25 Νοε 2009

Μικρόκοσμος...



Οταν το γκρί με κυριεύει, πάω για χόρτα...
Η καλύτερη ψυχοθεραπεία, μακράν...
Τραβάω σε χωμάτινα μονοπάτια, αυτά τα χιλιοπατημένα, με το χώμα τ' άνυδρο,  το σκληρό, αυτά που πλαισιώνονται απο ελιές και κυπαρίσια, απο μυγδαλιές αυθάδικες και γκορτσιές αιωνόβιες...
Τραβάω όπου οι μυρουδιές με πάνε, όπου ο αέρας μοσχοβολάει χορτάρι, όπου το χορτάρι μοσχοβολάει βροχή...
Τα πόδια μου έχουν τη δική τους πυξίδα, ούτε που ασχολούμαι με προσανατολισμούς... Τα κοτσύφια και οι φλώροι παραδίδονται σε μιά άνοιξη ιμιτασιόν, χωρίς σκεπτικισμό, να προλάβουν τα τελευταία τους γλέντια νοιάζονται μόνο, κι' εγώ αποτελώ απλά το ντεκόρ στα λημέρια τους... Ποιός νοιάζεται για μιά τρελλή που μαζεύει χόρτα με τις ώρες;
Πέτρες αρχαίες, σαν φυτρωμένες μέσα απ' το χώμα, παντού, τείχη παλιά βρίσκονταν εδώ, και εργαστήρια κεραμικής, το μαρτυρήσαν τα μικροσκοπικά αρωματοδοχεία που βρέθηκαν στην περιοχή.
Χαϊδεύω τους πέτρινους όγκους, το σταθερό, το αναλλοίωτο, το διαχρονικό, το μόνο στέρεο έδαφος που μπορώ να πατήσω χωρίς να βουλιάξω...Χώνω τα δάχτυλα στα βρύα και στις λειχήνες, πέτρες φιλόξενες για τα ταπεινά και τα μεγάλα του κόσμου αυτού, χώνω τα δάχτυλα στο χνούδι της γής, αδιαφορούν τα βρύα, δεν ανατριχιάζουν, αδιαφορούν οι τετραγωνισμένοι βράχοι, μόνο τον ιδρώτα μου δέχονται... Ποιός νοιάζεται για μιά τρελλή που συνομιλεί μυστικά με τις πέτρες;
Τα θυμάρια και τα βάτα αγκαλιάζουν τον δικό τους μικρόκοσμο μ' αληθινή στοργή. Φτιάχνουν σπίτι για τα σαλιγκάρια και πίστες χορού για τις μέλισσες. Κρύβουν καλά τις μυρμηγκοφωλιές και το πήγαινέλα των σαφράδων, που ετοιμάζουν τα κονάκια τους για τον μακρύ, χειμωνιάτικο ύπνο... Παρατηρούν καχύποπτα τα δάχτυλα που τσιμπολογάνε την πιπεράτη ευωδιά του θυμαριού και της ρίγανης και με παροτρύνουν να τους αδειάσω τη γωνιά.... Ποιός νοιάζεται για μιά τρελλή που χώνει τα χέρια της μέσα στ' αγκάθια για ν' αδράξει μυρουδιές;
Τραβάω...τραβάω....κι' όλο κάτω κοιτάω. Ενας ήλιος ντροπαλός, διστακτικός κι' απρόθυμος, τυλίγει με τούλια τη πλάτη μου κι' όλο βιάζεται να φύγει...Το χώμα μυρίζει βροχή ξεχασμένη απο μέρες εκεί, με λίγο πιότερη προσοχή αποκαλύπτει τις γνώριμες, αδρές οσμές του πικραμύγδαλου και της αγριολεβάντας.
