27 Σεπ 2008

Let's fuck!


Το ασαφές, το ακαθόριστο, το συγκεχυμένο, πάντα μ' ενοχλούσε. Ειδικά, όταν ελοχεύει στο μυαλό μου.

Οταν, κάτι έχω-αλλά δεν ξέρω τί έχω, τρελαίνομαι. Και καταθλίβομαι.

Αντέχω τα χειρότερα, δεν τη παλεύω με τ' αόριστα. Κι' αυτή η πικρή γεύση, ακαθόριστη, διακριτικά ενοχλητική κι' επίμονη, κάποιες μέρες τώρα, ασυναίσθητα με οδηγεί προς το πληκτρολόγιο, να το κοιτάω χαζά, αλλά συγχρόνως με μιά σχεδόν τυφλή αφοσίωση, σαν μόλις ν' ανακάλυψα τον αόρατο εξομολογητή που θα μου εκμαιεύσει τ' ανομολόγητα.

Το στομάχι μου, σφιγμένο. Νευρικότητα που εκδηλώνεται με τρέμουλο στα χέρια. Τα ξέρω καλά τα συμπτώματα. Μιά ανεξήγητη βιασύνη, για κάτι που προσδοκώ να συμβεί, ή για κάτι που φοβάμαι να συμβεί. Καλό ή κακό, δεν ξέρω, δεν είναι αναγνωρίσημο, δεν είναι μορφοποιημένο. Δεν είναι προσδοκία, δεν είναι φόβος, είναι σκιά χωρίς περίγραμμα, χωρίς βάρος, χωρίς εκτόπισμα. Είναι κάτι που έρχεται, μπορεί όμως και κάτι που χάνεται.

Νευριάζω με τον εαυτό μου που αδυνατεί να του δώσει σχήμα, χρώμα, μορφή, αλλά συγχρόνως τον εμπιστεύομαι τυφλά. Οσες φορές κατάφερα να ξεμπερδέψω το κουβάρι, του έδωσα δίκιο. Πάντα "ηξερε" αυτός. Τί τον ενοχλούσε ύπουλα. Με ποιές διεστραμμένες ανασφάλειες είχε να λογαριαστεί και ποιές κατεδαφίσεις να ξεκινήσει. Ειδικά οι κατεδαφίσεις είναι ανυπολόγιστα ψυχοφθόρες.

Και οι κρυφές προσδοκίες είναι ψυχοφθόρες. Ιδιαίτερα αυτές που καγχάζουν χαιρέκακα όταν συγκρούονται με τη λογική μου, που πάντα προλαβαίνει να κάνει την υποψία του ανέφικτου πραγματικότητα. Και να μ' αδειάσουν.

Και όπως μηχανικά γράφω τη λέξη "αδειάζουν", αντιλαμβάνομαι ότι και το κενό είναι επίσης ψυχοφθόρο. Να σκύβεις στο μέσα σου να πιείς νερό, και η γούρνα νάναι άδεια. Στεγνή. Και το μόνο που συμβαίνει, είναι ν' ακούς τον αντίλαλο της φωνής σου, που επιμένει να ρωτάει: Ναί, αλλά γιατί;

Περίεργος αυτός ο Σεπτέμβρης...

Σαν να συμβαίνουν πράγματα έξω απο εμάς, για μάς. Σαν να σηκώνουμε ασπίδες προστασίας απο "κάτι". Σα να τρέχουμε σε καταφύγια να κρυφτούμε, απλά για να κρυφτούμε, απλά γιατί η ψυχή μας νοιώθει να θέλει να κρυφτεί. Σα να φοράμε τραγιάσκες και γυαλιά, να μη μας δούνε , να μη μας αναγνωρίσουνε.

Κάποιοι μπλόγκερς "ιδιωτικοποιούν" το ιστολόγιό τους, το προστατεύουν εγω θάλεγα. Κάποιοι, το διαγράφουν οριστικά. Κάποιοι άλλοι, ψιθυρίζουν, ψελλίζουν μονόλογους γεμάτους απελπισία, ή ακόμα, κραυγάζουν τη θλίψη τους. Και τη μοναξιά τους. Και την απογοήτευσή τους. Χωρίς να περιμένουν συμπαράσταση. Χωρίς δεκανίκια. Απλά, εκφράζονται. Κάποιοι παλεύουν με τον εχθρό. Κάποιοι τραγουδάνε "είμαστε ακόμα ζωντανοί", κάποιοι άλλοι "μοχθούν" για την επικοινωνία, βγαίνουν και λένε: -Είμαι εδώ! Ακούστε με!"

Περίεργος, καταλυτικός ο Σεπτέμβρης αυτός...

Σαν απο κάπου να ξεφύτρωσαν αόρατες απειλές, να ξεπήδησαν απ' τον ορίζοντα με το που μας αποχαιρέτησε η κατασκευασμένη καλοκαιριάτικη ανεμελιά, σα νάβρεξε πίκρα και θυμό και θλίψη το σύννεφο του καθενός, μες στη δική του αυλή.

