28 Νοε 2008

Η δικιά μου Νέα Υόρκη











Τηγανίζω μπακαλιαράκια Κορινθιακού και το μυαλό ταξιδεύει στον Ατλαντικό.





Αγναντεύει το βλέμμα μου απο το μαγικό παράθυρο της κουζίνας ελιές και κυπαρίσια, αλλά αυτό που βλέπει τελικά δεν είναι ελιές, δεν είναι κυπαρίσια, είναι δέντρα μεγάλα χωρίς όνομα, ανήκουν στους δρόμους και στους ανθρώπους που γεμίζουν τους δρόμους, δεν τους χρειάζεται το όνομα, κανείς δεν τα ρωτάει πώς τα λένε, είναι μόνο δέντρα, κι' αντί για φύλλα ντύνονται λαμπιόνια, χιλιάδες λαμπιόνια λευκά και κίτρινα, λές κι' υπάρχουν για να καρποφορούν φώς εορταστικό κάθε χρόνο, τέτοια εποχή.





Η Νέα Υόρκη τα Χριστούγεννα δημιουργεί Χριστούγεννα. Τα επιβάλλει. Και το κραυγάζει. Και το πιστεύει.





Η Νέα Υόρκη μεταμορφώνει τον καταναλωτισμό των κατοίκων της σε χριστουγενιάτικο πανηγύρι, και δεν αφήνει κανέναν να αναρωτηθεί πώς γίνεται αυτό. Ετσι είναι η Νέα Υόρκη. Υποδέχεται με τον ίδιο ενθουσιασμό σχιστομάτες και ροδομάγουλους Τεξανούς. Βάζει σε πειρασμό τουρίστες Ευρωπαίους και απερίγραπτες χρωματιστές γιαγιάδες απ' το Οχάϊο. Κάνει "seduced" τους Νεοϋορκέζους κι' αφήνει έκπληκτους τους Αυστραλούς γελαδάρηδες να χαζεύουν το θαύμα των Χριστουγέννων μπροστά στις βιτρίνες του Macy's. Η Νέα Υόρκη καταφέρνει να μεταλλάξει ένα χάμπουργκερ στο Hard Rock Cafe' σε ένα delicious Christmas Eve meal!





Τα μπακαλιαράκια τσιτσιρίζουν. Κι' εγώ δεν μυρίζω τη ψαρίλα. Spare ribs μυρίζω. Και chicken wings με barbecue sauce...





Γυρίζω τα ψάρια στο τηγάνι. Να τελειώσω. Να φάμε. Να βγώ. Μιά βόλτα στη Μάντισον. Δεν έχει ώρα η Μάντισον. Η Μάντισον υπάρχει για να ζεί όλο το εικοσιτετράωρο. Το πρωί ζεί για τους εργαζόμενους. Το μεσημέρι για τους τουρίστες. Το απόγευμα για τα παιδιά. Το βράδυ γεμίζει μακριά παλτά μαύρα και φίνα κασκόλ. Γεμίζει μπότες ακριβές και γυαλιστερά ανδρικά παπούτσια Bally. Τη νύχτα γεμίζει άστεγους. Περιβεβλημένους με τους υδρατμούς απο τις "ξεθυμάστρες" του μετρό. Ξαπλώνουν στις ζεστές σχάρες και περιμένουν το Αμερικάνικο Ονειρο ν' αναδυθεί μέσα απο το συννεφάκι που τους περιβάλλει. Τα δέντρα χωρίς όνομα παίζουν περίεργα εφφέ με τα λαμπιόνια πάνω τους "υπάρχεις-δεν υπάρχεις-υπάρχεις", κι' αυτοί κοιμούνται έναν ύπνο με όνειρα ασπροκίτρινα, χριστουγεννιάτικα όνειρα απ' τα οποία οι ίδιοι απουσιάζουν.





Η Νέα Υόρκη τα Χριστούγεννα εκπορνεύεται υπέροχα στη 5η Λεωφόρο, αδιαφορώντας για το βλοσυρό βλέμμα του Αγίου Πατρικίου που αντιπαραθέτει το γοτθικό του ρυθμού του με έπαρση στις προκλητικά στολισμένες βιτρίνες του Bulgari και συνοδεύει ενίοτε με το κύμβαλο σκουφιά κατακόκκινα και πράσινα γάντια που στροβιλίζονται απαλά πάνω στα πέδιλα του πατινάζ στο μικρό παγοδρόμιο του Rockfeller Center. Στις 3 του Δεκέμβρη, οι Αμερικανοί πρόθυμα θ' αναφωνήσουν εκστασιασμένοι "Ουάου"για τα 30000 λαμπάκια που θα ξεφαντώνουν για πάνω απο ένα μήνα ξέφρενα, σφιχταγκαλιασμένα στα κλαδιά του Δέντρου τους.





Και θα χιονίζει. Σπάνια ξεχνάει η Νέα Υόρκη να παραγείλει τεράστια φορτία απο χιόνι, μπορεί πολύ, μπορεί πασπάλα, το σκούρο των παλιών όμορφων κτηρίων της απαιτεί το στολισμό του, με τις μαρκίζες και τα στέγαστρα προτεταμένα στο καιρό, σαν έτοιμα απο μήνες για να δεχτούν την ασημόσκονη που ταξιδεύει απο τον Καναδά για νάρθει και ν' αναπαυθεί εδώ, να στροβιλιστεί και να παγώσει σε σχήματα χριστουγεννιάτικων στολιδιών, λαμπιόνια κι' αυτά απο κρύσταλο και ζάχαρη άχνη.





Τα Χριστούγεννα η Νέα Υόρκη τραγουδάει τζάζ. Στα στενά του Greenwitch Village, με τα παρκάκια και τις αλέες η Billie Holiday στοιχιώνει τα τούβλα και τις πλάκες των δρόμων και συνοδεύει τη χειμωνιάτικη μουντάδα αρμονικά μέ τα βελούδα της φωνής της... Misty στο Greenwitch Village, the lady sings the blues στο Soho..... Kαι κεί, πιό πέρα, στην Canal Street, ο Ray Charles ανακατεύεται μές στο πλήθος και θυμάται τη Georgia, την γυναίκα, τη Georgia, τη πατρίδα του. Και η Νέα Υόρκη ερωτεύεται τη τζαζ τα Χριστούγεννα, και σημασία δεν έχει που τα καταστήματα τραγουδούν Χριστουγεννιάτικα τραγούδια, η Νέα Υόρκη ερωτεύεται τη τζάζ και η τζάζ τη Νέα Υόρκη, γιατί τίποτα δεν είναι περισσότερο ταιριαστό στο κόσμο αυτό απο την υποψία και υπόσχεση ενός χιονισμένου έρωτα που κουβαλάει δώρα με χρυσούς φιόγκους, φιλιέται κι' αγκαλιάζεται μπροστά στο αναμένο τζάκι, πίνει ακριβό κόκκινο κρασί κι' ακούει τζάζ πάνω σε ιδρωμένα σεντόνια...





Κατα ένα τρόπο μαγικό, τα Χριστούγεννα οι τρείς μάγοι συνωμοτούν μυστικά και έξαϋλώνουν το εκτρωματικό της σύμβολο μέσα στο γκρίζο τ' ουρανού, έρχεται κι' εξαφανίζεται το πράσινο-φυστικί μές στο υπόλευκο του χιονιού, φυσάν αέρηδες τσουχτεροί απ' τη μεριά της θάλασσας, εκεί στο Ellis Island και σβύνουν την φλόγα του Πυρσού, πλανάται η Ελευθερία μόνη της και αποκαθηλωμένη για λίγο στις αποβάθρες, στa αστακομάγαζα του Pier One και στις μπυραρίες, φορά αθλητικά και γούνα, κάνει τζόκινγκ με T-shirt και sneakers, βγάζει βόλτα το σκύλο παραλιακά και σιγοτραγουδάει Σινάτρα. Την άνοιξη, το καλοκαίρι θα την προσκυνήσουν και πάλι στημένοι σε ατέλειωτες ουρές με τις φωτογραφικές ανα χείρας, οι Γιαπωνέζοι.





