμε!

Θα ρώταγα λοιπόν ένα φιλόσοφο: Ποιό είναι εκείνο το φιλοσοφικό σύστημα που κατέληξε ποτέ σ' ένα συμπέρασμα;

Το μέντιουμ, θα το ρώταγα: Τί χρώμα έχει η αύρα μου;

Σ' ένα παιδάκι θα έλεγα: Θέλεις ν' αλλάξουμε ρόλους για λίγο;

Σε μιά παλιά αγάπη, μάλλον θα ήθελα να ρωτήσω: Με βρίσκεις πιό όμορφη παρα ποτέ! Ετσι δεν είναι;

Και στον καθρέφτη μου: Πού έχω βάλει τα γυαλιά μου γαμώτο;

Οι 7 αλήθειες για τον εαυτό μου τώρα:

1)Σιχαίνομαι αναβλητικότητα και αναποφασιστικότητα (βλέπε. ανυπόμονη)

2) Οργανωτική και συγκεντρωτική στο έπακρο (βλέπε. μιά χαρά το κάνετε, αλλά εγώ το κάνω καλύτερα!)

3) Οταν βάλω κάτι στο μυαλό μου, το "είναι" μου όλο συνομωτεί για να το πετύχει (βλέπε. πεισματάρα)

4) Το χειρότερό μου είναι να βρεθώ στην ανάγκη να ζητήσω χάρη (βλέπε. εγωίστρια)

5) Δεν έχω καταφέρει να μισήσω κανένα για παραπάνω απο μία εβδομάδα (βλέπε. μαλακοπίτουρας)

6) Σπάνια γίνομαι αγαπητή με τη πρώτη ματιά (βλέπε. "τρώγοντας έρχεται η όρεξη)

7) Μπορώ να προσαρμοστώ σε οποιαδήποτε κατάσταση (βλέπε. survivor)

Και δε με νοιάζει άν οι αλήθειες πρέπει να είναι επτά, γιατί δεν μπορώ να παραλείψω το βασικό "σήμα κατατεθέν μου"!

Φτού και βγαίνω λοιπόν:

8) ΑΔΥΝΑΤΟΝ ΝΑ ΣΗΚΩΘΩ ΑΠΟ ΤΟ ΤΡΑΠΕΖΙ ΧΩΡΙΣ ΝΑ ΕΧΩ ΦΟΡΤΩΣΕΙ ΤΟ ΜΠΛΟΥΖΑΚΙ ΜΟΥ ΜΕ ΛΕΚΕΔΕΣ! (ΒΛΕΠΕ. ΧΥΜΑ!!!)

Να παίξει όποιος δεν βαριέται!