Και στη δική μου, επίσης.

Κλείνοντας την άσκοπη αυτή έκθεση ιδεών, οι πρώτες ψιχάλες έφτασαν κι' εδώ. Κουβαλάνε την υπόσχεση μιάς μπόρας.

Να την ελπίζω;

Να της κρυφτώ;

Τί διάολο; Εχω ξεχάσει πώς είναι ένας αληθινός Σεπτέμβρης;

. . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . .

Το κάστρο, στην Ακροκόρινθο, έχει παραδοθεί αδιαμαρτύρητα στα σύννεφα που το σκεπάζουν.

Τα χειμερινά προγράμματα της τουβούλας επιδεικνύουν με καμάρι τα επιμελώς προετοιμασμένα πανηγύρια τηλεθέασης που οι επιμελώς "διαβασμένοι" και "πετυχημένοι" καραγκιόζηδες-παρουσιαστές μας σερβίρουν στη μούρη. Το "δήθεν", το φτηνό και το χυδαίο, εισβάλλει απο παντού και ξεγελάει με διάφορετικά πρόσωπα. Ειδήσεις, talk-shows, σηριαλς, στημένες αντιπαραθέσεις, στημένος πανικός, ψέμμα, ψέμμα, ψέμμα, και πάλι ειδήσεις, και πάλι γέλιο σε συσκευασία, και ξύλινες φωνές που κροταλίζουν εξαγγελίες και περιυβρίζουν τη νοημοσύνη μας.

Η πόρτα της κουζίνας μπάζει λίγα νερά.

Η μπόχα όμως, μπαίνει απο παντού, κι' απ' τη πιό μικρή χαραμάδα.

Κι' εμείς παραδινόμαστε αδιαμαρτύρητα στο σύννεφο της μπόχας που μας σκεπάζει...

Σφίξιμο στο στομάχι, τρεμούλα στα χέρια!

Let's fuck!

21 Σεπ 2008

Εβρεξε επιτέλους!

Καμιά φορά, η λάσπη έρχεται πριν τη βροχή.








Και μετά, έρχεται η βροχή και τη ξεπλένει.








Ευχαριστώ τον Spy (http://spy-innerscapes.blogspot.com/) που χωρίς αδιάβροχο και ομπρέλα, με "οδήγησε" ν' ακούσω αυτό:






















16 Σεπ 2008

Χωρίς τίτλο...


Στο κατώφλι της εφηβείας της, τα βράδια συνήθιζε να εγκαταλείπει το κρεβάτι της και να καβαλάει το περβάζι του παραθύρου που έβλεπε στην αυλή. Εψαχνε το φεγγάρι, ανάμεσα στις απειλητικές πολυκατοικίες και συνήθως, αφού του έστηνε καρτέρι αρκετή ώρα, η προσχεδιασμένη συνάντηση πραγματοποιόταν.

Τραβούσε σε μάκρος, όσο πιό πολύ μπορούσε, αυτή τη λυτρωτική παρουσία, αντίδοτο της οικογενειακής μοναξιάς της. Σχεδόν έτρεφε αισθήματα ευγνωμοσύνης γι' αυτό. Το φεγγάρι γινόταν ο χώρος κι' ο χρόνος της. Και πάνω στο περβάζι, ταξίδευε...

Τοποθετούσε ένα τρανζιστοράκι (το μέγεθος του γινόταν σταδιακά αντιστρόφως ανάλογο με την ηλικία της), δίπλα στα ξυπόλητα της πόδια, και άκουγε "νέο κύμα". Εύκολα βούρκωνε με τις μουσικές, δεν ήξερε καν γιατί, μάλλον θα ήτανε θλίψη, καλά κρυμμένη στα σεντόνια της, που τις νύχτες της επέτρεπε να τη συντροφεύει, χωρίς να ντρέπεται. Και πάνω στο περβάζι, ταξίδευε...

Το φεγγάρι, η μουσική κι' αυτή, φτιάχναν το κόσμο ομορφότερο, για λίγο.

Αυτή, απομόνωνε επιλεκτικά τα όμορφα της μέρας. Μπορούσε ακόμα και να προσποιηθεί, πως αυτή η φιγούρα πάνω στο παράθυρο, ήταν το κέντρο του κόσμου. Και το αντικείμενο του πόθου όλων των αγοριών στη γειτονιά.

Επλαθε ηδονικά την ίδια και την ίδια ιστορία, είναι άρωστη βαριά, πεθαίνει, και πονάνε όλοι τόσο πολύ γι' αυτό! Η μαμά της ειδικά, κλαίει πιό πολύ απ' όλους, και της μιλάει τρυφερά πάνω απ' το κρεβάτι που αφήνει τη τελευταία της πνοή, και τη παρακαλάει να μη φύγει, που τόσο την αγαπάει...