Το Carnegie Hall ανταγωνίζεται με υπεροψία το παραδιπλανό Planet Holywood, κονσέρτα στο ένα, T-bon steaks στο άλλο, ουρές και στα δύο, πανευτυχείς οι επαρχιώτες απ' το Wisconsin αν εξασφαλίσουν Χριστουγεννιάτικο τραπέζι στο Planet, το ίδιο πανευτυχείς οι ραφινάτοι Νεοϋορκέζοι άν καταφέρουν να εξασφαλίσουν θέση στη Χριστουγεννιάτικη συναυλία του Carnegie Hall , ν' ακούσουν τον Μεσσία του Χέντελ, να ζωντανέψουν το πνεύμα των Χριστουγέννων μέσω όρασης, μέσω ακοής.




Η λεωφόρος Lexington μοσχομυρίζει ντόνατς και καφέ, ακουμπισμένα τα γυαλιστερά πακέτα δίπλα στα τραπέζια φορτώνουν τους χώρους με χρώμα και λάμψη, οι ουρανοξύστες της Broadway κοιτούν απο ψηλά μάυρες λίμο με φυμέ τζάμια να σέρνονται αργά πάνω στη βρεγμένη άσφαλτο, να σταματούν στο Plaza Hotel, ν' αδειάζουν, να γεμίζουν, γούνες και μετάξια, καμηλό και ακριβές γραβάτες περιφέρονται στους χώρους της χλιδής, εκεί που ανήκουν, στο μπαρ με τις δερμάτινες μαύρες πολυθρόνες, την ξύλινη επένδυση στους τοίχους, τα σκαλιστά ταβάνια με τους πολυελαίους, τα πούρα που εκτίθενται στα κουτιά τους δίπλα στην είσοδο παρέα με συλλογή απο πανάκριβα κονιάκ, και το σαξόφωνο του Charlie Parker αναδύει το ρυθμό του take five μέσα απο καπνούς και λέξεις που μυρίζουν πούρο και κονιάκ Νapoleon.




Το Central Park τα Χριστούγεννα στολίζει χιλιάδες δέντρα με ασήμια και στρώνει λευκά χαλιά στα γρασίδια του. Σερβίρει ζεστή σοκολάτα και μπράουνιγκ με θέα τη λίμνη που δείχνει υπνωτισμένη , ν' απολαμβάνει την ηρεμία της και οι πάπιες τη δική τους. Τα πανύψηλα κτήρια της Park Avenue προσπαθούν να επιβάλλουν τον όγκο τους πάνω απ' τα δέντρα, το ίδιο και οι θόρυβοι απο την 5η Λεωφόρο, διυλίζονται στο χιόνι και καταλαγιάζουν σβυσμένοι και μακρινοί πάνω στα κίτρινα φύλλα και στο παγωμένο νερό. Τα παγκάκια φιλοξενούν μόνο σκίουρους και οι βάρκες στις όχθες σπουργίτια. Χαμόγελα με κατάλευκα δόντια περνούν πάνω σε ποδήλατα, σακίδιο στη πλάτη, γούνινα μαξιλαράκια στ' αυτιά, they are dreaming of a white Christmas, το ίδιο κι' εγώ...




Η Νέα Υόρκη τα Χριστούγεννα...




Βρώμικο φαγηό στα deli, υπέροχα δείπνα με κεριά στο Baltazar, σειρήνες πυροσβεστικής που σηματοδοτούν το ξεκίνημα της μέρας, βιτρίνες εκμαυλιστικές, το παραμύθι της Γέννησης να επαληθεύεται πεισματικά στις συνειδήσεις των ανθρώπων, ενδεδυμένο στο κόκκινο, στο χρυσό, στο ασημί. Χαρά αγορασμένη ακριβά πολλές φορές, παρούσα όμως ανελλιπώς για ένα μήνα, το Μεγάλο Μήλο την περιφέρει με διόρωφα ανοιχτά λεωφορεία και τη μεταδίδει σαν ίωση ακόμα και στον πιό ανυποψίαστο επισκέπτη. Νεαρά μαυράκια που δεν την αγοράζουν, την κλέβουν όμως με μεγάλη επιτυχία απο παχυλά πορτοφόλια και όχι μόνο, και την εξαργυρώνουν σε joints στις φτωχογειτονιές του Bronx. Aνθρωποι που δεν τους αρέσει να τους αγγίζεις, που επαναλαμβάνουν όμως ευκολότατα "I love you-I love you too", μυρωδιά μαριχουάνας στους δρόμους, αρώματα Αντόνιο Μπαντέρας στα πολυκαταστήματα, τεράστια σουβλάκια και χοτ ντογκς με μπόλικο κέτσαπ και μουστάρδα, αναπνοές που μυρίζουνε κρεμύδι, αναπνοές που μυρίζουν Listerin, καπνιστά ζαμπόν και γεμιστές γαλοπούλες με κόκκινο φιόγκο στα πόδια, κακής ποιότητας κινέζικο σε χάρτινα κουτάκια και soda, έρωτες καλοσαπουνισμένοι και άοσμοι, μάτια με κόκκινα τριχοειδή να γυαλίζουν πάνω σε μαύρο δέρμα, να ταξιδεύουν το δικό τους trip, να παραιτούνται...




Αγαπημένη Νέα Υόρκη! Ενα τεράστιο χωνευτήρι που ξέρει καλά να μεταμφιέζεται σε Αη-Βασίλη, να μαζεύει και να διώχνει, να υπόσχεται και να λέει ψέμματα, να γιορτάζει και να θρηνεί, να χορεύει, να καπνίζει κρυφά, να απολαμβάνει την απόλυτη μοναξιά των ανθρώπων στους χώρους που συνωστίζονται, να τους καννιβαλίζει και να τους ξερνά αναγεννημένους και δυνατούς...




Τα μπακαλιαράκια Κορινθιακού είναι έτοιμα.




Ο επαρχιακός δρόμος μπροστά στο σπίτι μου στένεψε πολύ ξαφνικά.




Κοιτάω στο βάθος μακριά και διακρίνω φωτισμένη τη γέφυρα του Brooklin. Οι ήχοι απο το κλαρινέττο του Woody Allen φτάνουν μέχρι εδώ. Τους απολαμβάνω μ' ένα ποτήρι Dry Martini με δυό έλιές. Δεν κολλάει με τα μπακαλιαράκια, αλλά δε βαριέσαι....




25 Νοε 2008

Απλά μαθήματα ζωής σε 4 πράξεις.