16 Οκτ 2008

Ανοιχτή επιστολή

Αγαπητοί φίλοι, φίλες και γνωστοί,
αγαπητοί πρώην συνάδελφοι, συγγενείς και όχι μόνο,
επειδή, εδώ και έξι συναπτά έτη, το μυαλό, η καρδιά και η ματιά μου έχουν εκπαιδευτεί δεόντως να αντιλαμβάνονται, να επεξεργάζονται και να ερμηνεύουν εκείνο το αδιόρατο απαξιωτικό βλέμα που στις περισσότερες των περιπτώσεων καλύπτεται (ή έτσι πιστεύετε τουλάχιστον) απο αμήχανη συγκαταβατικότητα, ή και, ακόμα χειρότερα, απο επίπλαστη φυσικότητα έως και ενθουσιώδη αποδοχή, και επειδή τα ερωτήματα δεν εκφέρονται ευθέως, αλλά διακρίνονται να σέρνονται πίσω απ' τη πλάτη μου συνομωτικά, προτίθεμαι μέσω αυτής της επιστολής, να προσπαθήσω να καλύψω τις όποιες απορίες σας (για τις οποίες φυσικά δεν κατηγορώ κανέναν) και να σας απαλλάξω απο την επίπονη διαδικασία να αναλύετε και να συμπεραίνετε ερήμην μου (πράγμα για το οποίο φυσικά και σας κατηγορώ, αλλά μη το παίρνετε και κατάκαρδα)...
Στην ταραχώδη ερωτική μου ζωή, ουδέποτε διεκδίκησα το τίτλο της "καλής κοπέλας". Οπου γάμος και χαρά η Βασίλω πρώτη, που λένε! Οπου περίεργα, και επικίνδυνα, όπου μύριζε η αδρεναλίνη και η τρέλα, εγώ, μάσκα, βατραχοπέδιλα και βουτιά χωρίς αναπνευστήρα! Δεν υπήρξα καλή σύζυγος, ούτε υπόδειγμα μητέρας. Υπήρξα όμως άνθρωπος γεμάτος συναισθήματα και πάθος, πάθος αυτοκαταστροφικό μερικές φορές, που απεγνωσμένα έβραζε μέσα μου κι' έψαχνε αποδέκτη, ένα δοχείο συγκοινωνούν, να μεταφερθεί, να μεταγγιστεί, να καταλαγιάσει...
"Δοχεία" υπήρξαν πολλά. Αλλά δεν ήταν συγκοινωνούντα. Κι' έτσι, κάποια στιγμή γινόταν η έκρηξη. Και δεν έμενε τίποτα όρθιο.
Χρόνια ολόκληρα, αναρωτιόμουν με αγωνία, τί δε πήγαινε καλά στις αναζητήσεις μου. Επιστράτευσα τόμους ολόκληρους απο βιβλία ψυχολογίας ή συναφή του τύπου: " Πώς να", ή του τύπου: "Γιατί να", ή : "Ετσι θα". Τίποτα! Πέρασα και τη πόρτα του ψυχολόγου, τον οποίο πλήρωνα για να δίνω εγώ τις απαντήσεις στα ερωτήματά μου και μετά απο μικρό χρονικό διάστημα, να έχω ξεχάσει γιατί πήγα.
Ερωτεύτηκα. Χώρισα. Ξαναερωτεύτηκα. Ξαναχώρισα. Δεν κρίνω εκ του αποτελέσματος τις σχέσεις μου, πέρασα όμορφες στιγμές, άσχημες στιγμές, κέρδισα, έχασα, πέταξα στα σύννεφα αρκετές φορές, ξέσκισα τις σάρκες μου άλλες τόσες.
Πέρασα μέσα απο το λαβύρινθο του μυαλού ανθρώπων της κουλτούρας, άνθισε η σκέψη μου, αρθρώθηκε διαφορετικός ο λόγος μου, πλούτισε το πνεύμα μου, αλλά...εκείνη η φλόγα που σιγόκαιγε στα βάθη της καρδιάς μου δεν έλεγε να σβύσει.
Γνώρισα τη γοητεία του αντισυμβατισμού, απογειώθηκα σε σχέσεις έντονες και "διαφορετικές", ένοιωσα την υπέρβαση, έζησα τη παιδικότητά μου, "έκλεψα" στιγμές απο ταινίες του κινηματογράφου, αλλά....η φλόγα εκεί, με τσουρούφλιζε ακόμη.
