29 Απρ 2009

Μάης, Μάγος, μαγικός


Βάζω τα λουλούδια απ' το κήπο μου....


Εσείς, φτιάξτε το στεφάνι!



Κάποτε, όταν έγραφα στίχους, μιά άνοιξη, είχα γράψει κι' αυτό:




" Tήν Ανοιξη, τη νοιώθω πρώτα μέσα μου....
Κι' ύστερα, στις άκρες
των δαχτύλων σου."



Τώρα, τα χρώματα στο κήπο μου, με προλαβαίνουν!






Αγαπημένοι μου,

Καλή Πρωτομαγιά!












































































27 Απρ 2009

Chicken a la carte!

Το παρακάτω φιλμάκι, βραβεύτηκε στο Κινηματογραφικό Φεστιβάλ του Βερολίνου τον Φεβρουάριο του 2006, ανάμεσα σε 3600 μικρού μήκους ταινίες με θέμα " ΤΡΟΦΗ, ΓΕΥΣΗ ΚΑΙ ΠΕΙΝΑ". Είναι αληθινή ιστορία!
Αφιερώστε του 5 λεπτά απ' τον χρόνο σας!

http://www.cultureunplugged.com/play/1081/Chicken-a-la-Carteh

22 Απρ 2009

Αφήστε με να κάνω λάθος


Η Μαρίκα.

85 τα χρόνια της ζωής της που κατάφεραν μονάχα να λευκάνουν τα μαλιά της, αλλά δεν βρώμισαν καθόλου το λευκό της ψυχής της.

Κάθεται απέναντί μου στον κόκκινο καναπέ και τραγουδάει. Το σώμα της καταλαμβάνει τον ελαχιστότατο χώρο. Η φωνή της καταλαμβάνει όλο το σύμπαν μέσα μου.

" Πήρανε το λαγιαρνί".... διηγούνται οι νότες και μιά φωνή καθαρή και διάφανη σαν δροσερό βοριαδάκι έρχεται και εξαγνίζει κάθε ήχο περιττό στο σπίτι μου, έρχεται κι' εξαφανίζει τα διλήμματα και τη θλίψη μου, νικά κατα κράτος η Μαρίκα την προσωπική της κόλαση με όπλο ένα λαρύγγι θεϊκό και την αθωότητα των "πτωχών τω πνεύματι" ανθρώπων.

-Κοίτα! μου λέει ο Γιώργος. -Κλείνει τα μάτια και το ζεί!

Εγώ νομίζω πως κλείνει τα μάτια και ζεί...

. . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . .

Η Μαρίκα είναι θεία μου.

Στα πρώτα παιδικά μου χρόνια ήταν απλά μιά φιγούρα συνδεδεμένη στο μυαλό μου με τέσσερα πράγματα :

Τον κινηματογράφο.

Τα θαλάσσια μπάνια.

Τα αστεία παραμύθια.

Και τη ζήλια μου για τα άπειρα ταξίδια της στο εξωτερικό.

Η Μαρίκα ήταν λάτρης της ζωής σε όλες της τις εκφάνσεις. Μετά τη δουλειά, έπαιρνε εμένα και την κόρη της την Αμαλία και σχεδόν δυό-τρείς φορές την εβδομάδα μας πήγαινε σινεμά.

Κυρίως θερινά. Και μερικές φορές και σε διπλές παραστάσεις! Τις μισές ταινίες της ζωής μου πρέπει να τις είχα δεί με τη Μαρίκα και την Αμαλία. Ταινίες ιστορικές, κοινωνικές, δακρύβρεχτες κατα κύριο λόγο, αλλά και κωμωδίες και μιούζικαλς και καουμπόϊκες και φυσικά όλες τις ταινίες του Ελβις που λάτρευε, και όλες τις ταινίες του Αλ Μπάνο και της Ρομίνας που επίσης λάτρευε.