Σκηνή πρώτη: Ενας κήπος, κάτι σαν κήπος της Εδέμ στα παιδικά της μάτια, με πεύκα τεράστια, γιγάντια πεύκα, κυπαρίσια και πορτοκαλολεμονιές. Κορμοί περασμένοι στον ασβέστη, δεν ήξερε γιατί, ανακάλυπτε άλλα θαύματα, δε πρόλαβε να ρωτήσει γιατί τα δέντρα είχαν τον κορμό τους βαμμένο λευκό, μπορεί και να μη την ένοιαζε και πολύ, μάλλον τα δέντρα στην εξοχή έτσι φύτρωναν.
Το σενάριο της ημέρας προέβλεπε πρωϊνή φωτογράφηση με το πιό τρελό αντικείμενο του πόθου στις νυχτερινές της αγρύπνιες: την άσπρη της οργαντίνα! Απίστευτο! Μέχρι και τώρα ακόμα, η λέξη οργαντίνα εκπέμπει μιά μαγεία εξωτική και απόκοσμη θα έλεγα, ίσως υποσχέσεις πρωτόγνωρων συναισθημάτων έτσι και την περνάς στο πετσί σου, έτσι και την περιβληθείς με σεβασμό και δέος! Η οργαντίνα της, ήταν φόρεμα καλό, σπάνια φορεμένο μέσα σε διάστημα ενός ή δύο χρόνων, μεγάλωνε γρήγορα βλέπετε, ακόμα και η οικονομική δυσπραγία δεν ήταν αρκετή να επιβάλλει για παραπάνω απο δύο χρόνια μιά στενή οργαντίνα-φόρεμα σε ένα αδύνατο μεν, αλλά γρήγορα αναπτυσσόμενο παιδικό, αδύνατο, κοριτσίστικο κορμί!
Γάμος, βάφτιση, Πρωτοχρονιά, Ανάσταση, ήταν οι επισήμως αναγνωρισμένες υπό του κράτους "ιδιαίτερες" περιπτώσεις κατα τις οποίες της επιτρεπόταν να "δραπετεύσει" απο τα προχειροραμμένα κοτλέ παντελονάκια της, τα τσίτινα καλοκαιρινά φορεματάκια και τα ευφάνταστα μεν, μεταποιημένα δε και ήδη χρησιμοποιημένα ρούχα της Αμερικάνικης Αγοράς. Οι μέρες δε αυτές, ακολουθούσαν πάντα, κάποιες ατέλειωτες νύχτες ξαγρύπνιας, χρωματισμένες με την ερεθιστική αναμονή της μεταμόρφωσης, που έντυνε τον εαυτό της νοερά με το κρουστό υπόλευκο ύφασμα, εμπλουτισμένο απο τους ιριδισμούς της οργάντζας, στολισμένο στο γιακαδάκι του λαιμού με πέρλα, απομίμηση φυσικά, κόσμημα πολύτιμο και ανεκτίμητο για τη μικρή πριγκήπισα των Πατησίων!
Εκείνη η Κυριακή σηματοδοτούσε μια μακρά απουσία απο τις γνώριμες περιοχές, Πλατεία Αμερικής και Χαλάνδρι, σε λίγες μέρες θα έφευγε με τη μητέρα της για κάποιο μέρος πολύ μακρινό και κρύο, κάπου στη Βόρεια Ελλάδα, ή στο Βόρειο Πόλο, το ίδιο ήταν στο παιδικό της μυαλουδάκι, Κοζάνη το έλεγαν, μέρος ακαθόριστο για να το σχηματοποιήσει, με ένα και μοναδικό καθοριστικό στοιχείο: εκεί δούλευε εδώ κι' ένα χρόνο ο πατέρας της. σε μιά μεγάλη εταιρία, γερμανική, και τους ήθελε κοντά του, δεν άντεχε άλλο μόνος του εκεί πάνω στη Σουρδία, όπως χιουμοριστικά την ανέφερε, και την καθορισμένη μέρα, σύντομα δηλαδή, όλα ήταν κανονισμένα θα έκανε αυτό το υπερπόντιο ταξίδι μαζί με τη μητέρα της, να πάνε να τον βρούν, να μείνουνε όλοι μαζί για όσο χρειαστεί. Εκείνη η Κυριακή, της πρώτης σκηνής, ήταν η τελευταία πριν το ταξίδι, πριν τη μεγάλη απουσία, κι έπρεπε, σύμφωνα με την επιθυμία της μαμάς, να φωτογραφηθεί, με το καλό της φόρεμα, την οργαντίνα, στο μυθικό κήπο της γιαγιάς, και σε θέση συγκεκριμένη μάλιστα, που η ίδια ουδόλως γνώριζε γιατί είχε επιλεγεί.
Καθόλου δεν θυμάται πιά γιατί δεν ήθελε. Δεν θυμάται τί δεν ήθελε, τον τόπο, τον χρόνο, τη στάση, θυμάται όμως πολύ καλά, πως δεν ήθελε. Και δεν ήταν μάλλον καθόλου συγκαταβατική.
Υποστηρίζοντας σθεναρά τους λόγους της άρνησής της, το χέρι της μαμάς προσγειώθηκε με συνοπτικές διαδικασίες στο μάγουλό της με δύναμη. "Θα κάτσεις εδώ που σου λέω, ή θα φάς κι' άλλες;" Η αντίδραση καταγράφηκε ακαριαία στη φωτογραφική μηχανή του θείου της, που είχε τρέλα με τα ενσταντανέ. Χαστούκι Νο.1: Επιβολή!
Τέλος σκηνής.
Σκηνή δεύτερη: Ενα χρόνο περίπου μετά, κάπου στη Κοζάνη, σπίτι διόρωφο, ψηλό με αυλή αρκετά μεγάλη, θυμάται λακούβες με νερό παγωμένο στους χωμάτινους δρόμους, έπαιρνε φόρα κι' έκανε πατινάζ, έσκαγε με το πισινό κάτω αρκετές φορές, γινόταν χάλια, τα ρούχα όμως ήταν ανάλογα με το περιβάλλον παιχνιδιού, χιλιομπαλωμένα και παλιά, στα πρόθυρα της χρεοκοπίας σχεδόν, αν υπήρχε περίπτωση τα ρούχα να χρεοκοπήσουν, αυτά ακριβώς ήταν τα δικά της, χρεοκοπημένα εν' αγνοία της, άκρως κατάλληλα για την ζωηράδα της ωστόσο. Την άνοιξη, η αυλή είχε κάτι γεράνια, ταλαιπωρημένα τα κακόμοιρα απο τις αμείλικτες παγωνιές του χειμώνα, που ορθώναν όμως αγέρωχα το ανάστημά τους στις εποχές και αποτολμούσαν ν' ανθίσουν στην πρώτη χλιαρή πνοή του αέρα, τάχα μου πως στολίζανε τον χώρο μ' ένα κόκκινο της φωτιάς, προκλητικότατο για τα γούστα των έξι της χρόνων.