Γονατισμένη προσηλώνω το βλέμμα μου στις κοινωνίες των ζουζουνιών. Οι ακρίδες, με τέλεια παραλλαγή, μετατοπίζονται ενοχλημένες στις παραπέρα γειτονιές. Τα μυρμήγκια φτιάχνουν μονοπάτια μεταφορών, απόλυτα προσηλωμένα στον τελικό τους στόχο, τη φωλιά. Κάποιες αργοπορημένες πεταλούδες φορούν τη πούδρα τους στα χέρια κι' απομακρύνονται για κεί που κάτι μώβ ή κίτρινο ξεμυτίζει διστακτικά μέσα απ' το χορτάρι. Παρατηρώ τ' απαρατήρητα... Εξετάζω τ' αόρατα... Δίνω σημασία στα ασήμαντα...Θαυμάζω τ' άλογα και ταπεινά....Ποιός νοιάζεται για τον μικρόκοσμο που σέρνεται γύρω απ' τις σόλες των παπουτσιών μου, που φτερουγάει αθόρυβα αλλά επιτακτικά ανάμεσα στα πόδια μου, που χαράζει αλάνθαστες πορείες και τροχιές σε δρόμους χωρίς πεπρωμένο, χωρίς αμφισβήτηση;
Κάνει ψυχρούλα και οι σκιές λιγοστεύουν....Ανασηκώνομαι χαμογελώντας....Στρέφω το βλέμμα μου προς τα ψηλά. Ο ήλιος με κοιτάει μ' αδιαφορία....Βιάζεται. Ενα τουλπάνι απο ανάρια σύννεφα λικνίζεται πάνω στο μπλέ τ' ουρανού, διυλίζει το μεσημεριάτικο φώς, φιλτράρει τρυφερά τις φθινοπωρινές ζωγραφιές του δάσους και σφυρίζει ανέμελα... Ποιός νοιάζεται για τους ασήμαντους προβληματισμούς μιάς τρελλής που προσκυνάει τα ζούδια και προσπαθεί να γίνει μικρότερη κι' απ' το μικρότερο σκαθάρι;
Ο ήλιος, δε νοιάζεται...Το ξέρω... Τα σύννεφα δε νοιάζονται... Το ξέρω...Οι βράχοι, οι λειχήνες, τα κυκλάμινα, δε νοιάζονται... Το ξέρω... Ούτε ο ουρανός...Σιγά μη νοιάζεται....
Ασήμαντος ο μικρόκοσμος μου για τα πραγματικά μεγάλα του κόσμου αυτού.
Τόσο ασήμαντος, όσο κι' οι φόβοι μου....Κι' οι αγωνίες μου....Κι' οι θλίψεις μου....
Είμαι ένα ζούδι αθέατο και ταπεινό....Απόλυτη παραλλαγή μέσα στο ανθρωπένιο περιβάλλον....Καμιά φορά λυπάμαι... Καμιά φορά μεθάω απο χαρά...Καμιά φορά, δακρύζω....Καμιά φορά τραγουδάω...
Αλλά, ποιός νοιάζεται;
Το Σύμπαν πάντως, όχι!
Βουτάω το Σύμπαν απ' τα μαλλιά μέσα σε τσάντα που μυρίζει θυμάρι και ρίγανη, μασουλάω πιπεράτη ρόκα στο στόμα και κουβαλάω τόνους μουχρίτσα κολλημένη στα παντελόνια μου...
Φέρνω το Σύμπαν στη κουζίνα μου. Καθώς καθαρίζω τα χόρτα, νεογέννητα σαλιγκαράκια σκαρφαλώνουν στον θαυμαστο κόσμο του νεροχύτη μου....Τα επιστρέφω εκεί που ανήκουν...Στον δικό τους μικρόκοσμο...
Κι' επιστρέφω χαμογελαστή όσο ποτέ , στον δικό μου....
Είμαι σίγουρη ότι τα σαλιγκάρια δεν με θυμούνται πιά...
Οπως κι' εγώ, που ξέχασα κιόλας το γκρί μου....

