28 Νοε 2008
Η δικιά μου Νέα Υόρκη
25 Νοε 2008
Απλά μαθήματα ζωής σε 4 πράξεις.
Το σενάριο της ημέρας προέβλεπε πρωϊνή φωτογράφηση με το πιό τρελό αντικείμενο του πόθου στις νυχτερινές της αγρύπνιες: την άσπρη της οργαντίνα! Απίστευτο! Μέχρι και τώρα ακόμα, η λέξη οργαντίνα εκπέμπει μιά μαγεία εξωτική και απόκοσμη θα έλεγα, ίσως υποσχέσεις πρωτόγνωρων συναισθημάτων έτσι και την περνάς στο πετσί σου, έτσι και την περιβληθείς με σεβασμό και δέος! Η οργαντίνα της, ήταν φόρεμα καλό, σπάνια φορεμένο μέσα σε διάστημα ενός ή δύο χρόνων, μεγάλωνε γρήγορα βλέπετε, ακόμα και η οικονομική δυσπραγία δεν ήταν αρκετή να επιβάλλει για παραπάνω απο δύο χρόνια μιά στενή οργαντίνα-φόρεμα σε ένα αδύνατο μεν, αλλά γρήγορα αναπτυσσόμενο παιδικό, αδύνατο, κοριτσίστικο κορμί!
Γάμος, βάφτιση, Πρωτοχρονιά, Ανάσταση, ήταν οι επισήμως αναγνωρισμένες υπό του κράτους "ιδιαίτερες" περιπτώσεις κατα τις οποίες της επιτρεπόταν να "δραπετεύσει" απο τα προχειροραμμένα κοτλέ παντελονάκια της, τα τσίτινα καλοκαιρινά φορεματάκια και τα ευφάνταστα μεν, μεταποιημένα δε και ήδη χρησιμοποιημένα ρούχα της Αμερικάνικης Αγοράς. Οι μέρες δε αυτές, ακολουθούσαν πάντα, κάποιες ατέλειωτες νύχτες ξαγρύπνιας, χρωματισμένες με την ερεθιστική αναμονή της μεταμόρφωσης, που έντυνε τον εαυτό της νοερά με το κρουστό υπόλευκο ύφασμα, εμπλουτισμένο απο τους ιριδισμούς της οργάντζας, στολισμένο στο γιακαδάκι του λαιμού με πέρλα, απομίμηση φυσικά, κόσμημα πολύτιμο και ανεκτίμητο για τη μικρή πριγκήπισα των Πατησίων!
Εκείνη η Κυριακή σηματοδοτούσε μια μακρά απουσία απο τις γνώριμες περιοχές, Πλατεία Αμερικής και Χαλάνδρι, σε λίγες μέρες θα έφευγε με τη μητέρα της για κάποιο μέρος πολύ μακρινό και κρύο, κάπου στη Βόρεια Ελλάδα, ή στο Βόρειο Πόλο, το ίδιο ήταν στο παιδικό της μυαλουδάκι, Κοζάνη το έλεγαν, μέρος ακαθόριστο για να το σχηματοποιήσει, με ένα και μοναδικό καθοριστικό στοιχείο: εκεί δούλευε εδώ κι' ένα χρόνο ο πατέρας της. σε μιά μεγάλη εταιρία, γερμανική, και τους ήθελε κοντά του, δεν άντεχε άλλο μόνος του εκεί πάνω στη Σουρδία, όπως χιουμοριστικά την ανέφερε, και την καθορισμένη μέρα, σύντομα δηλαδή, όλα ήταν κανονισμένα θα έκανε αυτό το υπερπόντιο ταξίδι μαζί με τη μητέρα της, να πάνε να τον βρούν, να μείνουνε όλοι μαζί για όσο χρειαστεί. Εκείνη η Κυριακή, της πρώτης σκηνής, ήταν η τελευταία πριν το ταξίδι, πριν τη μεγάλη απουσία, κι έπρεπε, σύμφωνα με την επιθυμία της μαμάς, να φωτογραφηθεί, με το καλό της φόρεμα, την οργαντίνα, στο μυθικό κήπο της γιαγιάς, και σε θέση συγκεκριμένη μάλιστα, που η ίδια ουδόλως γνώριζε γιατί είχε επιλεγεί.