Ενα μεσημέρι, η φαντασία της αποφάσισε ότι θα έκανε μιά πολύ ευχάριστη έκπληξη στον μπαμπά μόλις αυτός θα γύριζε απο τη δουλειά. Εκοψε τα πέταλα των γερανιών και φτύνοντας πάνω στα κοντοκομένα και μαύρα απ' το χώμα νύχια της, τα κόλλησε επιμελώς, ένα-ένα πεταλάκι πάνω σε κάθε νύχι. Τα καμάρωσε σε πλήρη αντίθεση προς την υπόλοιπη εμφάνισή της, κάτι καινούργιο, κάτι πρωτόγνωρο, κόκκινα νύχια της φωτιάς στα χέρια της, ένοιωσε για λίγο σα μεγάλη, σα γυναίκα! Κι' ο πρώτος άντρας που θάθελε να τα θαυμάσει ήταν φυσικά ο πατέρας της! Ετρεξε με χίλια κατα πάνω του μόλις τον είδε να μπαίνει στην αυλή: "Μπαμπά! Μπαμπά! Κοίτα!" Τέντωσε τις παλάμες της ανάποδα προς το μέρος του με μάτια που άστραφταν απο χαρά και αδημονία για τον θαυμασμό. Μετά απο μιά βεβιασμένη ματιά, το χέρι του προσγειώθηκε με συνοπτικές διαδικασίες στο μάγουλό της. "Νά, για να μάθεις να βάφεις τα νύχια σου, παιδί πράμα"! Ο θείος δεν ήταν εκεί για να καταγράψει και αυτό το ενσταντανέ. Χαστούκι Νο.2:Απόρριψη!
Τέλος σκηνής.
Σκηνή τρίτη: H γειτονιά που γεννήθηκε και μεγάλωσε, κοντά στη Πλατεία Αμερικής, δρόμοι γνώριμοι και χιλιογυρισμένοι, το σπίτι της "κακής" γιαγιάς, της μαμάς της μαμάς της ένα δρόμο πιό κάτω, λίγο μεγαλύτερη τότε, γύρω στα εννέα ίσως, απο τότε άρχισε η αυστηρή κηδεμονία της απο τον "κέρβερο" της οικογένειας τη γιαγιά την Ελλη, αυστηρή και σκληρή μαζί της, ποιός ξέρει γιατί, ίσως γιατί ήταν το πιό άτακτο και ατίθασο παιδί απο τα δύο της οικογένειας: της ίδιας και της ξαδέρφης της. Η "κακή" γιαγιά είχε αναλάβει απο πολύ νωρίς την περιφρούρηση της παρθενίας της, πολύ πριν ακόμη το δικό της μυαλό αποκτήσει τη δυνατότητα ν' αντιληφθει τη σημασία και μόνο της λέξης. Με αποτέλεσμα, κάθε της κίνηση, κάθε ματιά, ακόμα και σκέψη να πρέπει να περάσει απο την λογοκρισία της γιαγιάς, αμείλικτη και παρόμοια με αυτήν της Βικτωριανής περιόδου, συνοδευμένη ενίοτε και απο δυνατά τραβήγματα του αυτιού, των μαλιών και απο τσουχτερά χαστούκια στα μάγουλα, που σφραγίζονταν συνήθως απο το διαπεραστικότερο βλέμμα όλων των εποχών, βλέμμα απο μάτια αμυγδαλωτά, μαύρα σαν κάρβουνο και φορτωμένα με τσαμπουκά αιώνων, αυτόν που της κληροδοτήθηκε απο τα δύσκολα χρόνια της εφηβείας της στην Αρκαδία, απο τα ακόμα δυσκολότερα της πρώϊμης ωριμότητάς της κατα τη διάρκεια της Κατοχής στο Χαλάνδρι.
Ενα απο εκείνα τ' απογεύματα που έδινε διέξοδο στην παιδική υπερενεργητικότητά της, με παιχνίδια ατέλειωτα και φασαριόζικα στους γειτονικούς απο το σπίτι της δρόμους, κατάφερε για λίγο να ξεφύγει απο τ' αόρατα λουριά περιπάτου της γιαγιάς και βρέθηκε έξω απο το παντοπωλείο του κυρ Ευθύμη. Κάποια πελάτισα είχε μπεί να ψωνίσει και ακριβώς έξω απο την είσοδο, κοντά στα τσουβάλια με τις φακές και τα ρύζια, είχε αφήσει προσωρινά το καροτσάκι με το μωρό της. Της αρέσανε τα μωράκια πολύ και πλησίασε το καροτσάκι, στάθηκε πάνω απο το μωρό που την κοίταξε με δυσπιστία, του χαμογέλασε κι' άρχισε να του μιλάει, ενώ συγχρόνως ενστινκτωδώς έπιασε το χερούλι του και προσπάθησε να μιμηθεί το νανούρισμα που έκαναν οι μητέρες στα μωρά τους, κουνώντας το μπρος πίσω απαλά, υποδύθηκε για λίγα δευτερόλεπτα ένα ρόλο μελλοντικό, αλλά ακόμα εντελώς ασχημάτιστο μέσα της, μέχρι τη στιγμή που εκείνο το άκαρδο, το αχάριστο μωρό, σουφρώνοντας αρχικά τα χείλη σε γκριμάτσα δυσαρέσκειας μπροστά στο άγνωστο πρόσωπο, και μαζεύοντας όλες του τις δυνάμεις σ' ένα σφίξιμο όλο πείσμα, ξέσπασε τελικά σε κλάματα γοερά, κάνοντας τη μητέρα του να πεταχτεί έντρομη έξω και την γιαγιά, που ένας θεός ξέρει πώς, βρέθηκε δίπλα της εκείνη ακριβώς τη στιγμή, ουρλιάζοντας η μία: "Τί έκανες στο μωρό βρε παλιόπαιδο!" και : "Ποιός σου είπε να πειράξεις το ξένο μωρό παλιοκόριτσο;" και την ίδια στιγμή, πριν ακόμα μπορέσει να ψελλίσει τρέμοντας σχεδόν : "μα...δεν το πείραξα..δεν...", το βαρύ χέρι της "κακής" γιαγιάς είχε αφήσει το αποτύπωμά του πάνω στο χλωμό απο το φόβο μάγουλό της.
Με συνοπτικές διαδικασίες!
Κανείς δεν είχε μαζί του φωτογραφική μηχανή ν' αποτυπώσει και αυτό το ενσταντανέ.
Χαστούκι Νο. 3: Αδικία!
Τέλος σκηνής.