Τα ζεστά καλοκαιρινά απογεύματα μας πήγαινε για μπάνιο στην Κινέττα και στον Ορωπό με τα πούλμαν που φεύγαν απο κεντρικό σημείο της Αθήνας και αρκετές φορές είχα τη μοναδική ευκαιρία για εβδομαδιαίες διακοπές μαζί της και με την Αμαλία, στην Αίγινα και στον Πόρο. Υπέροχοι προορισμοί εκείνη την εποχή, υπέροχες ανέμελες διακοπές με έναν ανέμελο άνθρωπο που δεν χόρταινε να διασκεδάζει, και έκλεινε τα βράδυα μας με σινεμά και λουκουμάδες ή σουβλάκια χωρίς περιορισμό στη ποσότητα που τα οικονομικά της δικής μου οικογένειας επέβαλλαν. Είχε πολύ περισσότερη οικονομική άνεση απο εμάς, βλέπετε...

Το καλύτερό μου ήταν όμως τα αστεία παραμύθια!

Τα παραμύθια της Μαρίκας δεν ήταν απ' αυτά που θα μας έκαναν να κοιμηθούμε. Είχε την ικανότητα να παραποιεί γνωστά παραμύθια με τρόπο τέτοιο που η Αμαλία κι' εγώ κατουριόμασταν απ' τα γέλια, "έφτιαχνε" αστείους διαλόγους με διαφορετικές φωνές και γελειοποιούσε τους ήρωες, έδινε δικό της τέλος στην ιστορία τους που κατέληγε πάντα σε τραβήγματα απο τη φούστα και σε επίμονες φωνές "Κι' άλλο, κι' άλλο!", μέχρι να μας κάνει τελικά το χατήρι και να τελειώσει τις διηγήσεις με το καθιερωμένο "Η πεντάμορφη και το Τέρας" που ήταν και το καλύτερό μας! Το μισό γέλιο της ζωής μου προέρχεται απο τα παραμύθια της Μαρίκας...

Τα ταξίδια της Μαρίκας ανήκαν στη σκοτεινή πλευρά του φθόνου μου.

Μέλος μεγάλου χορωδιακού συγκροτήματος και σολίστ, είχε την ευκαιρία να ταξιδεύει για μέρες στις μεγαλύτερες πόλεις της Ευρώπης, απο τις οποίες επέστρεφε πάντα με ακριβές κούκλες για την Αμαλία και λεπτομερείς αφηγήσεις γεμάτες χλιδή.

Την φανταζόμουνα να μένει σε παλάτια, να φοράει μαύρες τουαλέττες όταν τραγουδούσε και τα βράδυα να περιφέρεται σε δεξιώσεις μ' ένα ποτήρι σαμπάνια στο χέρι.

Και το χειρότερο: Η κούκλα της Αμαλίας ήτανε πάντοτε καλύτερη απο την δικιά μου! Κι' άς μη συμπαθούσα ιδιαίτερα τις κούκλες...

. . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . .

Της χτενίζω τα μαλιά κάθε πρωϊ. Της τα πιάνω με κοκαλάκι και μοιάζει σαν κοριτσάκι με λευκό κεφάλι. Της βάζω μπροστά της το πρωϊνό της και το τρώει όλο το φαί της, σαν τα παιδάκια που απολαμβάνουν λιχουδιές. Κάνει "άααχ!" απο ευχαρίστηση όποτε φάει, όποτε ξαπλώσει για ύπνο και όποτε πάει στην τουαλέττα. Και όποτε τη κάνω μπάνιο, ακόμα πιό πολύ! Χρειάζεται το ελάχιστο για να γίνει ευτυχισμένη. Οταν τη βάζω για ύπνο κάνει τη προσευχή της. Ευχαριστεί τον Θεό της για τον Γολγοθά της. Δεν αναρωτιέται. Δεν αμφισβητεί. Δεν μετανειώνει. Δεν κρίνει. Δεν αναλύει. Δεν μεμψιμοιρεί. Δεν τιμωρεί. Δεν μισεί. Δεν αγαπά.

Κάτι σαν άγια...

. . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . .

Οταν ήταν νέα, είχε όμορφο, καλοφτιαγμένο, λεπτό και μικροκαμωμένο κορμί, και υπέροχα μάτια μπιρμπιλωτά. Δεν διέθετε την εντυπωσιακή ομορφιά της αδερφής της, της μητέρας μου, ούτε το ανήσυχο και φιλάρεσκο πνεύμα της. Είχε μιά φυσική ροπή προς τον αισθησιασμό μ' ένα τρόπο πρωτόγονο και καθαρό, έτσι όπως πίνει το νερό κάποιος που διψάει πολύ. Φαντάζομαι πως θα έβγαζε το ίδιο "άααχ" όταν έκανε έρωτα, όπως όταν απολαμβάνει το γάλα της το πρωϊνό και την πρωϊνή αφόδευση. Δεν διεκδικούσε. Δεν έψαχνε. Δεν σύγκρινε. Δεν ένειωθε ενοχές. Δεν ηθικολογούσε. Δεν πρόσβαλλε.

Κάτι σαν Ανθρωπος...

. . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . .

Μιλάει τρείς φορές την ημέρα με την Αμαλία. Ανησυχεί γι' αυτήν. Ανησυχεί σχεδόν το ίδιο και για τις γάτες της. "Εχει λεφτά να ψωνίσει για να φάει;" αναρωτιέται. "Τίς έχει ταϊσει τις γάτες, άραγε;" Την άλλη στιγμή, μιλάει με μερικές απο τις δεκάδες υπέργηρες φίλες της και γελάει. Την προηγούμενη στιγμή ανησυχεί. Την επόμενη, το έχει ξεχάσει. Τη μεθεπόμενη πιάνει πάλι το τραγούδι "Ποιό θέλεις να πούμε τώρα;" με ρωτάει.

Τα βράδυα, λίγο πριν κοιμηθεί, κλαίει κάπου-κάπου. Είναι τότε που σκέφτεται "Τί θα γίνει άν πεθάνω;"

Τα πρωϊνά, όταν το χέρι της το σπασμένο πονάει λιγότερο, ξεχνάει το ζοφερό μέλλον που προδιαγράφεται στον ορίζοντα και ψιθυρίζει "Εχει ο Θεός"....

Προσπαθώ να την πείσω. Πόσο καλύτερη θα γίνει η ζωή της, άν η Αμαλία μπεί σε ίδρυμα. Σε ψυχιατρική κλινική. Και πόσο ίσως καλύτερα θα είναι και για την ίδια την Αμαλία που παλεύει καθημερινά με τα σκοτάδια του μυαλού της. Είναι ανένδοτη. "Οχι, δεν μπορώ να το κάνω αυτό στο παιδί μου" λέει συνέχεια. "Οταν εσύ φύγεις απ' τη ζωή, Μαρίκα, τί θα κάνει αυτή η γυναίκα;" προσπαθώ να κινητοποιήσω τους μηχανισμούς της λογικής της. Μου απαντάει αόριστα. Για ανέφικτες προοπτικές. Για ουτοπικές λύσεις. Δεν αγγίζει το πρόβλημα. Δεν θέλει. Δεν μπορεί. Δεν αντέχει.

. . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . .

Η Μαρίκα παντρεύτηκε τον Ηλία και χώρισε μετά απο τρία χρόνια. Εκαναν την Αμαλία, την ξαδέρφη μου, ένα κοριτσάκι όμορφο, μελαχροινό με τεράστια κατάμαυρα μάτια και λαμπερά τσίνορα. Η Αμαλία μεγάλωσε περισσότερο με την γιαγιά παρά με τη Μαρίκα. Η Μαρίκα εργαζόταν, τραγουδούσε επαγγελματικά και ταξίδευε. Ο πατέρας της, ο Ηλίας, δεν είχε και πολλές επαφές μαζί της. Μετά απο κάποια χρόνια ξαναπαντρεύτηκε κι' έκανε άλλα δύο παιδιά. Η Αμαλία είχε ταλέντο στον χορό, την θυμάμαι σαν μιά χαριτωμένη μπαλαρίνα σε θεατρικές σκηνές και ήταν αριστούχος στο σχολείο. Ερωτεύτηκε πολύ νωρίς και όταν εκείνη είχε σεξουαλικές σχέσεις με τον φίλο της, εγώ δεν ήξερα ακόμα απο πού βγαίνουν τα παιδιά, άν και μεγαλύτερη. Στα εικοσιέξι της χώρισε. Στα εικοσιεφτά της, άρχισαν πολύ ανεπαίσθητα ίσως, να εκδηλώνονται τα πρώτα σημάδια ψυχολογικής αστάθειας. Στα τριανταπέντε της, παράτησε τη δουλειά της. Στα τριανταεφτά της, κάποιος γιατρός, διέγνωσε σχιζοφρένεια. Δεν νοσηλεύτηκε ποτέ. Δεν πήρε φάρμακα ποτέ. Αρνιόταν το πρόβλημα και η ίδια και η Μαρίκα. Η υπόλοιπη οικογένεια προσπαθούσε να πείσει διακριτικά τη Μαρίκα. Κάποιοι και την Αμαλία. Τοίχος. Και τείχη γύρω.

. . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . .

Το σπασμένο χέρι της Μαρίκας είναι πολύ καλύτερα . Μπορεί και αυτοεξυπηρετείται πιά, έστω και με προσπάθεια.

Ταξιδεύουμε προς την Αθήνα. Την πάμε σπίτι της. Και την παραδίδουμε στο κολαστήριό της. Στην διαδρομή κρύβω το βλέμμα μου γιατί στάζει θλίψη. "Σαν όνειρο θα το θυμάμαι το σπίτι σας" μου είπε το τελευταίο βράδυ. Σαν παιδάκι χαμογελούσε. "Θα θυμάμαι και το Μήτσο και τη Μαριγούλα. Και το τζάκι που μου άναβες κάθε απόγευμα, θα θυμάμαι..."

Ο διάδρομος της πολυκατοικίας μυρίζει. Η μυρωδιά έρχεται απο το διαμέρισμα της Μαρίκας. Δυό δωμάτια, δυό άνθρωποι και πέντε γάτες. Η Αμαλία πλένεται πολύ σπάνια. Δεν αντέχει να βλέπει σώμα γυμνό. Ούτε το δικό της. Οταν πλένεται φοράει μαγιώ. Δεν άντεχε να καθαρίζει τη Μαρίκα τις πρώτες μέρες μετά το πέσιμο που της στοίχισε ένα σπασμένο ώμο. Την έπλυνα εγώ για πρώτη φορά μόλις την έφερα στο σπίτι μου. Για μιά εβδομάδα, μετά τον τραυματισμό της η Μαρίκα ήταν ανήμπορη να σηκωθεί. Χρειαζόταν βοήθεια. Η Αμαλία είχε βυθιστεί ακόμα περισσότερο στους εφιάλτες της ψυχής της και δεν μπορούσε να προσφέρει το ελάχιστο. Η Μαρίκα πάλευε μόνη της να φορέσει τα μπέϊμπυλίνο, κι' όταν έπεσε απ' το κρεβάτι ένα βράδυ, έμεινε κάτω όλη τη νύχτα μέχρι να έρθει μιά γειτόνισσα να την βοηθήσει να σηκωθεί το πρωί. Εκεί ούρησε, εκεί αφόδευσε και σίγουρα το βράδυ στην προσευχή της ψιθύρισε όπως πάντα "Δόξα τω Θεώ"...