Καθόλου δεν θυμάται πιά γιατί δεν ήθελε. Δεν θυμάται τί δεν ήθελε, τον τόπο, τον χρόνο, τη στάση, θυμάται όμως πολύ καλά, πως δεν ήθελε. Και δεν ήταν μάλλον καθόλου συγκαταβατική.
Υποστηρίζοντας σθεναρά τους λόγους της άρνησής της, το χέρι της μαμάς προσγειώθηκε με συνοπτικές διαδικασίες στο μάγουλό της με δύναμη. "Θα κάτσεις εδώ που σου λέω, ή θα φάς κι' άλλες;" Η αντίδραση καταγράφηκε ακαριαία στη φωτογραφική μηχανή του θείου της, που είχε τρέλα με τα ενσταντανέ. Χαστούκι Νο.1: Επιβολή!
Τέλος σκηνής.
Σκηνή δεύτερη: Ενα χρόνο περίπου μετά, κάπου στη Κοζάνη, σπίτι διόρωφο, ψηλό με αυλή αρκετά μεγάλη, θυμάται λακούβες με νερό παγωμένο στους χωμάτινους δρόμους, έπαιρνε φόρα κι' έκανε πατινάζ, έσκαγε με το πισινό κάτω αρκετές φορές, γινόταν χάλια, τα ρούχα όμως ήταν ανάλογα με το περιβάλλον παιχνιδιού, χιλιομπαλωμένα και παλιά, στα πρόθυρα της χρεοκοπίας σχεδόν, αν υπήρχε περίπτωση τα ρούχα να χρεοκοπήσουν, αυτά ακριβώς ήταν τα δικά της, χρεοκοπημένα εν' αγνοία της, άκρως κατάλληλα για την ζωηράδα της ωστόσο. Την άνοιξη, η αυλή είχε κάτι γεράνια, ταλαιπωρημένα τα κακόμοιρα απο τις αμείλικτες παγωνιές του χειμώνα, που ορθώναν όμως αγέρωχα το ανάστημά τους στις εποχές και αποτολμούσαν ν' ανθίσουν στην πρώτη χλιαρή πνοή του αέρα, τάχα μου πως στολίζανε τον χώρο μ' ένα κόκκινο της φωτιάς, προκλητικότατο για τα γούστα των έξι της χρόνων.
Ενα μεσημέρι, η φαντασία της αποφάσισε ότι θα έκανε μιά πολύ ευχάριστη έκπληξη στον μπαμπά μόλις αυτός θα γύριζε απο τη δουλειά. Εκοψε τα πέταλα των γερανιών και φτύνοντας πάνω στα κοντοκομένα και μαύρα απ' το χώμα νύχια της, τα κόλλησε επιμελώς, ένα-ένα πεταλάκι πάνω σε κάθε νύχι. Τα καμάρωσε σε πλήρη αντίθεση προς την υπόλοιπη εμφάνισή της, κάτι καινούργιο, κάτι πρωτόγνωρο, κόκκινα νύχια της φωτιάς στα χέρια της, ένοιωσε για λίγο σα μεγάλη, σα γυναίκα! Κι' ο πρώτος άντρας που θάθελε να τα θαυμάσει ήταν φυσικά ο πατέρας της! Ετρεξε με χίλια κατα πάνω του μόλις τον είδε να μπαίνει στην αυλή: "Μπαμπά! Μπαμπά! Κοίτα!" Τέντωσε τις παλάμες της ανάποδα προς το μέρος του με μάτια που άστραφταν απο χαρά και αδημονία για τον θαυμασμό. Μετά απο μιά βεβιασμένη ματιά, το χέρι του προσγειώθηκε με συνοπτικές διαδικασίες στο μάγουλό της. "Νά, για να μάθεις να βάφεις τα νύχια σου, παιδί πράμα"! Ο θείος δεν ήταν εκεί για να καταγράψει και αυτό το ενσταντανέ. Χαστούκι Νο.2:Απόρριψη!