Σκηνή τέταρτη: Σε κάποια αναλαμπή των οικονομικών της οικογένειας, ένα περίπου χρόνο μετά, είχε την ευκαιρία να φοιτά σε ιδιωτικό σχολείο της περιοχής. Δεν θυμάται και πολλά απο το σχολείο αυτό, άγνωστο γιατί, εξάλλου, δυό χρονιές μόνο πήγε εκεί, όμως άν μπορούσε να συνοψίσει τα δύο αυτά χρόνια σε εμπειρίες , αυτές θα ήταν πολύ φτωχές σε σύγκριση με όλα τα προηγούμενα και τα επόμενα που βομβαρδίζουν ακόμα το μυαλό της με εικόνες και πρόσωπα και χώρους συγκεκριμένους μέχρι την τελευταία λεπτομέρεια. Το μόνο που θυμάται απο το σχολείο αυτό ήταν ότι έπρεπε να περπατήσει περίπου 20' για να φτάσει, καθότι , ιδιωτικό μέν καλά, αλλά χρήματα και για σχολικό δεν επέτρεπε ο οικογενειακός προϋπολογισμός, και επίσης πολύ καλά θυμάται τον Κο. Τάκη. Τον δάσκαλο.
Πολύ ψηλός, αδύνατος κι' ευθυτενής, με μελαμψή επιδερμίδα και κοντοκουρεμένα ελαφρώς ψαρά μαλιά. Ομορφος άντρας, αρρενωπός και ερωτεύσιμος για τα ονειροπόλα παιδικά της μάτια. Ηταν καλή μαθήτρια και για τον Κο. Τάκη είχε τη διάθεση να γίνει ακόμα πιό καλή.
Κάποια μέρα, ο Κος Τάκης τους έγραψε με τη κιμωλία στο πίνακα την ύλη που θα έπρεπε να αγοράσουν για κάποια συγκεκριμένα μαθήματα, χειροτεχνίες, φυσική ιστορία, γεωγραφία, τέτοια τελοσπάντων δεν θυμάται καθαρά, θυμάται όμως πως πήγε το χαρτι με τις παραγγελίες στο σπίτι και τα πράγματα άρχισαν να σκουραίνουν, όταν το βλέμμα της μητέρας της συνοφρυώθηκε διαβάζοντας το κατεβατό: " Τί 'ν' όλ' αυτά;" "Τα χρειαζόμαστε, είπε ο Κος Τάκης..." "Καλά, τόσα πολλά σας χρειάζονται;" "Ναί..." "Και πού θα τα βρούμε όλ' αυτά;" " Είπε, να τ' αγοράσουμε απο το βιβλιοπωλείο Τάδε"... "Αααα! Κατάλαβα! Και απο το συγκεκριμένο βιβλιοπωλείο... Εχουν και τις μίζες τους, βλέπεις..." Ιδέα δεν είχε τί θα πέι "μίζα".
"Θα μου τα πάρεις μαμά;" ......(Σκέψη με μισόκλειστα τα μάτια, η μαμά).
"Λοιπόν, άκου! Θα πάς αύριο και θα πείς χαιρετίσματα του Κου. Τάκη, ότι εμείς δεν μπορούμε ν' αγοράσουμε όλ' αυτά τα πράγματα, κατάλαβες;" "Μά...μαμά..." "Αυτό που σου είπα θα πείς" "Κι''αμα με ρωτήσει γιατί;" "Αμα σε ρωτήσει γιατί, θα του πείς κατά λέξη: Γιατί δεν έχουμε λεφτά! Εντάξει;"
Εσκυψε το κεφάλι της, κατάλαβε πως ήταν αδιέξοδη η συζήτηση, πάντα της επιβαλλόταν η μητέρα της, κατάφερε κι' έπεισε τον εαυτό της ότι το επιχείρημα ήταν αδιάσειστο, θα τον ρούπωνε τον Κο. Τάκη με την αντίδρασή της, μπορεί και να την συμπονούσε, ήταν και καλή μαθήτρια, πώς να το κάνουμε...
Την άλλη μέρα σ' εκείνο το σχεδόν ανύπαρκτο σχολείο, σε μιά σχεδόν ανύπαρκτη αίθουσα με πράσινα φθαρμένα ξύλινα θρανία, έκανε την κατα παραγγελία επανάστασή της.
Μόλις άρχισε ο Κος. Τάκης να ελέγχει ποια παιδιά ήταν συνεπή με την αγορά της ύλης, ξύνοντας νευρικά με τη μύτη του μολυβιού το χιλιογρατζουνισμένο της θρανίο, επαναλάμβανε σιωπηλά μέσα της : "Γιατί δεν έχουμε λεφτά, γιατί δεν έχουμε λεφτά, γιατί δεν έχουμε..."
Ο Κος. Τάκης στάθηκε πελώριος μπροστά της. "Πού είναι τα τετράδια σου δεσποινίς;"......Με μάτια χαμηλωμένα, παρά τη προσπάθεια να τον κοιτάξει : " Η μαμά μου μου είπε ότι δεν μπορεί να μου αγοράσει όλ' αυτά τα τετράδια, κύριε..." Ο Κος. Τάκης τώρα στεκόταν ακριβώς απο πάνω της και η παρουσία του τη βάραινε σαν δέκα τσιμεντόλιθοι μαζί. "Και γιατί δεν μπορεί;" .... "Γιατί, ...δεν έχουμε...λεφτά" και η λέξη "λεφτά" έμοιαζε σκαλωμένη κάτω απο τη γλώσσα της, μπουρδουκλωμένη στριμωχνόταν πίσω απ' τα χείλη, δεν ήθελε λές ν' ακουστεί.
Δεν πρόλαβε να δεί το χαστούκι του Κου. Τάκη να διαγράφει τη πορεία του μέχρι το μάγουλό της, γιατί το κεφάλι της ήταν επίμονα χαμηλωμένο, έτσι μπόρεσε μονάχα αστραπιαία ν' αντιληφθεί το κάψιμο που νόμισε πως πυρπολούσε το σώμα της ολόκληρο, και δεν γινόταν να ξεχωρίσει τί ήταν αυτό που την έκαιγε περισσότερο, το χαστούκι, ή η ντροπή. "Να πάς να πείς της μητέρας σου, ότι άν δεν έχετε λεφτά, δεν πρέπει να σε στέλνει σ' αυτό το σχολείο, κατάλαβες;", και το "κατάλαβες" συνοδεύτηκε απο ένα σχεδόν βίαιο ανασήκωμα του κεφαλιού της με το δάχτυλό του κάτω απ' το πηγούνι της. Δεν θυμάται καλά την έκφραση του Κου. Τάκη εκείνη τη στιγμή, θυμάται όμως πάρα πολύ καλά, το θολό τοπίο που έβλεπαν τα μάτια της και τα μουλωχτά γέλια των παιδιών πίσω και γύρω της. Για μιά μέρα μισούσε τη μητέρα της. Για όλη την υπόλοιπη χρονιά, τον Κο. Τάκη. Χαστούκι Νο.4: Ταπείνωση!
Τέλος σκηνής.
Εκτοτε, αναρωτήθηκε αρκετές φορές....
Γιατί σιχαίνεται να επιβάλλει και να επιβάλλεται.
Γιατί πληγώνεται αφόρητα απο την παραμικρή υποψία απόρριψης.
Γιατί δεν συγχωρεί με τίποτα την αδικία.
Γιατί δεν αντέχει ούτε κατ' ελάχιστον να δεί άνθρωπο ταπεινωμένο.
Οι απαντήσεις φυσικά ήρθαν και τη βρήκαν....
Στα ενσταντανέ του μυαλού της κρύβονταν τόσα χρόνια!