18 Νοε 2009

Παράθυρα χωρίς θέα.


Με διακατέχει το σύνδρομο "παράθυρα χωρίς θέα".
Κάποιοι, μπορεί να τ' ονομάζουν θλίψη. Η, απογοήτευση. Η, απελπισία. Η, απαισιοδοξία, οι πιό αισιόδοξοι.
Είμαι πολύ αισιόδοξος άνθρωπος.
Μπορώ να γίνω ευτυχισμένη με τα πιό απλά πράγματα. Και με τα πιό μικρά. Και με τα καθημερινότερα των καθημερινών. Μου φτάνει που οι εβδομάδες έχουν Κυριακές.Μου φτάνει που τα χρόνια φυλάνε  Χριστούγεννα για το τέλος τους. Που τα καλοκαίρια έχουν νησιά. Που οι χειμώνες έχουν πέτρινα, χιονισμένα σπίτια. Που ξέρω ν' ανακαλύπτω τα κρυμένα πετροράδικα στις κρυψώνες τους.
Μου φτάνει που μ' αγαπάνε τέσσερεις άνθρωποι, πολύ. Μου φτάνει που αγαπάω τέσσερεις ανθρώπους, πολύ. Που ξοδεύω τις ανάσες μου μόνο γι' αυτούς. Που δεν φοβάμαι να θυμάμαι. Που δε με νοιάζει να με θυμούνται. Που μπορώ και κλαίω ακόμα. Και που τραγουδάω, μερικές φορές. Που υπάρχουν μουσικές που με συναρπάζουν. Και ευωδιές που με γοητεύουν.
Μου φτάνουν οι στίχοι του Καββαδία. Ο Μικρός Πρίγκηπας του Σαιντ Εξυπερύ. Οι μουσικές του Μάνου Χατζιδάκη. Το χρώμα στους πίνακες του Βάν Γκόνγκ. Και των πεσμένων φύλλων στο κήπο μου.
Το αναμένο τζάκι. Το χουρ-χουρ της γάτας μου. Ο καφές με άρωμα φουντούκι. Το κρασί.
Είμαι ένας απλός, καθημερινός, αισιόδοξος άνθρωπος.
Αλλά, δεν αντέχω τα παράθυρα χωρίς θέα.
Τα παράθυρα βρίσκονται εκεί για να ταξιδεύουν τη ματιά. Για ν' αποκαλύπτουν ορίζοντες. Για να υπόσχονται το "παραπέρα". Για να λούζουν στο αληθινό φώς τ' άδεια δωμάτια. Για να φτιάχνουν σκιές με χρώμα πάνω στούς λευκούς τοίχους. Για να δίνουν πνοή στη φαντασία. Για να οριοθετούν το "διαφορετικό". Για να μας κάνουν να καβαλάμε περβάζια. Για όπου...
Το σπίτι που ζώ το λένε Ελλάδα και κάθε μέρα χτίζεται κι' απο μιά σειρά τούβλα στα παράθυρά του. Οι άνθρωποι προσπαθούν να ψηλώσουν λίγο παραπάνω απ' τη τελευταία αράδα πόυ έχει χτιστεί. Στέκονται στις μύτες των παπουτσιών και παλεύουν για λίγη θέα. Τα μιστριά όμως, δουλεύουν γρήγορα. Το βλέμμα ποτέ δεν τα προλαβαίνει. Ο αέρας που μπαίνει στο σπίτι μυρίζει τσιμέντο και μούχλα. Κάθε πρωί, άλλη μιά σειρά απο τούβλα έχει προστεθεί πάνω στη προηγούμενη. Οι άνθρωποι τότε, παίρνουν σκαμνιά. Μέσα απο χαραμάδες βλέπουν πιά. Τα δωμάτια σκοτεινιάζουν όλο και πιό πολύ. Μπαίνουν τα όρια. Μέχρι εδώ η ζωή μας. Εκεί έξω υπάρχει το "αύριο". Οι άνθρωποι κοντεύουν να πιστέψουν πως αυτό το "εκειέξω" ονομάζεται "μή-ζωή". Χτίζουν τα παράθυρα για να μη το βλέπουμε, να μη το επιθυμούμε. Να μη το υποψιαζόμαστε.  