Τώρα μπαίνει χαμογελαστή στο σπίτι, περήφανη που μπορεί και περπατάει, φιλάει την εικόνα της Παναγίας που βρίσκεται σε περίοπτη θέση μέσα στο χώλ, στολισμένη με ψεύτικα αλλά κι' αληθινά λουλούδια. "Δόξα τω Θεώ" λέει και πάλι. Το σπίτι είναι θεόκλειστο και μυρίζει γατίλα και λιβάνι. Η Αμαλία δεν αντέχει το φώς. Το φώς κάνει τους διαβόλους του μυαλού της να χορεύουν άγρια. Μας φτιάχνει καφέ. Σιχαινόμαστε, αλλά τον πίνουμε. Παντού υπάρχουν βρώμικα πιατάκια με υπολείματα γατοτροφών, σακούλες πλαστικές με ρούχα και σκουπίδια, βρώμικα στρωσίδια και άπλυτα πιάτα. Παρακάλεσα ν' ανοίξουν για λίγο τα παραθυρόφυλλα και τα τζάμια. "Να ξεμυρίσει" της είπα. "Πάλι θα σου κάνουν έξωση." Εχει δεχτεί τρείς εξώσεις μέσα σε δυό χρόνια. Για τη μυρωδιά και τις κατσαρίδες απο τα σκουπίδια που συλλέγει η Αμαλία. Δεν δέχεται με τίποτα να αποχωριστεί τις γάτες της. Ούτε την Αμαλία. Την οδηγώ στο μπάνιο. Κάτω το μωσαϊκό είναι γεμάτο μουχλιασμένα νεράντζια. "Τα μαζεύει η Αμαλία", μου λέει χαμογελώντας κάπως ενοχικά. Προσπαθώ να καταλάβω τί μπορεί να σημαίνει αυτό για τη ψυχή ενός σχιζοφρενούς. Δεν μπορώ. Δεν είμαι σχιζοφρενής. Είμαι μόνο ένας γαμημένος "λογικός" άνθρωπος που θυμώνω πολύ που ένα άρωστο μυαλό κάνει πράγματα που δεν μπορεί να τα καταννοήσει η γαμημένη η λογική μου. Και αναλώνομαι σε ανούσιες νουθεσίες που είναι τόσο ανώφελες και ανόητες όσο ανώφελα και ανόητα είναι τα μουχλιασμένα νεράντζια στο δάπεδο του μπάνιου.

Ντρέπομαι ξαφνικά.

Τόσα χρόνια θύμωνα που δεν λειτουργεί η Μαρίκα με τη δική μου λογική. Εχει μιά πάρα πολύ καλή σύνταξη απο την οποία δεν μένει τίποτα τις πρώτες δέκα μέρες του μήνα, γιατί η Αμαλία παραγγέλνει ντελίβερυ καθημερινά και ψωνίζει ακριβά ρούχα και παπούτσια που μετά τα παραχώνει σε σακούλες, μέχρι να γεμίσουν κατσαρίδες, ή τα χαρίζει απο δώ κι' απο κεί. Οι γάτες ταϊζονται με τις ακριβότερες τροφές, αλλά το ρεύμα μένει απλήρωτο. Στις απανωτές μετακομίσεις τους έχουν κλέψει πάνω απο τα μισά τους πράγματα, γιατί δεν είναι κανείς στο σπίτι να επιβλέπει. Η Αμαλία φεύγει για καφέ και η Μαρίκα μεταφέρει τις γάτες σε κλουβιά με ειδικά ναυλωμένο ταξί. Η Μαρίκα φέρνει συνεργεία να κάνουν απολύμανση και η Αμαλία ουρλιάζει γιατί δεν θέλει να σκοτώσουν τις κατσαρίδες. Πηγαίνω τις γάτες για στείρωση και σε λίγο, κάποια καινούργια γάτα έχει μαζέψει η Αμαλία απο το δρόμο. "Οι γάτες της κάνουν καλό" είναι η απόλυτη πεποίθηση της Μαρίκας. Η Μαρίκα είναι απόλυτα σίγουρη πως οι γάτες αντικαθιστούν τη θεραπευτική αγωγή. Αν υπάρχει θεραπευτική αγωγή...