Μα κι' ο μπαμπάς της όμως, πώς δεν το είχε καταλάβει τόσο καιρό, της χαϊδεύει γλυκά τα μαλλιά, και μέχρι και φιλί στο μέτωπο της δίνει...

Και κείνος , ο Διονύσης, με τα γαλάζια μάτια, και κείνος μπαίνει στο δωμάτιο όλος απελπισία, και με το βλέμμα του τη λούζει με "σ' αγαπώ"...

Και χαμογέλαγε ευχαριστημένη. Την είχανε νταντέψει!

Κάποιες φορές, γυρνούσε το κεφάλι και αποτολμούσε να κοιτάξει το δωμάτιο, με βλέμα δανεικό απ' το φεγγάρι, που κάτεχε τη τέχνη να φιλτράρει τ' άσχημα, τα φτωχά, τα χαλασμένα του δωματίου της, να τους απλώνει τούλια ασημιά, να φαίνονται πως λάμπουν, να μη ντρέπεται πιά γι' αυτά...

Κι' άλλες βραδιές, που το φεγγάρι δεν ερχόταν, η το παράθυρο έμενε κλειστό απο το κρύο, με το τρανζίστορ κολλημένο στο αυτί, κουλουριασμένη κάτω απ' τις κουβέρτες, έπαιζε ρόλο πρωταγωνιστικό στο "Θέατρο της Τετάρτης", ή νανουριζότανε γλυκά απ' τη φωνή του Νίκου Τζόγια που διάβαζε μυθιστορήματα, στη "Ραδιοφωνική Βιβλιοθήκη", ή, αφηνόταν να τρομάξει με τις "Αστυνομικές Ιστορίες" του Νίκου Φώσκολου, για νάχει να το πεί στη μαμά της αύριο, κι' αυτή... να τη νταντέψει!

Ο μπακάλης της γειτονιάς ήταν καλός. Με το δίφραγκο στο χέρι, κάθε μεσημέρι, μετά το σχολείο, πήγαινε να εξασκήσει μιά απ' τις λίγες ελευθερίες επιλογών που της δινόντουσαν τότε. Θα διάλεγε, ποιά κονσέρβα έτοιμου φαγητού θα έτρωγε κάθε μέρα. Και όσο αυτή ταλαντευότανε ανάμεσα στο "κρέας με φασόλια" (ήταν το αγαπημένο της), ή, στο "αρνάκι με αρακά", ή στα "ντολμαδάκια γιαλαντζί", ο μπακάλης της μίλαγε με συμπάθεια κι' ενδιαφέρον, τη ρώταγε για το σχολείο, για τα μαθήματα, για τις φίλες της, για τη δουλειά του μπαμπά της

(το επίσημο ανακοινωθέν για τη δουλειά του μπαμπά της, ρετουσαρισμένο διακριτικά απ' τη μαμά, και γενικά αξιοπρεπώς συμαζεμένο, ήταν "Πλασιέ σε είδη χρυσοχοϊας"). Πάντως ο μπακάλης ήταν καλός. Τη βοηθούσε στην επιλογή του φαγητού της ημέρας, σχεδόν καθόριζε το καθημερινό της διαιτολόγιο : "Χθές έφαγες μοσχάρι με φασόλια, σήμερα καλύτερα να φάς ντολμαδάκια". Ηταν καλός ο μπακάλης. Τή ντάντευε!

Πάντα ονειρευότανε έναν μεγαλύτερο αδερφό. Ομορφο,ψηλό, δυνατό, και να τη λατρεύει.

Μπορεί και ν' άφηνε το φεγγάρι για χάρη του! Και τις μουσικές! Και το παράθυρο ακόμα! Αρκεί, να ήταν αδερφός, όμορφος, ψηλός και δυνατός και να τη λάτρευε. Ναρχότανε στο σπίτι με τους φίλους του, κι' άλλο να μη κάνανε, παρά να τη παίζουν, να τη βάζουν να χορεύει και να τραγουδάει, να γελάνε πολύ, και μετά να την παίρνουνε αγκαλιά. Και να τη νταντεύουν!

. . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . .

Απο την εφηβεία και μετά, το φεγγάρι, όλο και πιό συχνά, κρυβότανε μέσα στα αγορίστικα μάτια. Εκείνη, μίλαγε ελάχιστα, με μάτια χαμηλωμένα, και κάθε τους λέξη τραγούδαγε στ' αυτιά της με τη φωνή του Γιώργου Ρωμανού. Αν σήκωνε τα μάτια να τους κοιτάξει, οι μουσικές την εγκατέλειπαν. Αν τους άφηνε να τη φιλήσουν, το φεγγάρι θύμωνε πολύ και τράβαγε στη δύση του. Βασάνιζε και βασανιζότανε, χορεύοντας σε τεντωμένο σχοινί, με τα χέρια ανοιχτά να φωνάζουν "σε θέλω", και τα μάτια κλειστά, βοηθοί στην άρνηση, σκληροί εκπαιδευτές στην πειθαρχεία. Εριχνε σα σαϊτα το βλέμα της μαγνητισμένο απο την αγορίστικη επιθυμία για μιά στιγμή, μόνο για μιά στιγμή, και μετά ξαναγυρνούσε στο χωροχρόνο της, ανέγγιχτη μα όχι παρθενική, έτοιμη να πλάσει το ζυμάρι της φαντασίας της, σ' όποιο σχήμα αγαπούσε. Τόβαζε κάτω απ' το μαξιλάρι της , και τότρωγε στα όνειρά της.