Τέλος σκηνής.
Σκηνή τρίτη: H γειτονιά που γεννήθηκε και μεγάλωσε, κοντά στη Πλατεία Αμερικής, δρόμοι γνώριμοι και χιλιογυρισμένοι, το σπίτι της "κακής" γιαγιάς, της μαμάς της μαμάς της ένα δρόμο πιό κάτω, λίγο μεγαλύτερη τότε, γύρω στα εννέα ίσως, απο τότε άρχισε η αυστηρή κηδεμονία της απο τον "κέρβερο" της οικογένειας τη γιαγιά την Ελλη, αυστηρή και σκληρή μαζί της, ποιός ξέρει γιατί, ίσως γιατί ήταν το πιό άτακτο και ατίθασο παιδί απο τα δύο της οικογένειας: της ίδιας και της ξαδέρφης της. Η "κακή" γιαγιά είχε αναλάβει απο πολύ νωρίς την περιφρούρηση της παρθενίας της, πολύ πριν ακόμη το δικό της μυαλό αποκτήσει τη δυνατότητα ν' αντιληφθει τη σημασία και μόνο της λέξης. Με αποτέλεσμα, κάθε της κίνηση, κάθε ματιά, ακόμα και σκέψη να πρέπει να περάσει απο την λογοκρισία της γιαγιάς, αμείλικτη και παρόμοια με αυτήν της Βικτωριανής περιόδου, συνοδευμένη ενίοτε και απο δυνατά τραβήγματα του αυτιού, των μαλιών και απο τσουχτερά χαστούκια στα μάγουλα, που σφραγίζονταν συνήθως απο το διαπεραστικότερο βλέμμα όλων των εποχών, βλέμμα απο μάτια αμυγδαλωτά, μαύρα σαν κάρβουνο και φορτωμένα με τσαμπουκά αιώνων, αυτόν που της κληροδοτήθηκε απο τα δύσκολα χρόνια της εφηβείας της στην Αρκαδία, απο τα ακόμα δυσκολότερα της πρώϊμης ωριμότητάς της κατα τη διάρκεια της Κατοχής στο Χαλάνδρι.
Ενα απο εκείνα τ' απογεύματα που έδινε διέξοδο στην παιδική υπερενεργητικότητά της, με παιχνίδια ατέλειωτα και φασαριόζικα στους γειτονικούς απο το σπίτι της δρόμους, κατάφερε για λίγο να ξεφύγει απο τ' αόρατα λουριά περιπάτου της γιαγιάς και βρέθηκε έξω απο το παντοπωλείο του κυρ Ευθύμη. Κάποια πελάτισα είχε μπεί να ψωνίσει και ακριβώς έξω απο την είσοδο, κοντά στα τσουβάλια με τις φακές και τα ρύζια, είχε αφήσει προσωρινά το καροτσάκι με το μωρό της. Της αρέσανε τα μωράκια πολύ και πλησίασε το καροτσάκι, στάθηκε πάνω απο το μωρό που την κοίταξε με δυσπιστία, του χαμογέλασε κι' άρχισε να του μιλάει, ενώ συγχρόνως ενστινκτωδώς έπιασε το χερούλι του και προσπάθησε να μιμηθεί το νανούρισμα που έκαναν οι μητέρες στα μωρά τους, κουνώντας το μπρος πίσω απαλά, υποδύθηκε για λίγα δευτερόλεπτα ένα ρόλο μελλοντικό, αλλά ακόμα εντελώς ασχημάτιστο μέσα της, μέχρι τη στιγμή που εκείνο το άκαρδο, το αχάριστο μωρό, σουφρώνοντας αρχικά τα χείλη σε γκριμάτσα δυσαρέσκειας μπροστά στο άγνωστο πρόσωπο, και μαζεύοντας όλες του τις δυνάμεις σ' ένα σφίξιμο όλο πείσμα, ξέσπασε τελικά σε κλάματα γοερά, κάνοντας τη μητέρα του να πεταχτεί έντρομη έξω και την γιαγιά, που ένας θεός ξέρει πώς, βρέθηκε δίπλα της εκείνη ακριβώς τη στιγμή, ουρλιάζοντας η μία: "Τί έκανες στο μωρό βρε παλιόπαιδο!" και : "Ποιός σου είπε να πειράξεις το ξένο μωρό παλιοκόριτσο;" και την ίδια στιγμή, πριν ακόμα μπορέσει να ψελλίσει τρέμοντας σχεδόν : "μα...δεν το πείραξα..δεν...", το βαρύ χέρι της "κακής" γιαγιάς είχε αφήσει το αποτύπωμά του πάνω στο χλωμό απο το φόβο μάγουλό της.