Να το ξεχάσουμε σιγά-σιγά. Να συνηθίσουμε την ασφάλεια των τεσσάρων τοίχων. Να βάφουμε τα όνειρά μας στις αποχρώσεις του Νεοπάλ. Χρώμα πλαστικό καλής ποιότητας. Με μεγάλη ποικιλία αποχρώσεων, για όλα τα γούστα.
Μόλις τελειώσει το χτίσιμο, οι άνθρωποι θα πάψουν να ψηλώνουν. Δεν θά'χει νόημα πιά. Αντιθέτως, θα μάθουν να ζούν σκυφτοί για να μοιάζει ψηλότερο το ταβάνι. Λίγο-λίγο, θα συνηθίσουν να περπατούν καμπουριαστοί, να κάθονται ανακούρκουδα, να καταλαμβάνουν όλο και λιγότερο απ' το χώρο που τους αναλογεί μες στα δωμάτια. Θα μάθουν να έρπουν με ευκολία ανάμεσα στα τέσσερα σημεία του ορίζοντα και να προσανατολίζονται θαυμάσια προς τον τοίχο του βορά, προς την ανατολή του προσκέφαλού τους, προς τη δύση της οθόνης της τηλεόρασης, προς το νότο της πόρτας που οδηγεί σε διάδρομο τυφλό.
Θα προσαρμοστούν γρήγορα στο ν' αγκαλιάζουν τα ξύλινα πατώματα και να μετρούν τις σκλήθρες, και θα ταϊζουν το σαράκι που μοιράζεται το χώρο τους. Και το χρόνο τους.
Σιγα-σιγά θ' αποκοιμιούνται κουλουριασμένοι και το τικ-τακ των ρολογιών θα γίνει οι εποχές τους, η μέρα και η νύχτα τους, θα γίνει σύντροφος κι' εχθρός συγχρόνως, ενώ τα ξυπνητήρια θα σιγήσουν, για ν' αποδυναμώσουν τη μνήμη, να ξεχαστεί εκείνο το "εκεί έξω", να σβύσουν τα χρώματα τ' αληθινά και μαζί τους η λέξη "ελπίδα"...
Είμαι ένας αισιόδοξος άνθρωπος. Που δεν αντέχει τα παράθυρα χωρίς θέα. Τη ζωή χωρίς "αύριο". Τα μαυρόασπρα όνειρα. Τα μή-όνειρα. Τα σκοτεινά δωμάτια. Τα μάτια που ξέχασαν να χαμογελούν. Τις εβδομάδες χωρίς Κυριακές. Το νεκρό χρόνο. Τα πλαστικά χρώματα. Το "μέχρι εδώ".
Θέλω να κουλουριαστώ σαν έμβρυο πάνω στο κρεβάτι μου. Να βάλω τρυφερές μουσικές να παίζουν. Να μετρήσω μέχρι τα εκατό. Να πώ "φτού και βγαίνω". Και να βγώ απ' το σπίτι που το λένε Ελλάδα, μέσα απ' τη τελευταία χαραμάδα που δε προλάβανε να χτίσουν ακόμη.
Να τρέξω έξω, στον καθαρό αέρα, να συναντήσω όλα τα "θά" που μου ανήκουν και δικαιούμαι, και κοιτώντας πίσω μου να ψιθυρίσω με ραγισμένη φωνή:   Φτού ξελευθερία!

