31 Μαρ 2010

Κύκνειο άσθμα...

Εξω, μιά άνοιξη που οργιάζει αδιαφορώντας για τους ανθρώπινους πόνους...
Μέσα, μέσα στα μέσα μου, χαρές ρηχές, επισφαλείς και αναλώσιμες κι' ακόμα πιό παράμεσα, στις δίπλες της ψυχής, αυτές τις πιό ανήλιαγες και ντροπαλές, αναδιπλώνεται και μεγαλώνει αθόρυβα και σταθερά το σιχαμένο, κοντόχοντρο, λευκό σκουλήκι του θανάτου . Των άλλων... Οχι, του δικού μου...
Εξω, μιά άνοιξη που βγάζει τη γλώσσα προκλητικά στα σημάδια των καιρών...
Μέσα, μέσα στα μέσα μου, κάνω ασκήσεις εντατικές να θυμηθώ πώς είναι τα χαμόγελα των ματιών, όχι αυτά του στόματος, εκείνα, τα μακρινά, τ' αληθινά των ματιών που στάζουν χαρά αντί για δάκρυ... Των άλλων... Οχι, των δικών μου...
Εξω, εδώ τριγύρω, εδώ πιό πέρα, το χώμα ντύνεται πράσινο, το πράσινο ασπροκίτρινο, το ασπροκίτρινο φοράει τα κόκκινα, τα κόκκινα φορούν φτερά απο πεταλούδες κι' οι πεταλούδες πασπαλισμένες με πορτοκαλί και το χρυσό του ήλιου, ξεγελούν το εφήμερο της ύπαρξής τους, σε αθανασία το μεταλλάσσουν και πεθαίνουν ευτυχισμένες...
Μέσα, μέσα στα μέσα μου, ντύνομαι με γνήσιο δέρμα Αλβανικό και περήφανα παρελαύνω στο "Πράσινο Μίλι" προς την αιωνιότητα, περπατάω σε κόκκινα αυτοκρατορικά χαλιά, βαμμένα με το αίμα μικρών Αφγανών και κραυγάζοντας παιάνες των προγόνων μου, σκορπίζω χαμόγελα και μυαλά στον αέρα... Οχι των άλλων... Τα δικά μου...

Με ανάσες κοντές, ασθματικές εύχομαι....
Τη μόνη ευχή που μου μοιάζει αληθινή φέτος:
Kαλή Σταύρωση, φίλοι μου!
Αν δε νοιώσουμε τα καρφιά για τα καλά μες στη ψυχή μας, πώς θ΄αναστηθούμε ρε γαμώτο;