Με συνοπτικές διαδικασίες!
Κανείς δεν είχε μαζί του φωτογραφική μηχανή ν' αποτυπώσει και αυτό το ενσταντανέ.
Χαστούκι Νο. 3: Αδικία!
Τέλος σκηνής.
Σκηνή τέταρτη: Σε κάποια αναλαμπή των οικονομικών της οικογένειας, ένα περίπου χρόνο μετά, είχε την ευκαιρία να φοιτά σε ιδιωτικό σχολείο της περιοχής. Δεν θυμάται και πολλά απο το σχολείο αυτό, άγνωστο γιατί, εξάλλου, δυό χρονιές μόνο πήγε εκεί, όμως άν μπορούσε να συνοψίσει τα δύο αυτά χρόνια σε εμπειρίες , αυτές θα ήταν πολύ φτωχές σε σύγκριση με όλα τα προηγούμενα και τα επόμενα που βομβαρδίζουν ακόμα το μυαλό της με εικόνες και πρόσωπα και χώρους συγκεκριμένους μέχρι την τελευταία λεπτομέρεια. Το μόνο που θυμάται απο το σχολείο αυτό ήταν ότι έπρεπε να περπατήσει περίπου 20' για να φτάσει, καθότι , ιδιωτικό μέν καλά, αλλά χρήματα και για σχολικό δεν επέτρεπε ο οικογενειακός προϋπολογισμός, και επίσης πολύ καλά θυμάται τον Κο. Τάκη. Τον δάσκαλο.
Πολύ ψηλός, αδύνατος κι' ευθυτενής, με μελαμψή επιδερμίδα και κοντοκουρεμένα ελαφρώς ψαρά μαλιά. Ομορφος άντρας, αρρενωπός και ερωτεύσιμος για τα ονειροπόλα παιδικά της μάτια. Ηταν καλή μαθήτρια και για τον Κο. Τάκη είχε τη διάθεση να γίνει ακόμα πιό καλή.
Κάποια μέρα, ο Κος Τάκης τους έγραψε με τη κιμωλία στο πίνακα την ύλη που θα έπρεπε να αγοράσουν για κάποια συγκεκριμένα μαθήματα, χειροτεχνίες, φυσική ιστορία, γεωγραφία, τέτοια τελοσπάντων δεν θυμάται καθαρά, θυμάται όμως πως πήγε το χαρτι με τις παραγγελίες στο σπίτι και τα πράγματα άρχισαν να σκουραίνουν, όταν το βλέμμα της μητέρας της συνοφρυώθηκε διαβάζοντας το κατεβατό: " Τί 'ν' όλ' αυτά;" "Τα χρειαζόμαστε, είπε ο Κος Τάκης..." "Καλά, τόσα πολλά σας χρειάζονται;" "Ναί..." "Και πού θα τα βρούμε όλ' αυτά;" " Είπε, να τ' αγοράσουμε απο το βιβλιοπωλείο Τάδε"... "Αααα! Κατάλαβα! Και απο το συγκεκριμένο βιβλιοπωλείο... Εχουν και τις μίζες τους, βλέπεις..." Ιδέα δεν είχε τί θα πέι "μίζα".