Ομως, έτσι, μπορεί τ' αγόρια, να τη νταντεύανε...

. . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . .

Μεγαλώνοντας, ούτε που κατάλαβε πώς αντέστρεψε τους όρους. Ξέθαψε απ' το μπαούλο τη στολή του ιππότη, που της φοράγανε όταν ήτανε μικρή, και τη φόρεσε κατάσαρκα για πάντα. Τα βελούδα και τα φτερά γίνανε ένα με το δέρμα της, κι' ένα μικρό σπαθί παρέμενε κρυμένο στη θήκη του, να πολεμάει τους δράκους, τα φαντάσματα και τη μοναξιά της. Βούταγε τη πέννα της στα δάκρυα, μόνο όταν ήτανε μόνη, και ριχνότανε με πάθος στη πρόκληση, που την είχε βαφτίσει μάχη. Μάτωνε συχνά, αλλά είχε αποκτήσει τη στόφα του νικητή, και είχε κατακτήσει τη δόξα του δυνατού. Σαν φυσική συνέπεια, ο Δον Κιχώτης μέσα της, αφηνόταν να διαμελιστεί κατ' επανάληψη απο τους ανεμόμυλους της γεμάτης με ρομαντισμό φαντασίας της, ποτέ όμως δεν αφέθηκε να πεθάνει για τα καλά, γιατί ο κόσμος ήταν γεμάτος Δουλτσινέες, κι' αυτή έπρεπε νάναι ζωντανή για να τις προστατεύει και να τις νταντεύει.

. . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . .

Αφέθηκε να μεγαλώνει, αναπτύσσοντας όλο και περισσότερο τη τεχνική της φτερούγας. Που ανοίγει και μαζεύει απο κάτω της χαρές και λύπες, αγάπη και παράπονο, τα χρήσιμα, τα περιττά, θυμούς και συγχώρεσες, αποδοχή κι' απόρριψη. Τους έδινε μορφή, σαν το ζυμάρι της φαντασίας της που έπλαθε όταν ήτανε παιδί, και καθισμένη στο περβάζι ενος παράθυρου που ακόμα ψάχνει το χαμένο του φεγγάρι, ξόρκιζε τη μοναξιά των παιδικών της χρόνων με το ντάντεμά τους. Μόνο που πιά, βαθιά μέσα της ήξερε, πως έπρεπε η ίδια να νταντεύει, γιατί ο χρόνος έφευγε, το δωμάτιο είχε πετάξει προ πολλού τα τούλια του φεγγαριού, κι' ο Γιώργος Ρωμανός, δεν τραγουδούσε πιά. Μπορεί και να είχε πεθάνει.

. . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . .

Κάποιες φορές, προσποιείται την αδύναμη. Επιστρατεύει τη τεχνική της γκρίνιας, του θυμού, της παραίτησης. Χτυπάει τα πόδια στο πάτωμα με πείσμα, να γίνει το δικό της. Συνήθως γίνεται, αλλά δεν έχει γεύση. Ζητάει τη γεύση, τη πρωτόγνωρη, αυτή που της την είχαν αρνηθεί οι γεννήτορές της, την υποψία έστω ζητάει, ψήγματα υποταγής καταχωνιασμένα μέσα της, αναδεύονται υπομονετικά να βρούν την ευκαιρεία, να εκφραστούν, να της αλλάξουν τη μορφή. Να γίνει απο ιππότης, Δουλτσινέα, κι' ακόμα πιό πολύ. Κοριτσάκι μικρό, για να χωράει στο περβάζι του παράθυρου, να αρωσταίνει πιό συχνά, και να της φτιάχνουνε σούπες, και κείνο το φεγγάρι, η παρεούλα της, ν' αρχίσει πάλι να της μιλάει ψυθιριστά, να τη νταντέψει. Να τη νταντέψουν...


10 Σεπ 2008

Γκάλοπ!