Περπάτησα σε μονοπάτια ασφαλή, περιπατώντας τρυφερά και γνώριμα σοκκάκια, διοχέτευσα το "χύμα" της ιδιοσυγκρασίας μου χωρίς ντροπή, με αποδοχή απο τον τότε σύντροφό μου, με λύπες και χαρές στο δρόμο μας, αλλά... στα μονοπάτια αυτά, ο περιπατητής έμεινε μόνος, ο συνοδοιπόρος μάλλον βαρέθηκε τη διαδρομή στο κόσμο αυτό και "ανέκρουσε πρύμνας", επέστρεψε εκεί που ανήκε: στην απόλυτη ελευθερία τ' ουρανού. Και η φλογίτσα μέσα μου σιγόκαιγε ακόμη...
Για να μη τα πολυλογώ, καλοί μου φίλοι, γνωστοί και συγγενείς, πρώην συνάδελφοι και όχι μόνο, η ζωή, ή το κεφάλι μου, δε ξέρω, τά'φερε έτσι, που άνθρωποι, βιβλία, ψυχολόγοι, αυτοσυγκέντρωση, αυτογνωσία, αυτοδιάθεση και αυτομαστίγωση, αποδείχτηκαν μέσα ανεπαρκή για την ανίατη, όπως πίστευα, ασθένειά μου. (Την αυτοσυγκράτηση τη βγάζω έξω απ' τη λίστα, ουδέποτε διέθετα απ' αυτήν).
Ωριμάζοντας όμως, συλλέγοντας τις εμπειρίες μου και τοποθετώντας τις όμορφα όμορφα κατα σειρά στα βάθη του χρόνου, αντιλήφθηκα ότι μάλλον δεν είχα τελειώσει με τις αναζητήσεις μου. Αλλά ούτε και με εκείνη την άτιμη την αντισυμβατικότητά μου, αυτήν που κατέρριπτε όλα τα τείχη των αναστολών μου τελικά, (και πολύ καλά έκανε), είχα τελειώσει.
(Αμα το' χει το ζακόνι ο άνθρωπος!)...
Και έξι χρόνια πριν, αποφάσισα ότι κακώς γεννήθηκα και μεγάλωσα στην Αθήνα, κακώς πέρασα τη μισή μου σχεδόν ζωή εκεί, αφού ένα μέρος των παιδικών μου αναπολήσεων δεν είχε πραγματωθεί ακόμα.
Και μάζεψα εαυτόν , εμπειρίες αποτυχημένες και μη, και τη φλογίτσα μου, και εγκαταστάθηκα στο χωριό.
Και παντρεύτηκα ξανά.
Το αντικείμενο των αποριών σας. Των αμφιβολιών σας. Των απαξιωτικών σχολίων σας.
"Παιδί" απ' το χωριό. Και κατα πολύ νεότερο. Και "μαστοράντζα"! Εγώ! Η κουλτουριάρα! Η απόγονος "καλής οικογενείας", η πολύγλωσση και "ψαγμένη", η μεγαλωμένη με όπερα και κλασσική λογοτεχνεία, ή όμορφη, η εντυπωσιακή...
Τη φλογίτσα μου όμως, δεν τη βλέπατε, ούτε τη μαντεύατε. Γιατί; Μέρος των προσόντων μου ήταν κι' αυτή!
Επειδή λοιπόν, δίκαια ή άδικα απορούσατε και απορείτε ίσως ακόμη,
Επειδή, είναι πιό εύκολο να κρίνετε μόνο την επιφάνεια,
Επειδή τα λεφτά και το "δήθεν" έχουν καταντήσει για τους περισσότερους απο σάς σημείο αναφοράς της υποτιθέμενης επιτυχίας και της "συνθετικής" ευτυχίας,
Επειδή ίσως και κάποιοι απο σάς να βαυκαλίζονται ότι έχουν διαφύγει επιτυχώς τους υφάλους της κοινωνικής υποτίμησης ΄(η έκφραση ερμηνεύεται κατα το δοκούν), κι' έχουν αγγίξει τα όρια της κοινωνικής αποδοχής, σιγοβράζοντας μές στο ζουμί τους, ανέραστοι, αγέλαστοι, αγχωτικοί, παραπληγικοί και ξενέρωτοι,
Εγώ απλά μ' αυτήν μου την επιστολή, "ξεδιπλώνω" εκείνες τις πτυχές του μυστηρίου, που δεν μπορέσατε να διακρίνετε μέσα στις 2.192 ημέρες της κοινής μου ζωής με τον άντρα μου.
-Τον διάλεξα, γιατί με διάλεξε και με διεκδίκησε με πείσμα και επιμονή.
-Επειδή, δεν πέρασε ούτε μία μέρα να μη μου ψιθυρίσει, αυθόρμητα και κυρίως απροκάλυπτα, τό πόσο μ' αγαπάει.
-Επειδή, δεν πέρασε ούτε μία μέρα, που να μη θέλει να με κρατάει σφιχτή αγκαλιά την ώρα που κοιμόμαστε.