5 Μαρ 2010

Ο κυρ Σταύρος ο Τίποτας

Τον είδε χθές, πρώτη φορά μετά απο τρείς περίπου μήνες. Μπροστά στο κάδο σκουπιδιών, με σκούφο πλεκτό, ριγέ και βρώμικο, αδύνατος πολύ της φάνηκε σε σχέση με παλιά, τη κοίταξε αδιάκριτα όπως πάντα άλλωστε, λίγο αδιάκριτα αλλά και λίγο αδιάφορα συγχρόνως, έτσι όπως αντικρύζουν τον πάνω κόσμο τα πλάσματα της αβύσσου,  και συνέχισε να ψάχνει τα σκουπίδια...Με ενδιαφέρον και προσήλωση, συνομιλούσε  μέ τα σάπια  υπολείμματα ,έτσι όπως καθορίζουν την ύπαρξή τους οι αθέατοι και τα χωρίς όνομα πλάσματα της αβύσσου. 
Πριν εφτά χρόνια, τον πρωτόδε. Σε μιά απο τις πρώτες της εξερευνήσεις στο χωριό .Με την αθωότητα της άγνοιας η ψυχή της τότε, με λευκό ποινικό μητρώο η πρώτη της ματιά, με χαμόγελο χωρίς απορίες και υπονοούμενα η επαφή, με σκέψη απερίσκεπτη ο λόγος της, με μιά "καλημέρα" που μοσχομύριζε μάραθο και μισανοιγμένους λεμονανθούς...
Ρώτησε πώς τον λέγανε. Ο" κυρ-Σταύρος ο Τίποτας", της είπανε και γείωσαν τη φαντασία της βίαια.
"Μη πιάνεις κουβέντες μαζί του. Είναι επικίνδυνος. Κι' αυτός και τα παιδιά του."
Μόλις κατάφεραν το φόβο να φωλιάσει μέσα της, πήρε απάντηση στα ερωτήματά της.
Ο κυρ Σταύρος ο Τίποτας, εξήντα πέντε χρόνων περίπου, με μιά ματιά αρπαχτικού που κυνηγά σ' ανύπαρκτα λημέρια, έχει γυναίκα τη θιαΚούλα, κάτι σαν αντικείμενο πάσης χρήσεως για το σπίτι και τις ορέξεις των σερνικών της οικογένειας. Η θιαΚούλα κι' ο κυρ Σταύρος ο Τίποτας, έχουν τρείς γυιούς, μιά κόρη, μιά κατσίκα, ένα σκύλο, και τέσσερεις κότες χωρίς κόκορα.
Ο κυρ Σταύρος ο Τίποτας, όπως λένε εδώ στο χωριό, πηδάει ταχτικά τη κόρη, τη κατσίκα και καμιά φορά τη θιάΚούλα.
Οι γυιοί είναι δεκαοχτώ, εικοσπέντε και τριάντα. Και πηδάνε ταχτικά τη κόρη και τη κατσίκα, και καμιά φορά και τη μάνα τους, όπως λέγεται ψιθυριστά, εδώ στο χωριό.
Η κόρη, που δε ρώτησε τ' όνομα,( μάλλον θα είναι κάτι σαν "η Ελένη η Χαλασμένη"άν είχε βαφτιστεί με παρατσούκλι), έχει γεννήσει μερικά παιδιά, κανείς δε ξέρει πόσα, κανείς δε ξέρει απο ποιόν, και τώρα πλέον ζεί κάπου αλλού, κανείς δε ξέρει άν, κανείς δεν ξέρει πού...
Μένουν σε  τρώγλη, στο εμπα του χωριού, τέσσερεις τοίχοι με τσιμεντόλιθους, χωρίς παράθυρο, χωρίς αποχωρητήριο, χωρίς καν πόρτα. Το "σπίτι" χάσκει σα στόμα χωρίς μασέλα, η κατσίκα μπαινοβγαίνει σα να μπερδεύει ποιό είναι μαντρί, ποιό σπίτι, η μπόχα φτάνει μέχρι έξω στο δρόμο, ανάκατη η ανθρώπινη κοπριά μ' αυτή των ζώων, ανάκατα τα ένστικτα με τα αισθήματα, ανάκατος ο θάνατος κι' η επιβίωση, ένα θολό τοπίο συγκεντρωμένο μόνο μέσα σε μιά αυλή, πενήντα τετραγωνικά, κι' ένας "ερωτας" απαξιωμένος  κι' άρωστος να σέρνεται σε στρώματα ξεκοιλιασμένα μόνο απ' ανάγκη, μόνο απο εκδίκηση...
Ετσι, ύπουλα, ψιθυριστά και αμετάκλητα, οι καθημερινές, υπέροχες πεζοπορίες της στα περίχωρα του χωριού άρχισαν να καθορίζονται απο σκιές και αρρωστημένες σκέψεις.
Αλλαζε διαδρομή, κάθε που διαφαίνονταν στο βάθος του δρόμου οι φιγούρες του κυρ Σταύρου του Τίποτα, ή κάποιου απ' τους γυιούς του. Ειδικά, ο μεγάλος, ο Γιώργης ο Κανένας, άρχισε επίμονα να τη φοβίζει, καθώς, όποτε διασταυρώνονταν τα βήματά τους τη διαπερνούσε με βλέμμα λαίμαργο και λέξεις ακατανόμαστες που μάντευε πως παραμονεύουν πίσω απ' τα σάπια του δόντια.