Bρίσκομαι στην Αθήνα για λίγες μέρες για δουλειά. Φιλοξενούμενη απο ένα φίλο μου, είχα την ευκαιρία και την πολυτέλεια της άνεσης του χρόνου, να αναλωνόμαστε κάθε βράδυ, στη βεράντα του, με την Ακρόπολη φάτσα-κάρτα, σε συζητήσεις , απ' αυτές που ένας γκέϊ άντρας (ο φίλος μου), και μία στρέϊτ γυναίκα (εγώ), αρέσκονται να κάνουν. Τύπου δηλαδή: "Πώς βλέπετε εσείς οι γυναίκες , το θέμα αυτό, μπλα μπλα μπλα, πώς βλέπετε εσείς οι γκέι απ' τη πλευρά σας το θέμα εκείνο μπλα μπλα μπλα", και πάει λέγοντας, μαζί με προσωπικές εξομολογήσεις, αυτοκριτικη, και λίγη δόση ανάλυσης και αλληλοψυχανάλυσης!

Χθές το βράδυ, ο φίλος μου, μου έθεσε το εξής ερώτημα: " Πές μου ειλικρεινά, τί θα σε πείραζε περισσότερο, άν έπιανες τον άντρα σου στο κρεβάτι με γυναίκα, ή με άντρα;"

Το σκέφτηκα για λίγο, και του ανέλυσα το σκεπτικό μου:

Αν τον έπιανα με γυναίκα, θα ήταν πολύ πληγωτικό.

Αν τον έπιανα με άντρα, θα ήταν απόλυτα απαξιωτικό.

-Γιατί;

-Γιατί, στη πρώτη περίπτωση, θα ένιωθα ότι προδίδει εμένα και τη σχέση μας. Στη δεύτερη περίπτωση, θα ένιωθα ότι προδίδει τον ίδιο του τον εαυτό, αυτόν τον εαυτό που "υποδύθηκε" τελικά, όλα τα χρόνια που είμαστε μαζί.

Στην πρώτη περίπτωση, θα είχα ν' αντιμετωπισω το σοκ του ότι "μοιράστηκε", με κάποια άλλη γυναίκα τις απόλυτα προσωπικές στιγμές, που πίστευα ότι ανήκουν αποκλειστικά σε μάς.

Στη δεύτερη, θα είχα ν' αντιμετωπίσω την απόλυτη ανατροπή, της ίδιας του της υπόστασης!

Θα αναιρούσε δηλαδή με μιάς, όλο το ερωτικό αλισβερίσι, απο τη πρώτη στιγμή της γνωριμίας μας, θα άφηνε το απόλυτο κενό πίσω του, το τίποτα ρε παιδί μου, το μηδέν, θα είχα "χτίσει" δηλαδή, μιά σχέση πάνω στο "τίποτα", στο μηδέν, μ' έναν άνθρωπο, που θάταν άλλος απ' αυτόν που εγώ εγάπησα. Θέατρο, απ' την αρχή, μέχρι το τέλος! Αυτό θα ήταν.

Ο φίλος μου, μου ανέλυσε το ζήτημα κι' απ' τη δική του τη πλευρά (τί θα τον πείραζε δηλαδή, αν έπιανε το σύντροφό του με άλλο γκέϊ, ή με γυναίκα), και σαφώς τοποθετήθηκε, ότι αν τον έπιανε με γκέϊ, θα τον πονούσε περισσότερο, γιατί απλά, μιά γυναίκα ίσως και να του πρόσφερε πράγματα, που ανατομικά και μόνο, αυτός δε θα μπορούσε να του τα προσφέρει, ενώ ένας άλλος γκέϊ, τί, τί περισσότερο απ' αυτόν μπορούσε να του δώσει;

Κατά τις 1.30 το βράδυ, κατέληξε:

_Mα την αλήθεια, φιλενάδα, πολύ θα ήθελα να έκανα ένα γκάλοπ στις γυναίκες για το θέμα αυτό. Να δώ πώς το βλέπουν το ζήτημα...

-Γκάλοπ θέλεις; Γκάλοπ θα έχεις!

-Δηλαδή;

-Δηλαδή, θα κάνω ένα ποστ γκάλοπ. Και όχι αποκλειστικά για γυναίκες φυσικά.Για γυναικείες, ανδρικές, και γκέϊ απόψεις επι του θέματος!

-Ναι ρε γαμώτο, κάντο, κάντο!

-Αύριο κιόλας!

Και το κάνω. Τώρα!

Η ερώτηση, λοιπόν, είναι:

ΤΙ ΘΑ ΣΑΣ ΠΕΙΡΑΖΕ ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΟ;

ΝΑ ΠΙΑΝΑΤΕ ΣΤΟ ΚΡΕΒΑΤΙ ΤΟΝ ΑΝΤΡΑ ΣΑΣ-ΓΥΝΑΙΚΑ ΣΑΣ ΜΕ ΑΛΛΗ ΓΥΝΑΙΚΑ-ΑΝΤΡΑ, Η ΜΕ ΑΤΟΜΟ ΤΟΥ ΙΔΙΟΥ ΦΥΛΛΟΥ;

(Γιατί ψιλοοσφρίζομαι στον αέρα, την αντρική άποψη;)

7 Σεπ 2008

Τρείς ευχούλες, τόσες δά!