-Επειδή γελώντας μου λέει, ότι θα μου κάνει έρωτα μέχρι τα 90 μου, και δε γλυτώνω απ' αυτόν!
-Επειδή, αγαπάει και νοιάζεται τα παιδιά μου όσο και τα δικά του.
-Επειδή, δεν είναι καθόλου "κιτς".
-Επειδή δεν έχει ίχνος κόμπλεξ.
-Επειδή, δεν προσπαθεί να δείξει κάτι που δεν είναι.
-Επειδή, με αποδέχεται με τις οποιεσδήποτε επιλογές μου, χωρίς να με κριτικάρει ποτέ!
-Επειδή, με αφήνει να είμαι ο εαυτός μου.
-Επειδή, δουλεύει με πάθος μέχρι τα όρια των αντοχών του, για να μη μας λείπει τίποτε.
-Επειδή, δεν έχει διανοηθεί ποτέ να σηκώσει το χέρι του, ούτε για ένα χαστούκι, σ' αυτούς που αγαπά.
-Επειδή, είναι έτοιμος να πλακωθεί στις μπουνιές με οποιονδήποτε διανοηθεί να βλάψει αυτούς που αγαπά.
-Επειδή είναι πάντα έτοιμος να γίνει κοινωνός πραγμάτων που μου αρέσουν και μ' ευχαριστούν, ακόμα κι' αν δεν τρελαίνεται, μόνο και μόνο για να τα μοιραστεί μαζί μου.
-Επειδή, είναι έξυπνος, υπερδραστήριος, ζωντανός κι' έχει χιούμορ.
-Επειδή έχει παντρύφερη ψυχή και βάζει τις πλάτες του για οποιονδήποτε ζητήσει τη βοήθειά του.
-Επειδή, μπορεί να σταματήσει το αυτοκίνητο στο δρόμο και να μαζέψει ένα κουτάβι, για να μη το πατήσουν τ' αυτοκίνητα που έρχονται.
-Επειδή, ακόμα και στην πιό "δύσκολη", είναι πάντα πρόθυμος να βοηθήσει οικονομικά, όπου το έχουν ανάγκη.
-Επειδή, κρατάει για τον εαυτό του τα άγχη του και τις στενοχώρεις του, για να μην με επιβαρύνει. (Κι' εγώ γίνομαι Τούρκος!)
-Επειδή, μου δίνει την απόλυτη σιγουριά, ότι το Α και το Ω της ζωής του είμαι εγώ.
-Επειδή, είναι ο μοναδικός άντρας στη ζωή μου, που δεν θυμάται ποτέ να φέρει δώρο στα γενέθλιά μου, ή στην επέτειο γάμου μας, αλλά εμένα δε με νοιάζει!
-Επειδή, όταν μου λέει, πόσο μ' αγαπάει με κοιτάει στα μάτια!
-Επειδή, όταν τσακωνόμαστε, εννιά φορές στις ΄δεκα κάνει αυτός το πρώτο βήμα, γιατί ξέρει πόσο κωλοεγωίστρια είμαι!
-Επειδή, κατάφερε να σβύσει αυτή τη γαμημένη τη φλογίτσα μέσα μου, και να αφήσει μόνο τη ζεστασιά της.
-Κι, επειδή, απλά τον αγαπάω πολύ, και άμεσα, και απλά και χωρίς να χρειάζεται να το περάσω το συναίσθημα αυτό απο κρισάρα, και ν΄αναρωτηθώ : "Γιατί μου συμβαίνει εμένα αυτό, μ' αυτόν;"
Και άν οι 25 αυτοί λόγοι που με κάνουν να είμαι ευτυχισμένη μαζί του, δεν είναι αρκετοί για να καθησυχάσουν τις όποιες ενστάσεις σας, μπορώ ευκολότατα να παραθέσω άλους 2167, για κάθε μέρα της κοινής μας ζωής, έτσι ώστε να σας δώσω τη δυνατότητα να αντιληφθείτε ότι είμαστε μαζί, γιατί έτσι γουστάρουμε, και όχι γιατί δεν έχουμε καμία άλλη επιλογή.
Κι' επειδή, καλοί μου φίλοι, συγγενείς, πρώην συνάδελφοι, γνωστοί και όχι μόνο, θέλω να είμαι απόλυτα ειλικρεινής μαζί σας, ανεπιφύλακτα δηλώνω ότι, δεν θα είχα καμία αντίρηση αν στον δρόμο μου λάχαινε ο άντρας που θα διέθετε το πνεύμα του Μάριου Πλωρίτη, με την εμφάνιση του Νίκου Κούρκουλου, την ηλικία του Μέμου Μπεγνή, και τα λεφτά του Τζίγγερ!