20 Νοε 2008

Υπογράψτε!


Με αφορμή το πρωτόγνωρο κύμα απεργιών πείνας από τους κρατούμενους στις Ελληνικές φυλακές αλλά και την εγκληματική αποσιώπησή του από τα κυρίαρχα ΜΜΕ, για τη Δημοκρατία και την προάσπιση των βασικών ανθρώπινων δικαιωμάτων καλούμε όλους όσους διατηρούν μπλογκς, διαδικτυακά φόρα και όχι μόνο να δημοσιεύσουν ταυτόχρονα και συντονισμένα στις 20 Νοεμβρίου 2008, ημέρα Πέμπτη, το παρακάτω κείμενο και όλους του χρήστες του διαδικτύου να το υπογράψουν.
Όχι στο Όνομά μας
“Είναι απαράδεκτη η κατάσταση στις ελληνικές φυλακές. Είναι κύριο θέμα η ριζική αλλαγή του σωφρονιστικού συστήματος”.
Κάρολος Παπούλιας, 6/11/08
“Είμαστε άνθρωποι – κρατούμενοι. Άνθρωποι, λέω”
- Βαγγέλης Πάλλης, Κρατούμενος, 9/11/08
Από τις τρεις Νοεμβρίου μία εκκωφαντική κραυγή συνταράσσει τα θεμέλια της Δημοκρατίας μας. Από τις τρεις Νοεμβρίου σύσσωμοι οι κρατούμενοι όλης της χώρας κατεβαίνουν σε απεργία πείνας διεκδικώντας το αυτονόητο : τη χαμένη τους αξιοπρέπεια. Απέναντί τους αντιμετωπίζουν την εκκωφαντική σιωπή των κραταιών ΜΜΕ και την παντελή αδιαφορία της πολιτικής ηγεσίας. Σε αυτές τις πρακτικές όσοι υπογράφουμε αυτό το κείμενο ΔΕ ΣΥΝΑΙΝΟΥΜΕ.
Η κατάσταση στις Ελληνικές φυλακές είναι απερίγραπτη και μπορεί να γίνει κατανοητή μόνο με τη σκληρή γλώσσα των μαθηματικών. Στα κατ’ επίφαση “σωφρονιστικά” ιδρύματα της χώρας έχουν καταγραφεί συνολικά 417 θάνατοι την τελευταία δεκαετία, ενώ ο ρυθμός τους έχει απογειωθεί σε τέτοιο σημείο, ώστε σήμερα να σβήνουν στα χέρια του κράτους τέσσερις άνθρωποι το μήνα. Η πληρότητα αγγίζει το 168% (10.113 κρατούμενοι για 6.019 θέσεις) με την αναλογία χώρου για κάθε άνθρωπο να φτάνει σε περιπτώσεις το 1τμ. Με ημερήσιο κρατικό έξοδο ανά κρατούμενο τα 3,60 Ευρώ τα συσσίτια που παρέχονται είναι άθλια, οι υποδομές θυμίζουν μεσαίωνα και η ιατροφαρμακευτική περίθαλψη είναι ελλιπέστατη. Συγχρόνως, το Ελληνικό δικαστικό σύστημα στέλνει στη φυλακή έναν στους χίλιους κατοίκους της χώρας με τους έγκλειστους χωρίς δίκη (υπό προσωρινή κράτηση) να αγγίζουν το 30% του συνολικού αριθμού των κρατουμένων. Αν η ποιότητα μίας Δημοκρατίας κρίνεται από τις φυλακές της, τότε η Δημοκρατία μας ασθμαίνει. Αν η τιμώρηση παραβατικών συμπεριφορών με εγκλεισμό γίνεται από το κράτος στο όνομα της κοινωνίας, τότε για την κατάσταση στις Ελληνικές φυλακές είμαστε όλοι υπόλογοι, με συντριπτικές όμως ευθύνες να αναλογούν στην κρατική μηχανή. Σε αυτή την πραγματικότητα όσοι υπογράφουμε αυτό το κείμενο απαντούμε ΟΧΙ ΣΤΟ ΟΝΟΜΑ ΜΑΣ.
Τα στοιχεία που αποκαλύπτονται από επίσημους φορείς για τις Ελληνικές φυλακές σκιαγραφούν εικόνα κολαστηρίων. Έκθεση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής για την Πρόληψη των Βασανιστηρίων (2007) διαπιστώνει βασανιστήρια, απάνθρωπη μεταχείριση και απειλές κατά της ζωής κρατουμένων, σειρά παραβιάσεων αναφορικά με τις συνθήκες κράτησης, ελλείμματα στη διερεύνηση και τιμωρία των ενόχων, αποσιώπηση περιστατικών βίας με την συμπαιγνία ιατρών και φυλάκων, απαράδεκτες συνθήκες ιατρικής περίθαλψης και ιατρικού ελέγχου στους κρατούμενους κλπ. Το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Δικαιωμάτων του Ανθρώπου έχει εκδώσει σειρά καταδικαστικών για την Ελλάδα αποφάσεων που αφορούν κακομεταχείριση ή/και παραβιάσεις άλλων δικαιωμάτων κρατουμένων από σωφρονιστικές αρχές. Η Εθνική Επιτροπή για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου έχει πάρει απόφαση - καταπέλτη για τα κακώς κείμενα στις φυλακές, προτείνοντας άμεσες δράσεις για την επίλυση τους. Ο Συνήγορος του Πολίτη διαμαρτύρεται για την παντελή έλλειψη συνεργασίας των αρμόδιων κρατικών φορεών μαζί του, λόγω της οποίας έχει ουσιαστικά απαγορευτεί η είσοδός του στις φυλακές της χώρας τα τελευταία δύο χρόνια. Οι δικηγορικοί σύλλογοι όλης της χώρας, μη κυβερνητικές οργανώσεις, όπως η Διεθνής Αμνηστία, και πολλοί πολιτικοί/κοινωνικοί φορείς καταγγέλλουν την απαράδεκτη κατάσταση και ζητούν ευρύτερη συνεργασία για το ξεπέρασμα του προβλήματος. Αν ανθρώπινα είναι τα δικαιώματα που πρέπει να απολαμβάνει κάθε ανθρώπινο ον, κάθε στέρησή τους στις Ελληνικές φυλακές αποτελεί ανοιχτή πληγή για την κοινωνία μας. Σε αυτή την κατάσταση όσοι υπογράφουμε αυτό το κείμενο απαντούμε ΝΑ ΣΠΑΣΕΙ ΕΠΙΤΕΛΟΥΣ ΤΟ ΑΒΑΤΟ ΤΩΝ ΦΥΛΑΚΩΝ.
Με την απεργία πείνας οι κρατούμενοι καταφεύγουν στο τελευταίο οχυρό αντίστασης, που τους έχει απομείνει, το σώμα τους. Είχε προηγηθεί έσχατη έκκλησή τους προ μηνός προς τους ιθύνοντες να ενσκήψουν στο πρόβλημα, καθώς δεν πήγαινε άλλο. Για να λύσουν την απεργία πείνας ζητούν την ικανοποίηση αιτημάτων, που αποκαθιστούν την χαμένη τους αξιοπρέπεια και επανακτούν τα βασικά ανθρώπινα δικαιώματά τους, αιτημάτων συγκεκριμένων, αξιοπρεπών και άμεσα υλοποιήσιμων. Απέναντι στις κινητοποιήσεις των κρατουμένων η πολιτική ηγεσία εξαντλεί τη δράση της σε αδιαφορία, υποσχέσεις και καταστολή των κινημάτων τους. Τυχόν αδιαφορία και αναλγησία της πολιτικής ηγεσίας όμως και σε αυτή τη φάση θα σημαίνει νεκρούς απεργούς πείνας. Στη μετωπική λοιπόν σύγκρουση που επιλέγουν οι κρατούμενοι της χώρας για τη διεκδίκηση των ανθρωπίνως αυτονόητων δε μπορούμε να μένουμε απαθείς σταυρώνοντας τα χέρια και περιμένοντας τις ειδήσεις των θανάτων από τις απεργίες πείνας αλλά θα σταθούμε αλληλέγγυοι. Αν η περιφρούρηση της δημοκρατίας και των ανθρωπίνων δικαιωμάτων επιβάλλουν την επαγρύπνιση όλων μας, τώρα είναι λοιπόν η στιγμή να πάρουμε θέση όλοι απέναντι στο πρόβλημα χωρίς αδιαφορίες και υπεκφυγές.
Απέναντι στην τεταμένη κατάσταση στις φυλακές όλης της χώρας όσοι υπογράφουμε αυτό το κείμενο καθιστούμε την πολιτική ηγεσία απολύτως υπεύθυνη για ό,τι συμβεί και απαιτούμε άμεσα την τόσο θεσμική όσο και στην πράξη ΕΓΓΥΗΣΗ ΤΩΝ ΒΑΣΙΚΩΝ ΑΝΘΡΩΠΙΝΩΝ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΩΝ ΤΩΝ ΚΡΑΤΟΥΜΕΝΩΝ ΟΛΗΣ ΤΗΣ ΧΩΡΑΣ.


Αναδημοσιεύω το παραπάνω κείμενο απο το http://kratoumenoi.wordpress.com/2008/11/12/kalesma/ με την ελπίδα να ιδρώσουν κάποια αυτιά. Αν είμαστε πολλοί, ίσως να γίνει κάτι... Και πρέπει να είμαστε πολλοί! Πολλοί και θυμωμένοι!


(Στην ανάρτηση αυτή οδηγήθηκα απο την πάντα ευαισθητοποιημένη ακανόνιστη).
Yπογράψτε!


Updated

Λήγει η απεργία πείνας στις φυλακές
21 Νοεμβρίου 2008, 01:12



Αναστέλλεται σήμερα η απεργία πείνας, η αποχή από το συσσίτιο και οι κινητοποιήσεις των κρατουμένων στις φυλακές όλης της χώρας.

Χθές, είχε ανακοινωθεί από το υπουργείο Δικαιοσύνης δέσμη μέτρων για τις φυλακές, μεταξύ των οποίων η αποφυλάκιση 5.500 κρατουμένων, σε σύνολο 12.315 περίπου.

Σύμφωνα με ανακοίνωση της Επιτροπής Κρατουμένων: «…ο υπουργός οφείλει να υλοποιήσει τις δεσμεύσεις του για την άμεση αποφυλάκιση του αριθμού των κρατουμένων που εξαγγέλλει και παράλληλα να προχωρήσει σε συγκεκριμένα μέτρα που θα αφορούν στο σύνολο των αιτημάτων μας. Εμείς οι κρατούμενοι αυτό το νομοσχέδιο το αντιμετωπίζουμε σαν ένα πρώτο βήμα, αποτέλεσμα του αγώνα μας και της αλληλεγγύης της κοινωνίας, αλλά δεν μας καλύπτει, δεν λύνει τα βασικά προβλήματά μας…»

Οι αποφυλακίσεις

Το υπουργείο Δικαιοσύνης έδωσε στη δημοσιότητα λεπτομερή στοιχεία για τους κρατούμενους που θα αποφυλακιστούν, ενόψει και της κατάθεσης στη Βουλή του σχετικού νομοσχεδίου που θα γίνει αύριο.