Η φίλη μου η ντοματούλα, που δε φέρνει την άνοιξη, με κάλεσε να παίξουμε τις τρείς ευχές!

Δύσκολο, κι' ωραίο παιχνίδι. Και καθόλου παιχνίδι, θάλεγα. Και ιδιαίτερα δύσκολο, θάλεγα.

Και το μυαλό μου τόχει σκεπάσει ύπουλα, το σχετικό υπέροχο κείμενο του Αγγελου (http://aggelosspyrou.blogspot.com/), και όλο σκέφτομαι ευχές στο χρώμα του ροδάκινου, και προσπαθώ να τις αποδιώξω, να γράψω κάτι δικό μου, κάτι ολόδικό μου ρε παιδί μου, χωρίς κουκούτσια, χωρίς φλούδια, χωρίς ζουμί. Με ζουμί ναί, αλλά χωρίς το ζουμί να μυρίζει ροδάκινο!

Τα πλακάκια της κουζίνας τα μέτρησα τρείς φορές.

Χάϊδεψα μηχανικά το κεφάλι του σκύλου μου επί πέντε λεπτά.

Εστριψα δύο τσιγάρα.

Ανακάλυψα ότι στο βάθος του δρόμου, έξω απ' το σπίτι μου, υπάρχουν 22 κυπαρίσσια.

Και κατέληξα!

α) Ευχή για μένα:

Να πλατύνει το μυαλό και η καρδιά μου τόσο, που να χωράει χωρίς διακρίσεις και τους καλούς και τους κακούς που αποτελούν το κόσμο γύρω μου... Αδιαμαρτύρητα και ειλικρεινά.

β)Ευχή για τους φίλους μου:

Να πλατύνει το μυαλό και η καρδιά τους τόσο, που να χωράει χωρίς διακρίσεις, και τους καλούς και τους κακούς που αποτελούν το κόσμο γύρω τους... Αδιαμαρτύρητα και ειλικρεινά.

γ)Ευχή για τους εχθρούς μου:

Να πλατύνει το μυαλό και η καρδιά τους τόσο, που να χωράει χωρίς διακρίσεις, και τους καλούς και τους κακούς που αποτελούν το κόσμο γύρω τους. ... Αδιαμαρτύρητα και ειλικρεινά.

Κι' εμένα μαζί!

Ούφ! Επαιξα!

3 Σεπ 2008

Κεφάλι γεμάτο χρυσάφι.


Eκτη μέρα μετά την επιστροφή απ' τα Κύθηρα. Κι' ακόμα, πολύ δειλά αγγίζω το πληκτρολόγιο. Δεν είναι που βαριέμαι. Κάθε άλλο. Δεν είναι που δεν έχω χρόνο, αυτό παλεύεται. Δεν είναι που δεν έχω τί να γράψω, αυτό κι' άν δεν είναι.

Είναι μόνο, που έχω ένα "κεφάλι γεμάτο γεμάτο χρυσάφι", όπως λέει κι' ο φίλος μου ο Αγγελάκας, και πώς να αδειάσεις όλο αυτό το χρυσάφι σε αράδες;

Οι βαλίτσες ανοιχτήκανε πάραυτα, με την επιστροφή. Τα λερωμένα-τ' άπλυτα πήραν το δρόμο τους για το πλυντήριο, οι εικόνες όμως παρέμειναν άπλυτες κι' ασιδέρωτες να κυματί

Τα Κύθηρα μπλέ.

Εικόνα ανεξίτηλη, το διάφανο μπλέ με την υπόσχεση του πράσινου ανακατεμένο, που δε σε προσκαλεί απλά, έρχεται και σε ξελογιάζει σε παιχνίδια παιδιάστικα με το νερό, σου επιβάλλει την αίσθησή του και αδιαπραγμάτευτα σε πλημμυρίζει με θάλασσα μέσα σου κι' έξω σου. Θάλασσα φτιαγμένη για να την ερωτεύεσαι, παιχνιδιάρα κι' άστατη, σίγουρη πως δεν θα τη ξεχάσεις ποτέ, αφού δε μπορείς να τη κατακτήσεις για πάντα.

Τα Κύθηρα ώχρα.

Η παρουσία του παλιού, ντυμένου με το χρώμα του λειμωνίτη, παντού, μα παντού, η ώχρα στις πεσμένες στέγες, στα εγκαταλελειμένα κάστρα, στους κατεστραμένους μύλους και νερόμυλους, στις ξερολιθιές των χωματόδρομων, η ώχρα που ζωντάνευε ξαφνικά την ώρα του δειλινού, αστραφτε κυριολεκτικά για λίγο, και την ώρα εκείνη άκουγες ξαφνικά φωνές απ' άλλες εποχές να τραγουδάνε, να κλαίνε, να γελάνε, να πολεμάνε, να πεθαίνουνε. Να αιωρούνται εντούτοις...

Τα Κύθηρα λευκό.