Ομως, φαίνεται, ότι η αρχική, η πρωταρχική, η πρωτογενής και αναμφισβήτητη ανάγκη της ψυχής μου, είχε μεταλλαχτεί σε φλόγα, είχε αναλωθεί σε μάταιες αναζητήσεις, και τελικά, έτσι απο το πουθενά , κατάφερε να σβύσει χωρίς αγωνία, έτσι ήρεμα και ήμερα, μέσα σε μιά αγκαλιά γεμάτη αποδοχή, χωρίς να χρειάζεται ν' αλλάξω τίποτα απο μένα για ν' αρέσω, χωρίς να χρειάζεται να παλέψω για να κρατήσω την αγκαλιά αυτή, χωρίς να χρειάζεται ν' ανταγωνισθώ τα πανταχού υπάρχοντα φρέσκα "πιπίνια", να σβύσει απλά, μόνο και μόνο γιατί η θέρμη της μου φτάνει. Και του φτάνει.
Κι' επειδή, ακράδαντα πιστεύω, πως στη ζωή έρχεται τελικά και σε βρίσκει αυτό που κατα βάθος πραγματικά ιεραρχείς σαν πρώτο, καταννόησα βαθια, πως επιφανής δεν ήμουν φτιαγμένη για να γίνω, πλούσια δεν ήμουν φτιαγμένη για να γίνω, αριστοκράτισσα, παρα το βαρύ φορτίο της οικογένειας, όχι, δεν τόχα, μοιραία γυναίκα που ν' απομυζά τα λεφτά των πλουσίων και τα σταγονίδια του συναισθηματικού τους κόσμου, δεν το άντεχα, μόνο αγάπη αληθινή, στα μέτρα μου ήθελα να διεκδικήσω και να δώσω, αυτό που μπορούσα, αυτό που ποθούσα, αυτό που μου έλειπε, και που κατα καιρούς το "έντυνα" με ρούχα ξένα, εκκεντρικά, και καθόλου στα μέτρα μου.
Λυπάμαι αν δεν ευόδωσα τις προσδοκίες σας.
Χαίρομαι πολύ που ευοδόθηκαν οι δικές μου.
Και που συνήθισα τα λερωμένα ρούχα του μετά τη δουλειά.
Τα προτιμώ απο ακριβές γραβάτες λερωμένες με κραγιον.
Και τα τραχειά του χέρια.
Που τα προτιμώ απο χέρια κρύα, μαλθακά, που σε αγγίζουν με τις άκρες των δαχτύλων, μήπως και κολλήσουν τη μυρουδιά σου.
Και που αφήνει τη ματιά του να χαϊδεύει τις ρυτίδες μου με αγάπη, αντί για μάτια πίσω απο πρεσβυωπικά γυαλιά, που γυαλίζουν απο λιγούρα αν κάποιο όμορφο κωλαράκι, βρεθεί στο δρόμο τους.
Κι' ακόμη, μέχρι να πεθάνω, θα του χρωστάω αιώνια ευγνωμοσύνη για εκείνο το διάστημα, πριν απο μερικά χρόνια, όταν είχα φέρει τη μητέρα μου να ζήσει μαζί μας, και που εκείνη με είχε φέρει στο σημείο να μη την αντέχω πιά στο σπίτι, όμως εκείνος, με ηρεμία και υπομονή, πάντα το ίδιο μου έλεγε: "Δεν πετάς έναν άνθρωπο απο το σπίτι, δεν γίνεται!"
Ετσι λοιπόν, και για άπειρους ακόμα λόγους, αποτινάξτε αυτό το βλέμα της τάχα μου συμπάθειας απο τα μάτια σας. Το μόνο που σας επιτρέπω είναι να με ζηλεύετε! Κι' αν όχι αυτό, τουλάχιστον, να προσπαθήσετε να με καταννοήσετε, όχι εμένα απλά, αυτό το "άλλο", το κοριτσάκι το χαμένο μες στις αναζητήσεις του, το ξοδεμένο σε άπειρες αγκαλιές, αυτό που με τα μάτια ερμητικά κλειστά έκαιγε τις φτερούγες του ξανά και ξανά στο παιχνίδισμα εκείνης της φλογίτσας.
Και μην τον αγαπήσετε. Δεν ειναι απαραίτητο. Τον αγαπάω εγώ γιά όλους!

Με ειλικρείνια,
και αγάπη,
και εκτίμηση,
"Βιολιστής στη στέγη"



object width="425" height="344">












-