Έτσι με την ψήφιση του νομοσχεδίου αποφυλακίζονται:

1.740 κρατούμενοι με ποινές έως 5 χρόνια, 1.107 με εξαγοράσιμες ποινές, 602 καταδικασμένοι για ναρκωτικά που έχουν εκτίσει τα 3/5 της ποινής τους, 262 καταδικασμένοι για ναρκωτικά με ποινές μετατρέψιμες, 9 κρατούμενοι που πάσχουν από σοβαρές ασθένειες (έιτζ, νεφροπαθείς, φυματίωση), ενώ άλλοι 511 με ποινές 12 μηνών θα αποφυλακιστούν μέχρι το Φεβρουάριο 2009, αφού τότε θα πληρούν τις προϋποθέσεις.

Εγινε τουλάχιστον ένα βήμα!


15 Νοε 2008

Μιά μικρή μεγάλη ευτυχία.



Με ξύπνησε η βροχή. Σα νάχαμε κανονισμένη συνάντηση πετάχτηκα απ' το κρεβάτι με φανερή αδημονία. 07.45. Πλιτς πλιτς πλιτς πάνω στις πλάκες. ...Βρέχει... Στάζουν τα χαγιάτια, γυαλίζει η πέτρα, μοιάζουν όλα καθαρά μέσα στο γκρίζο τους. Η καφετιέρα γουργουρίζει, οι γάτες μου γουργουρίζουν, εγώ γουργουρίζω... Πάω στο σαλόνι και παραμερίζω τις κουρτίνες. Το κάστρο έχει "κατσούλα". Χαμογελάω ευχαριστημένη. Ο καφές αχνίζει και τ' αυτιά μου απολαμβάνουν πρωϊνή σιωπή. Μόνο πλιτς πλιτς πλιτς... Ο κήπος μου ξαπλώνει νωχελικά πάνω στο στρώμα του και υποδέχεται τις στάλες ηδονικά. Στρίβω ένα τσιγάρο. Το απολαυστικότερο τσιγάρο της ημέρας. Το πρώτο πρωϊνό. Ολο δικό μου, μέχρι τις πατούσες το δηλητήριο...Λάμπουν οι ελιές πάνω στα κλαριά, μισές πράσινες, μισές μωβ, ρουφούν νερό να μεγαλώσουν, να "θρέψουν" σάρκα και μυρουδιά βαριά, πικρή. Η βερυκοκιά διώχνει με απαλές κινήσεις απο τους ώμους της το περιττό. Το κίτρινο. Δεν βιάζεται. Εχει τους δικούς της χρόνους. Τα φύλλα της στροβιλίζονται ελλειπτικά κι' εναποτίθενται τρυφερά στο υγρό χώμα. Θα περιμένουν εκεί την αποσύνθεση. Και η βερυκοκιά τη θρέψη που προκύπτει απο την αποσύνθεση. Τα σαγκουϊνια κρατάνε πεισματικά το πράσινο ακόμα και υπόσχονται στην ανυπομονησία μου το βαθύ πορτοκαλοκόκκινο που θάρθει με τον πρώτο βοριά. Τα σπουργίτια ξεμυτίζουν κάτω απο τα κενά των κεραμιδιών, κάνουν εκτίμηση κατάστασης και ξαναχώνονται γρήγορα στην ασφάλεια της φωλιάς. Ο αέρας μυρίζει καμένο ξύλο... Θ' ανάψω κι' εγώ το τζάκι, θα φτιάξω τη δική μου μυρουδιά. Θα κάψω λεμονιά που μοσχομυρίζει και μυγδαλιά που φτιάχνει απίστευτη θράκα. Τί ωραία ησυχία... Πλιτς πλιτς πλιτς...Αληθινό φινοπωρινό Σαββατιάτικο πρωϊ. Τα φύλλα της αμπέλοψης γιορτάζουν επιδεικτικά την εποχή του κόκκινου... Απολαμβάνουν τη παρακμή τους, καθυστερούν την αποκαθήλωσή τους, παρατείνουν το πανηγύρι της μετάλλαξης και μου ζωγραφίζουν πίνακες μπορντώ έξω απ' τα παράθυρα. Εκοψα μερικά, τα κόλλησα πάνω σε πορτατίφ, να δυϊλίζουν το φώς, να φέρουν στο σπίτι μέσα στιγμές φθινόπωρου. Το χώμα έξω μυρίζει όμορφα. Ο καφές μυρίζει όμορφα. Τα γιασεμιά, ακόμα αντιστέκονται στην αλλαγή του καιρού, ανταγωνίζονται τις μπουκαμβίλιες που δεν φορούν τα χειμωνιάτικά τους πριν έρθει ο Γενάρης , πριν τις δαγκώσει η παγωνιά. Μουσική τώρα... Να ντύσει τη βροχή, να την ακομπανιάρει διακριτικά, να συμφιλιωθούνε... Να παίξουν. Τα γεράνια χορεύουν ξεδιάντροπα, αδιαφορώντας για τις εποχές, είναι τα γυφτάκια των λουλουδιών, τα ίδια ρούχα, χειμώνα καλοκαίρι, γιορτάζουν την ύπαρξή τους αναιδέστατα, δεν ανησυχούν, δεν αναρωτιούνται, μόνο υπάρχουν κι' αυτό τους φτάνει.... Μόνο οι κληματαριές έχουν στενοχώρια. Δεν έχουν ακόμα αποφασίσει τον θάνατό τους τον προσωρινό, στρίβουν τα φύλλα και κακοφορμίζουν ανάμεσα στο πράσινο και στο καφέ, χωρίς ενδιάμεση κατάσταση, σα να θυμώνουν που ήρθε η ώρα να γυμνωθούν, σα ν' αντιστέκονται ανώφελα στον χρόνο και με φειδώ πολλή αποχωρίζονται τη καλοκαιρινή τους φορεσιά. Εδώ κι' εκεί, ένα τσαμπί ξεχασμένο, σταφιδιασμένο κι' άρωστο, υπενθυμίζει την πλούσια σοδειά του καλοκαιριού. Και το φυλάνε εκεί, μέχρις εσχάτων, απορριπτέο κι' απ' τα σπουργίτια ακόμα, σαν μιά ανάμνηση της Αυγουστιάτικης καρποφορίας, σαν υποψία της επόμενης... Καφές. Τσιγάρο. Μουσική. Βροχή. Φθινόπωρο. Χρόνος.... Σε λίγο η κουζίνα θα μυρίζει φαγητό. Και η βροχή θα έχει σταματήσει. Τα ξύλα στο τζάκι θα σφραγίσουν τον ερχομό του χειμώνα, που τόσο πολύ αγαπώ. Κι' αυτό το βροχερό Σαββατιάτικο πρωϊνό, θα έχει δραπετεύσει στο παρελθόν και θα παραμείνει εκεί να ενεδρεύει υπομονετικά αυτούς που λατρεύουν να έρχονται αντιμέτωποι ξανά και ξανά, χρόνο με το χρόνο, με το βλοσυρό, σκοτεινό πρόσωπο των εποχών της βροχής, το αληθινό πρόσωπο του φθινόπωρου, αυτό που κοντεύουμε να ξεχάσουμε, αυτό που κοντεύει να χάσει το δρόμο της επιστροφής του.


12 Νοε 2008

Ζητείται όραμα!