"Θα μου τα πάρεις μαμά;" ......(Σκέψη με μισόκλειστα τα μάτια, η μαμά).
"Λοιπόν, άκου! Θα πάς αύριο και θα πείς χαιρετίσματα του Κου. Τάκη, ότι εμείς δεν μπορούμε ν' αγοράσουμε όλ' αυτά τα πράγματα, κατάλαβες;" "Μά...μαμά..." "Αυτό που σου είπα θα πείς" "Κι''αμα με ρωτήσει γιατί;" "Αμα σε ρωτήσει γιατί, θα του πείς κατά λέξη: Γιατί δεν έχουμε λεφτά! Εντάξει;"
Εσκυψε το κεφάλι της, κατάλαβε πως ήταν αδιέξοδη η συζήτηση, πάντα της επιβαλλόταν η μητέρα της, κατάφερε κι' έπεισε τον εαυτό της ότι το επιχείρημα ήταν αδιάσειστο, θα τον ρούπωνε τον Κο. Τάκη με την αντίδρασή της, μπορεί και να την συμπονούσε, ήταν και καλή μαθήτρια, πώς να το κάνουμε...
Την άλλη μέρα σ' εκείνο το σχεδόν ανύπαρκτο σχολείο, σε μιά σχεδόν ανύπαρκτη αίθουσα με πράσινα φθαρμένα ξύλινα θρανία, έκανε την κατα παραγγελία επανάστασή της.
Μόλις άρχισε ο Κος. Τάκης να ελέγχει ποια παιδιά ήταν συνεπή με την αγορά της ύλης, ξύνοντας νευρικά με τη μύτη του μολυβιού το χιλιογρατζουνισμένο της θρανίο, επαναλάμβανε σιωπηλά μέσα της : "Γιατί δεν έχουμε λεφτά, γιατί δεν έχουμε λεφτά, γιατί δεν έχουμε..."
Ο Κος. Τάκης στάθηκε πελώριος μπροστά της. "Πού είναι τα τετράδια σου δεσποινίς;"......Με μάτια χαμηλωμένα, παρά τη προσπάθεια να τον κοιτάξει : " Η μαμά μου μου είπε ότι δεν μπορεί να μου αγοράσει όλ' αυτά τα τετράδια, κύριε..." Ο Κος. Τάκης τώρα στεκόταν ακριβώς απο πάνω της και η παρουσία του τη βάραινε σαν δέκα τσιμεντόλιθοι μαζί. "Και γιατί δεν μπορεί;" .... "Γιατί, ...δεν έχουμε...λεφτά" και η λέξη "λεφτά" έμοιαζε σκαλωμένη κάτω απο τη γλώσσα της, μπουρδουκλωμένη στριμωχνόταν πίσω απ' τα χείλη, δεν ήθελε λές ν' ακουστεί.
Δεν πρόλαβε να δεί το χαστούκι του Κου. Τάκη να διαγράφει τη πορεία του μέχρι το μάγουλό της, γιατί το κεφάλι της ήταν επίμονα χαμηλωμένο, έτσι μπόρεσε μονάχα αστραπιαία ν' αντιληφθεί το κάψιμο που νόμισε πως πυρπολούσε το σώμα της ολόκληρο, και δεν γινόταν να ξεχωρίσει τί ήταν αυτό που την έκαιγε περισσότερο, το χαστούκι, ή η ντροπή. "Να πάς να πείς της μητέρας σου, ότι άν δεν έχετε λεφτά, δεν πρέπει να σε στέλνει σ' αυτό το σχολείο, κατάλαβες;", και το "κατάλαβες" συνοδεύτηκε απο ένα σχεδόν βίαιο ανασήκωμα του κεφαλιού της με το δάχτυλό του κάτω απ' το πηγούνι της. Δεν θυμάται καλά την έκφραση του Κου. Τάκη εκείνη τη στιγμή, θυμάται όμως πάρα πολύ καλά, το θολό τοπίο που έβλεπαν τα μάτια της και τα μουλωχτά γέλια των παιδιών πίσω και γύρω της. Για μιά μέρα μισούσε τη μητέρα της. Για όλη την υπόλοιπη χρονιά, τον Κο. Τάκη. Χαστούκι Νο.4: Ταπείνωση!