Tη μάνα τους, τη θιαΚούλα, μονάχα καναδυό φορές την είχε δεί να ψάχνει στα σκουπίδια με τους γυιούς της. Ηταν τετράπαχη εντούτοις, χαμηλοκώλα, με πεσμένα στήθη, γκρίζα λιγδιάρικα και μακριά μαλιά και το ίδιο σχεδόν, αρπαχτικό βλέμμα που έχουνε τα πεινασμένα αγρίμια...Ενα κρυφό χαμόγελο πάντως, έμοιαζε να παραμονεύει στις άκρες των βλεφάρων, το μάντευες περισσότερο, παρα το διέκρινες, άν άντεχες να συναντήσεις αυτό το άδειο, αρπαχτικό, γυάλινο βλέμμα...
Οταν ρωτούσε τί τρώγανε, της λέγανε πως τους τάϊζε η εκκλησία φαγητό και η κατσίκα γάλα.
Τη μάνα τους τη βρήκε ένα μεσημέρι ο Γιώργης ο Κανένας, τ' ανάσκελα πάνω στο ξεκοιλιασμένο στρώμα, μ' αφρούς στο στόμα και τα μάτια ανάποδα, τα μέσα της σκοτάδια να κοιτάει. Ο σκύλος κι' η κατσίκα τη μοιρολόγησαν μονάχα, μέχρι να παγώσει εντελώς... Οταν ρώτησε "απο τί πέθανε;" μπορεί απο επιληψία, μπορεί απ' το κρύο..." της είπαν σηκώνοντας τους ώμους...
Αναρωτιέται, άν χτύπησε εκείνη τη μέρα η καμπάνα, ή το ξέχασε ο παπάς.
Δυό μήνες πάνε, που βγαίνοντας απ' το χωριό για τους μακρινούς της περιπάτους είδε σε  μιά κολώνα της ΔΕΗ το όνομα του Γιώργη του Κανένα. "Θανόντα αιφνιδίως...μπλα μπλα μπλα, ετών 30, μπλα μπλα, κηδεύομεν μπλα μπλα μπλα..."
"Γιατί πέθανε;" ρώτησε. Κανείς δεν ήξερε ακριβώς. Μόνο ένας , "Aπο αιμομιξία! Aφού πηδιούνται αναμετάξυ τους, κοπέλα μου..." της είπε...
Αναρωτιέται άν χτύπησε εκείνη τη μέρα η καμπάνα, ή το ξέχασε ο παπάς.
Ο κυρ Σταύρος ο Τίποτας, είχε χάσει κιλά, χθες που τον είδε. Τα φρύδια του σα να μάκρυναν πολύ, μισοσκεπάσαν τ' αρπαχτικά του μάτια. Σα να της φάνηκε πως τώρα είχε λίγο απο βλέμμα ανθρώπινο η ματιά του και μπόλικη παραίτηση στο βήμα του...
Βγήκε στα μονοπάτια με τ' αγριόσκορδα και τις ανεμώνες, αλλά το βήμα της σα νάγινε πιό αργό. Στο πίσω μέρος του μυαλού της μετάλλαζε το φόβο μου σε θλίψη ανεπαίσθητη. Ισως και λίγο σε ντροπή.
Αλλαξε απότομα αζιμούθιο. Πήρε το δρόμο που περνάει μπροστά απ' το "σπίτι" τους. Η μαύρη τρύπα αντί για πόρτα έχασκε ακόμα, το ίδιο απεχθής. Η κατσίκα έλλειπε. Ο σκύλος όχι. Καθόταν σ΄ένα ξεσκισμένο καναπέ, σε μιά γωνιά της αυλής. Οι κότες ήταν μόνο δυό. Τα μάτια τους ήταν το ίδιο αρπαχτικά αλλά κι' αδιάφορα σαν των άλλων δυό παιδιών, που κάθονταν στο κατώφλι του "σπιτιού" και κάναν διαλογή σε σακούλες σκουπιδιών. Ο σκύλος κούναγε βαριεστημένα την ουρά του ευελπιστώντας σε κανα "τυχερό" κι' έξυνε με μανία τα πλευρά του. Μπορούσες εύκολα να τα μετρήσεις...
Τη μύρισε και γύρισε προς το μέρος της για μιά στιγμή. Τη κοίταξε με χαμηλωμένο το κεφάλι, το βλέμμα αρπαχτικό αλλά κι' αδιάφορο, ίδιο μ' αυτό του κυρ Σταύρου του Τίποτα.
Εκανε γρήγορο το βηματισμό της. Ανάμεσα σε πεταμένα πλαστικά, σακούλες και σκουπίδια οι άσπρες μαργαρίτες στην αυλή αντιμάχονταν πίσω της τη μπόχα και τα γυάλινα, σκοτεινά, αρπαχτικά μάτια ανθρώπων και ζώων.
Η νοσηρή της φαντασία αντιμαχόταν με το δικό της τρόπο την άρνηση, την αποστροφή και την απόρριψη.
Αναψε τους πιό εκτυφλωτικούς προβολείς του μυαλού της, σώριασε τον άλλο της εαυτό σε μιά άβολη καρέκλα απέναντι και σφύριξε ερωτήσεις σα βρισιές.
Θ' ανακατεύαν άραγε το αίμα με το σπέρμα τους, ο κυρ Σταύρος ο Τίποτας, ο Γιώργης ο Κανένας, η Ελένη η Χαλασμένη, και η θιαΚούλα, αν είχαν όνομα αληθινό;

Λές νάταν πόνος αυτό που ανθρώπεψε λιγάκι τη ματιά του κυρ Σταύρου του Τίποτα;
Λές νάταν απο ντροπή που αλλαξοδρόμιζε όταν τους συναντούσε, τόσα χρόνια τώρα;

Αναπαύονται άραγε ποτέ οι ψυχές των πλασμάτων της αβύσσου, σαν τις μοιρολογήσουν μιά κατσίκα κι' ένας σκύλος;
                                                                                  Λές νa'ναι απο ντροπή;