Πάνε κι' έρχονται. Στούς δρόμους, στα γραφεία, στα σπίτια, στα καβούκια τους. Πάνε κι' έρχονται. Σε αεροπλάνα και τρένα, σε καράβια και μοτοσυκλέτες, με τα κεφάλια σκυφτά, με τα μάτια κενά χαράζουν με σάλιο διαδρομές που, χωρίς να το ξέρουν, οδηγούν πάντα στο ίδιο σημείο. Εκεί που ξεκίνησαν, εκεί που το σκοτάδι της μήτρας γίνεται απειλητικό και αδιαπέραστο. Δεν το γνωρίζουν. Νομίζουν πως προχωρούν, όμως μόνο προσχωρούν σε στρατόπεδο εχθρικό και άγνωρο, δεν είναι η μήτρα αυτή της μάνας που τους γέννησε, είναι η τελική παγίδα που ενεδρεύει ξανά και ξανά στα ίδια περάσματα τα χιλιοπατημένα μα άγνωστα, που τους καταβροχθίζει τελικά, τους αναλώνει λαίμαργα και μετά φτύνει τ' απομεινάρια τους και πρόχειρα και βιαστικά τά ραντίζει με σταγόνες ζωής ανακατεργασμένης, ανακυκλωμένης και μικρότερης αντοχής, νάχουν να πορεύονται ξανά και ξανά πάνω στα χνάρια που ήδη πέρασαν τόσες φορές, χωρίς να το ξέρουν. Και πάλι πάνε, και πάλι έρχονται, αλλάζουν μόνο μέσο μεταφοράς, αλλάζουν και λίγο το βηματισμό τους, πότε πιό γρήγορα, πότε πιό αργά, πότε σ' ευθεία, πότε σε κύκλους, πάντοτε όμως σκυφτοί, με τα μάτια κενά και μ' ένα όραμα νεκρό στη θέση της καρδιάς.

Ακούνε ιστορίες απ' τα παλιά, με το πικρό χαμόγελο να κρέμεται στις άκρες των χειλιών τους και μιά πελώρια σκιά να καλύπτει το αναιδέστατο φώς των ματιών που προσπαθεί μάταια ν' ανάψει. Δεν επιτρέπεται. Απαγορεύεται αυστηρά και το γνωρίζουν. Μπορεί όμως και όχι. Απλά, έχουν εκπαιδευτεί να το ξεχνούν. Ακούνε πάντως ιστορίες θάρρους και ανθρωπιάς και κουρασμένοι γυρνούν προς το παρελθόν το κεφάλι, μήπως και ώ του θαύματος, ανακαλύψουν το μυστικό και απροσπέλαστο μονοπάτι, εκείνο το απάτητο, εκείνο το χωρίς επιστροφές και μυστικές παγίδες που φωταγωγεί, το ξέρουν, όλα τα διπλοκλειδωμένα δωμάτια της ψυχής και αποκαλύπτει τελικά την Πηγή της Αθανασίας. Τό Οραμα.

Ενας λαός. Χίλιοι λαοί. Ενας που κάνει χίλιους. Χίλιοι που κάνουν έναν. Υπήρξαν κυνηγώντας το. Με οποιοδήποτε όνομα κι' άν του δόθηκε. Πέθαναν κυνηγώντας το. Ξανά και ξανά, μέσα στα βάθη των αιώνων έγραψαν και κατέγραψαν πράξεις και μνήμες ηρωϊκές, παράδοση και πρωτοπορεία, νίκες απρόσμενες και θυσίες ανυπέρβλητες, όλα βαφτισμένα στ' όνομά του, όλα χαραγμένα με μελάνι ανεξίτηλο στους πάπυρους της Ιστορίας, να φέγγουν, να ζωοποιούν, να οδηγούν, να τρέφουν τ' όνειρο, να χορταίνουν, να δικαιολογούν τις διαδρομές, το ταξίδι, την ύπαρξη. Το "πήγαινέλα"...

Ανθρωποι κουρασμένοι πάνε κι' έρχονται. Βλέπεις μονάχα βλέμματα άδεια και ψυχές στραγγιγμένες να πορεύονται προς το φώς που τρεμοσβύνει, χωρίς επιλογές. Κρατάνε στο χέρι το μίτο της Αριάδνης που οδηγεί ξανά και ξανά στο σημείο μηδέν. Ενας μίτος δόλωμα. Που καταλήγει στο στόμα του Μινώταυρου και κανένας Θησέας δεν έρχεται για να τούς σώσει. Στα πελάγη του κόσμου αυτού όλα τα καράβια φοράνε τα μαύρα τους πανιά. Οι καπετάνιοι τους ξεχνάνε επίτηδες να σηκώσουν στα κατάρτια τα λευκά. Η τριήρης που κουβαλάει το Οραμα στ' αμπάρια της έχει μείνει πολύ πίσω. Τόσο, που αναρωτιέμαι μήπως και τσακίστηκε ανάμεσα στις Συμπληγάδες...

Δώστε μας ένα Οραμα ρε γαμώτο!

(Τόγραψα, με αφορμή την εκπομπή της Δευτέρας του πολύ ενδιαφέροντος ντοκυμαντέρ "Εμείς οι Ελληνες", που πραγματευόταν τον τρόπο που πολέμησαν οι πρόγονοί μας πάνω στις πλαγιές της Πίνδου και τον σχεδόν εξωπραγματικό ηρωϊσμό και ενθουσιασμό με τον οποίο κατάφεραν ν' αντισταθούν στις δυνάμεις του Αξονα.

Ο λαός του '40 και ο λαός του '08 είναι ο ίδιος. Μόνο που τότε, είχαν οραμα...)

6 Νοε 2008

Νταγιού



Tη Δευτέρα της αγόρασα καινούργιο περιλαίμιο. Κόκκινο. Το παλιό την έσφιγγε στο λαιμό. Καμάρωνε σα γύφτικο σκεπάρνι.


Ολη τη μέρα μες στη χαρά. Πήδουλους και παιχνίδια με τ' άλλα μου σκυλιά. Υπερβολικά εκδηλωτική και με τους ανθρώπους, ορμούσε κι' έγλυφε με μανία όποιο χέρι επιχειρούσε να την χαϊδέψει. Ηταν το καθημερινό της "ευχαριστώ" που γλύτωσε το θάνατο μέσα στον κάδο των σκουπιδιών όπου την είχανε "τακτοποιήσει" μαζί με τ' αδερφάκια της μόλις γεννήθηκε.


Μικροσκοπική τόσο, που να χωράει κάτω απο την σιδερένια αυλόπορτα. Αδυναμία της το διπλανό κτήμα με τις εκατομύρια καινούργιες μυρουδιές. Τήν έβλεπα απο το παράθυρο της κουζίνας και μόλις της φώναζα, τάχα μου αυστηρά "Νταγιού, γρήγορα σπίτι!", πηδώντας σαν κατσικάκι ερχόταν τρέχοντας κουβαλώντας καμιά φορά καμαρωτή τους θησαυρούς που είχε ανακαλύψει: κλαριά δέντρων, άδεια κονσερβοκούτια, πλαστικά μπουκάλια, που ήταν και η αδυναμία της. Τάφερνε σπίτι και καθισμένη στο χαλάκι της πόρτας τα τσουρομαδούσε απο το μάσημα, αφού βεβαιωνόταν ότι την παρακολουθώ.


Μές στη χαρά.


Το καινούργιο της περιλαίμιο δεν είναι τίποτ' άλλο απο μιά τρύπα στη διάμετρο του λαιμού της.


Χθές τ' απόγευμα την θάψαμε χωρίς αυτό.


Κάποιος "γρήγορος" και βιαστικός αναμετρήθηκε μαζί της στον δρόμο, μπροστά στο σπίτι μου. Εχασε η Νταγιού. Ακαριαία πιστεύω. Μόνο το κεφαλάκι της ήταν χτυπημένο. "Εφυγε" μες στη χαρά. Κι' έζησε 9 μήνες μές στη χαρά.


Πού να πηγαίνουν τα χαρούμενα σκυλάκια όταν πεθαίνουν;


Πονάω πολύ σήμερα...