9 Νοε 2009

Μιά Γυναίκα-Ιδεολογία.

Αισθάνθηκα
πολύ μικρή....
Οταν το βράδυ της Κυριακής,
παρακολούθησα τη συνέντευξη της Κωνσταντίνας Κούνεβα,
στον Σταύρο Θεοδωράκη....
Πολύ, πολύ μικρή....

4 Νοε 2009

Η μπαλάντα της τραγικής στιγμής.



Και πώς συμπυκνώνεται λοιπόν, μέσα σε μιά τραγική στιγμή, η απόγνωση, σε απόφαση; Και πώς, μέσα σε δευτερόλεπτα , γίνεται η απόφαση λάθος χωρίς ανατροπή, ή, λύση χωρίς τη χαρά της ανακούφισης;
Χρόνια τώρα, προσπαθώ να το καταννοήσω... Χωρίς αποτέλεσμα.... Ισως γιατί, είμαι ο άνθρωπος της "δεύτερης ευκαιρίας"...Ισως γιατί, αρνούμαι την παραίτηση... Ισως γιατί, φοβάμαι πολύ το θάνατο...Που φοράει το πρόσωπο της απόλυτης παραίτησης...
. . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . .
Πρώτα ακούστηκε μιά γλάστρα να σπάει. Με δύναμη. Μιά πολύ μεγάλη γλάστρα. Ο γδούπος πνίγηκε σχεδόν μέσα στούς θάμνους και στο νωπό φθινοπωρινό χώμα. Νύχτα υγρή και σκοτεινή, ώρα προχωρημένη, δύο, τρείς τα ξημερώματα. Δεν φυσούσε. Δεν έκανε κρύο. Δεν είχε φεγγάρι. Μιά νύχτα που κοιμότανε για τα καλά ήταν, αυτή τη νύχτα διάλεξε, αρχές Νοέμβρη, χρόνια πρίν, να φτύσει το κόσμο κατάμουτρα και να παραιτηθεί.
Απ' το μπαλκόνι μου, βαριεστημένα έριξα μιά ματιά, να δώ ποιά γλάστρα έσπασε, όλες στη θέση τους, ίχνος αέρα, κανένα ρολό δεν σηκώθηκε, το κιούπι μόνο με τη δράκαινα, κάτω, στη είσοδο της πολυκατοικίας, έλειπε... Διέκρινα κάποια κομάτια του σπασμένα, εδώ κι' εκεί διασκορπισμένα ανάμεσα στις λεμονιές του κήπου και στα λιγούστρα....
Εμεινα εκεί λίγα λεπτά, απόρησα, έψαχνε το βλέμμα στα ψηλά, πώς έσπασε το κιούπι, μά πώς έσπασε; Τα μάτια συνηθίσαν το σκοτάδι, η νύχτα όμως έμοιαζε να ψυχοραγεί, ανεξήγητα, αδιόρατα κι' αναίτια, η νύχτα μύρισε θάνατο και παραίτηση.
Κάτω και λίγο δεξιά απ' το μπαλκόνι μου, μισοκρυμμένο απ' τις φυλλωσιές υπήρχε ένα σώμα. Δυό πόδια διέκρινα, γυμνά, χωρίς ρούχο, χωρίς παπούτσια, χωρίς κίνηση. Θυμάμαι πολύ καλά τούς χτύπους της καρδιάς μου που νόμιζα, πως θα σηκώνανε τη γειτονιά στο πόδι. Θυμάμαι καλά, το τρέμουλο στα πόδια και στα χέρια, κρύωσα πάρα πολύ ξαφνικά, ο φόβος ήταν, δεν ήταν η υγρασία, ο τρόμος ήταν, που η νύχτα αυτή έφερε στο κατώφλι μου το θάνατο, τόσο επιθετικά, τόσο αποτρόπαια, τόσο παράλογα...
Τηλέφωνα. 166. Κουδούνια στους συγκάτοικους. Αστυνομία. Αναγνώριση.
Ηταν γυναίκα. Γύρω στα 40. Μου ήταν άγνωστη. Φορούσε μόνο ένα αθλητικό φανελάκι και τη κυλότα της. Τα μαύρα της μαλιά αντανακλούσαν κόκκινες στάλες απο αίμα. Το σώμα άθικτο σχεδόν. Η έκφραση της παραίτησης στο πρόσωπο και στα μισανοιγμένα μάτια. Εκανε τη διαδρομή της πτώσης απ' το κλιμακοστάσιο τού τέταρτου ορόφου. Το παράθυρο ήταν ανοιχτό. Στις σκάλες κάτω απ' το παράθυρο, μιά σαγιονάρα. Η άλλη βρέθηκε δίπλα της, στο τσιμέντο, έξω απ' τα παρτέρια. Στο διαμέρισμα δίπλα απ' το δικό μου, έμενε η αδερφή της. Που όμως έλειπε εκείνες τις μέρες. Είχε κλειδιά. Και είχε αποφασίσει. Να φτύσει κατάμουτρα το κόσμο και να παραιτηθεί. Σίγουρα η ίδια, πίστευε πως ήξερε το γιατί. Και μάλλον δε την ένοιαζε να πάει παραπέρα. Πα-ραί-τη-ση. Τελεία.