Το λευκό στα Κύθηρα δε γιορτάζει ξέφρενα όπως στ' άλλα νησιά. Στα Κύθηρα το λευκό τραγουδάει χαμηλόφωνα χαρούμενα τραγούδια σε δεύτερη φωνή. Ακομπανιάρει αρμονικά, πότε το πράσινο, πότε το μπλέ, πότε την ώχρα. Υπάρχει λές επίτηδες εκεί, για να φαντάζει εντονότερο το φούξια της μπουκαμβίλιας, το πορτοκαλί των γερανειών, κι' εγώ, ακόμα πιό μαυρισμένη στις φωτογραφίες. Στα Κύθηρα, το λευκό δε σε τυφλώνει. Δροσερά σε φρεσκάρει.

Τα Κύθηρα πράσινο.

Είναι ο Πάνας των Κυθήρων. Ξεπετάγεται ξαφνικά μπροστά σου, απο το πουθενά, και σου κάνει την έκπληξη που με τίποτα δε περιμένεις, σου παίζει στο φλάουτο Βακχικούς ρυθμούς και χορεύει ξέφρενα ανάμεσα στα πλατάνια, στις φτέρες, στα πεύκα και στις λεύκες, το όργιο!

Σε παρασύρει, τον ανίδεο, σε μεθύσι ανεξέλεγκτο, και τότε σου θυμίζει με το έτσι θέλω, το παιδάκι που κρύβεις μέσα σου, και το ξυπνάει ξεδιάντροπα, να σκαρφαλώσει σε κορμούς, να κάνει επικίνδυνες ισσοροπίες πάνω σε βράχους και σε πέτρες σε ποταμάκια και ρυάκια, να κρεμαστεί απο κλαδιά και να παραγεμίσει το σακίδιό του με βρύα και λειχήνες. Ξεφάντωμα στα Κύθηρα το πράσινο!

Τα Κύθηρα κόκκινο.

Δε ξέρω αν η Αφροδίτη πραγματικά αναδύθηκε απο τους αφρούς της θάλασσας των Κυθήρων, νομίζω μάλλον ότι αναδύθηκε απο το άφρισμα του αρικαρά την ώρα που χύνεται απ' το βαρέλι στη κανάτα, γιατί αυτό το κόκκινο κρασί, είναι προκλητικά κόκκινο, προκλητικά έντονο στη γεύση και στη μυρουδιά, προκλητικά ερωτικό στη μίξη του με σένα, προκλητικά απειλητικό στην παρέα του με τη φατουράδα (το τοπικό κόκκινο επίσης τσίπουρο). Η Αφροδίτη μάλλον τίναξε με χάρη απ' τα μαλιά της τις σταγόνες του αρικαρά που την έλουσαν, και μετά κλείνοντας πονηρά το μάτι, κατέβασε, επίσης με χάρη, δυό σφηνάκια φατουράδα, και χωρίς καθόλου ενοχές για το μεθύσι της, ορκίστηκε ότι στα Κύθηρα θα ήταν μόνιμα μεθυσμένη...

Τα Κύθηρα ταραντέλα.

Να χορεύεις ταραντέλα στα Κύθηρα, μ' ένα φωτισμένο κάστρο απο πάνω σου, και μ' ένα φεγγάρι καρπούζι, τεμπέλικα ξαπλωμένο πάνω απ' το Καψάλι, αρχίζει να φαίνεται στα μάτια μου σιγά-σιγά, το πιό φυσικό πράγμα στο κόσμο. Οι γαργαριστές φωνές των "Εν καρδία", πρέπει να είναι η πιό ταιριαστή γιρλάντα στη γιορτή που λέγεται Κύθηρα. Η μάλλον, τα δικά μου Κύθηρα. Δροσερές και γαργαριστές φωνές, που τραγουδάνε δροσερά και γαργαριστά τραγούδια, φτιαγμένα να σβύνουν και ν' αφομοιώνονται στο επίμονο κάλεσμα των τζιτζικιών, και στο βραδινό, νωχελικό, τρυφερό κυματάκι της παραλίας, που λές και βαριότανε να γυρίσει γρήγορα πίσω στη μάνα του τη θάλασσα, και χαμουρευότανε με τις ώρες, με τα πολύχρωμα, βρεγμένα βότσαλα, τα φιλαράκια του.

Τα Κύθηρα έθνικ.

Και το άλτο κλαρίνο του Χωματά, σε ρυθμούς τσιγγάνικους των Βαλκανίων, χαμουρευότανε επίσης με το ελαφρύ αεράκι, τό ευεργετικό και ζωογόνο, που μας χάρισαν τα Κύθηρα, έτσι, γιά αποχαιρετισμό, για δώρο αγάπης απο ένα νησί που το αγαπήσαμε και μας αγάπησε. Και τα τσιγγάνικα να απλώνουν το κλάμα τους στις πέτρινες κερκίδες, και το κρασί να μετατρέπει το κλάμα σε γιορτή. Αποχαιρετισμού.