Τόλμώ με δυσκολία να παρατηρήσω την Αμαλία λίγο πριν φύγουμε. Πρόσωπο βγαλμένο απο ταινία φρίκης. Τα δόντια λείπουν όλα. Είχε τα χρήματα για τον οδοντογιατρό, τα έδωσε σε ρούχα, που μπήκαν σε σακούλες. Τα μαλιά της είναι καμένα, γιατί τά βάφει με διάφορα χρώματα καθημερινά σχεδόν. Φοράει περούκες που έχουν γίνει ράστα απο τη βρώμα. Τα μισά απο τα καμένα μαλιά προεξέχουν κάτω απ' τη περούκα. Κρύβει το σώμα της κάτω απο πολλά στρώματα ανάμικτα κομπιναιζόν και μακριές φούστες. Φοράει κάλτσες σοσόνια με σαγιονάρες. Μερικές φορές ξεθάβει μέσα απ' τις σακούλες ένα πανωφόρι φανταχτερό ή φτερά και τα φοράει πάνω απο σκισμένα πουλόβερ. Εχει καμπουριάσει. Κοιμήθηκε με ψόφιο γατί πέντε μέρες στο κρεβάτι. Μιλάει χαμηλόφωνα και σχεδόν λογικά. Μπορεί να ξεγελαστείς άν την ακούς, αλλά δεν τη βλέπεις.

Ντρέπομαι για τις φορές που την επικρίνω στο τηλέφωνο.

Ντρέπομαι για τη σκληρότητά μου.

Ντρέπομαι που ήρθα σ' επαφή με τη Πρόνοια, κρυφά απ' τη Μαρίκα. Να κάνουν κάτι. Να πάρουν την Αμαλία σε ψυχιατρείο με εισαγγελική παρέμβαση. Ντρέπομαι που σκέφτηκα με τη δική μου λογική κι' αγνόησα τη λογική της Μαρίκας. Τη λογική της αγάπης. Τη λογική των "πτωχών τω πνεύματι" ανθρώπων.

Στην επόμενη τηλεφωνική μου επικοινωνία με τις υπηρεσίες της Πρόνοιας είχα ήδη αποφασίσει να κάνω λάθος.

"Σας παρακαλώ πολύ να μην επέμβετε. Οταν η θεία μου πεθάνει, ίσως, τότε..."

"Ανακυκλώνετε το πρόβλημα, έτσι" μου είπαν.

Το ξέρω.

Αποφάσισα όμως να χειριστώ το θέμα με τον μοναδικό τρόπο που συνήθως χρησιμοποιώ για να χτίζω το τείχος των λαθών μου: με τη λογική της καρδιάς μου, και όχι του μυαλού μου.

. . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . .

Επιστρέφουμε. Περίλυπος εστι η ψυχή μου έως θανάτου... Οχι, δεν το έλυσα το πρόβλημα. Απλά, το έζησα το πρόβλημα. Εκ των έσω...

Η Μαρίκα θα συνεχίσει τη ζωή που της απομένει ζυγίζοντας χαρές και λύπες με τα δικά της ζύγια. Δεν θ' αλλάξω εγώ αυτά τα ζύγια. Δεν θ' αλλάξω εγώ τα ζύγια σ' ένα πλάσμα που καταφέρνει να ευτυχεί όταν τραγουδά, όταν χαϊδεύει τις γάτες της κι' όταν πιστεύει πως ξεπληρώνει τα χρέη της στην Αμαλία κρατώντας το δυστυχισμένο αυτό πλάσμα σφιχτά-σφιχτά κοντά της...

Και μετά....

Ολα θα πάρουν το δρόμο τους. Η, ίσως , θα μου φανερωθούν καινούργιοι δρόμοι, που μπορεί να μη τους φαντάζομαι τώρα κάν.

Μέχρι τότε, ένα πράγμα μπορώ να πώ με σιγουριά.

Την Μαρίκα, μόλις τώρα, τη γνώρισα. Και μόλις τώρα την αγάπησα βαθειά.

Και την Αμαλία, μόλις τώρα άρχισα να προσπαθώ να την καταννοώ. Προσπαθώ και θα προσπαθώ όλο και περισσότερο να κοιτάξω τον κόσμο μέσα απο την αγριότητα των ματιών της. Με πονάει αφάνταστα, αλλά θα προσπαθήσω να το κάνω. Και, ίσως, άν καταφέρω να την αγαπήσω, να καταφέρω και να τη βοηθήσω...

Ισως...