Αστυνομία. Ερωτήσεις. Υποθέσεις. Κουτσομπολιά. "Ερωτική απογοήτευση."" Είχε ψυχολογικά" και τέτοια. Και στο μυαλό μου μέσα ένα τεράστιο ερωτηματικό...Πώς συμπυκνώνεται μέσα σε μιά απειροελάχιστη, τραγική στιγμή όλη η απόγνωση και γίνεται απόφαση; Αγρυπνη νύχτες ολόκληρες, ν' αναλογίζομαι αυτά τα πόδια, τα γυμνά, να δρασκελίζουν το περβάζι τόσο αποφασιστικά, τόσο σίγουρα, ν' αδειάζει σαράντα χρόνια ζωή μέσα σε λίγα δευτερόλεπτα στο χώμα, να πνίγει όλα τ' αύριο που της ανήκαν, μέσα στο ίδιο της το αίμα, να απαγορεύει στα "μετά" να υπάρξουν, τόσο αμετάκλητα, τόσο ανεπίστρεπτα, τόσο καθοριστικά.
Χρόνια τώρα, παλεύω να καταννοήσω τούς αυτόχειρες και την έννοια "παραίτηση". Αλλά, δεν μπορώ. Απο κείνη τη νύχτα του Νοέμβρη, όσες προσπάθειες έκανα να συμφιλιωθώ με το θάνατο ήταν μάταιες. Εχω καταλήξει στο συμπέρασμα πως, δεν είναι η ιδέα του θανάτου που με τρομάζει. Είναι αυτή, η ολική παραίτηση που ζωγραφίζεται στα πρόσωπα των πεθαμένων. Είναι αυτή, η παντοδυναμία μιάς τραγικής στιγμής, που μπορεί τα πάντα ν' αλλάξει, αλλά ερήμην των ίδιων των νεκρών. Είναι αυτή, η παντοδυναμία της απόφασης, εκείνα τα συγκλονιστικά λεπτά, ή δευτερόλεπτα που ο άνθρωπος έχει τον απόλυτο έλεγχο της ύπαρξής του στα χέρια του. Η, νομίζει πως τον έχει. Και, αντί να το γιορτάσει, το ξερνάει. Το φτύνει. Το αρνείται.
Κάποιες φορές, λέω μέσα μου, ο θάνατος μπορεί και νάναι γιορτή. Οταν δεν είναι αποτέλεσμα ένός εκούσιου "στιγμιαίου λάθους". Οταν μας επιλέγει. Και δεν τον επιλέγουμε. Οπως, δεν επιλέγουμε το να γεννηθούμε. Οταν μας συναντάει αναπόφευκτα, και δεν τρέχουμε να τον συναντήσουμε. Οταν, κυρίως, του δίνουμε την ευκαιρία να μας παλέψει...
Κι' άν, τελικά, η ζωή μας δεν είναι τίποτα περισσότερο απο εικόνες και στιγμές, ωραία, ή άσχημα βιωμένες, ποιός και πώς αποφασίζει να "κάψει" τα φιλμς τών "προσεχώς", να σκίσει τίς επόμενες σελίδες ενός βιβλίου μισοδιαβασμένου, να εγκαταλείψει πρόωρα τα θρανία της αέναης μάθησης και ημιμαθής και παραιτημένος να τσακίζει πάνω στα τσιμέντα ένα τσουβάλι ελπίδες και στιγμές αγέννητες ακόμη;
Στοίχιωσε μέσα μου αυτή η αυτοχειρία. Στοίχιωσε κι' η στιγμή. Πήρε τη μορφή εκείνης της πεσμένης στα σκαλιά του κλιμακοστασίου σαγιονάρας, πού'μοιαζε ν' αντιστάθηκε στο επερχόμενο. Πού'μοιαζε να μη παραιτήθηκε, σα να αρνήθηκε ν' ακολουθήσει τη πτώση. Σα να διεκδίκησε τη δική της ζωή. Σα να προστάτευσε τ' ανθρώπινα κύτταρα που κουβάλαγε πάνω της απ' τον εκούσιο θάνατο. Σα να μην τον συναποφάσισε...
Σα να φώναξε "Μή"......