Τα Κύθηρα, Γιώργος και Αννα.

Ο Γιώργος και η Αννα, το μεδούλι των Κυθήρων! Η τελική γεύση, αυτή που υπερισχύει καταλυτικά στη γλώσσα και παλεύει να καλύψει όλα τ' άλλα αρώματα. Ισως γιατί αυτοί έχουν όπλο το χαμόγελο, το ολόζεστο και αληθινό χαμόγελο των καλών ανθρώπων. Ισως γιατί μπορούσαν να χρωματίζουν τη κάθε μας στιγμή με γέλιο, κακαριστό γέλιο της Αννας, παιδικό, αβίαστο γέλιο, και με το γλυκό, αθώο, ανεπιτήδευτο, πλατύ χαμόγελο του Γιώργου, ίσως γιατί αυτοί διαθέτουν αγκαλιά μόνιμα ανοιχτή για μάς, πιό ζεστή κι' απ' τό κοκκινωπό βοτσαλάκι της Φυρής Αμμου, μα πολύ πιό ζεστή.

Ο Γιώργος κι' η Αννα! Οι ιδιοκτήτες του δωματίου που νοικιάζαμε. Η τελευταία και πιό έντονη, πιό σημαντική πινελιά, στο πίνακα που λέγεται Κύθηρα.

Οχι, τα Κύθηρα δε θάτανε λιγότερο όμορφα, χωρίς τον Γιώργο και την Αννα. Μόνο, που εμείς, θα είμαστε φτωχότεροι, αν δε τους γνωρίζαμε. Γιατί θα τρώγαμε το λουκουμά χωρίς το μέλι του. Θα τραγουδούσαμε χωρίς κιθάρα. Θα χορεύαμε χωρίς μουσική. Θα ζούσαμε τη χαρά μας, χωρίς τη ζεστασιά τους...

Ο Γιώργος κι' η Αννα! Ενα μπουκάλι κρασί απ' το βαρέλι τους, κάθε μέρα γεμάτο στο δωμάτιο.

Ο Γιώργος κι' η Αννα! Ενα πιάτο ολόφρεσκα σύκα απ' την αυλή τους, στο τραπεζάκι του πρωϊνού.

Ο Γιώργος κι' η Αννα! Ενα ακριβό μπουκάλι φατουράδα, δώρο της τελευταίας στιγμής, αρωματισμένο, αντί για κανέλλα και γαρύφαλο, με την αγάπη τους. Και τα δάκρυα του αποχαιρετισμού...

Ο Γιώργος απ' την Αυστραλία, και η Αννα απ' την Σκωτία! Που ήρθαν στα Κύθηρα και χτίσαν τα όνειρά τους, με πέτρα και με ξύλο, και μετά τους φύσηξαν πνοή χαράς κι' αγάπης, και τα ζωντάνεψαν, και τα ζυμώσανε μ' αυτήν, και τα μοιράστηκαν μαζί μας...

. . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . .

Και το Παράδεισο ν' ανακαλύψω σε κάποιο ταξίδι προσεχές, το κεφάλι μου θα παραμένει γεμάτο απ' το χρυσάφι των Κυθήρων.

Και η καρδιά μου, κρυφά ίσως, ίσως και φανερά, θ' αναπολεί τη χαρά στα πράσινα μάτια της Αννας, τη φυσική ευγένεια στα καστανά μάτια του Γιώργου, την αναπόφευκτη θλίψη του αποχαιρετισμού, και τη παρακλητική φωνή της Σκωτσέζας, με τα ελάχιστα και σπασμένα ελληνικά να ικετεύει: "Παρακαλώ, Γκιώργο, σπίτι μοοο!" (Η μετάφραση είναι: "Σε παρακαλώ Γιώργο (ο άντρας μου), μείνετε στο σπίτι μας!") Το μοο ήταν Αγρινιώτικη παραφθορά του "μου", δε ξέρω πώς την είχε ψωνίσει, και η πρόσκληση για να μείνουμε περισσότερες μέρες στο σπίτι τους, ήταν λόγω του ότι όλα τους τα δωμάτια ήταν νοικιασμένα για τις επόμενες μέρες.

Αυτό το "παρακαλώ, σπίτι μοοο", θα με ακολουθεί για πολύ καιρό ακόμη...

Και το μυαλό μου, ανοιχτό σα τη σπηλιά στη Χύτρα, θα κρατάει τον αντίλαλο "παρακαλώωωω, παρακαλώωωω, σπίτι μοοοο" φυλακισμένο στα βάθη του, μαζί με λίγο θλίψη, λίγο μελαγχολία, λίγο νοσταλγία, μέχρι ν' αρχίσει να σβύνει σιγά-σιγά ο ήχος, μέχρι ν' αρχίσει το χρυσάφι ν' αδειάζει, να χύνεται...

Αδειάζει. Χύνεται.

Αλλά δε χάνεται!