Τέλος σκηνής.
Εκτοτε, αναρωτήθηκε αρκετές φορές....
Γιατί σιχαίνεται να επιβάλλει και να επιβάλλεται.
Γιατί πληγώνεται αφόρητα απο την παραμικρή υποψία απόρριψης.
Γιατί δεν συγχωρεί με τίποτα την αδικία.
Γιατί δεν αντέχει ούτε κατ' ελάχιστον να δεί άνθρωπο ταπεινωμένο.
Οι απαντήσεις φυσικά ήρθαν και τη βρήκαν....
Στα ενσταντανέ του μυαλού της κρύβονταν τόσα χρόνια!
20 Νοε 2008
Υπογράψτε!
Όχι στο Όνομά μας
“Είναι απαράδεκτη η κατάσταση στις ελληνικές φυλακές. Είναι κύριο θέμα η ριζική αλλαγή του σωφρονιστικού συστήματος”.
–Κάρολος Παπούλιας, 6/11/08
“Είμαστε άνθρωποι – κρατούμενοι. Άνθρωποι, λέω”
- Βαγγέλης Πάλλης, Κρατούμενος, 9/11/08
Από τις τρεις Νοεμβρίου μία εκκωφαντική κραυγή συνταράσσει τα θεμέλια της Δημοκρατίας μας. Από τις τρεις Νοεμβρίου σύσσωμοι οι κρατούμενοι όλης της χώρας κατεβαίνουν σε απεργία πείνας διεκδικώντας το αυτονόητο : τη χαμένη τους αξιοπρέπεια. Απέναντί τους αντιμετωπίζουν την εκκωφαντική σιωπή των κραταιών ΜΜΕ και την παντελή αδιαφορία της πολιτικής ηγεσίας. Σε αυτές τις πρακτικές όσοι υπογράφουμε αυτό το κείμενο ΔΕ ΣΥΝΑΙΝΟΥΜΕ.
Η κατάσταση στις Ελληνικές φυλακές είναι απερίγραπτη και μπορεί να γίνει κατανοητή μόνο με τη σκληρή γλώσσα των μαθηματικών. Στα κατ’ επίφαση “σωφρονιστικά” ιδρύματα της χώρας έχουν καταγραφεί συνολικά 417 θάνατοι την τελευταία δεκαετία, ενώ ο ρυθμός τους έχει απογειωθεί σε τέτοιο σημείο, ώστε σήμερα να σβήνουν στα χέρια του κράτους τέσσερις άνθρωποι το μήνα. Η πληρότητα αγγίζει το 168% (10.113 κρατούμενοι για 6.019 θέσεις) με την αναλογία χώρου για κάθε άνθρωπο να φτάνει σε περιπτώσεις το 1τμ. Με ημερήσιο κρατικό έξοδο ανά κρατούμενο τα 3,60 Ευρώ τα συσσίτια που παρέχονται είναι άθλια, οι υποδομές θυμίζουν μεσαίωνα και η ιατροφαρμακευτική περίθαλψη είναι ελλιπέστατη. Συγχρόνως, το Ελληνικό δικαστικό σύστημα στέλνει στη φυλακή έναν στους χίλιους κατοίκους της χώρας με τους έγκλειστους χωρίς δίκη (υπό προσωρινή κράτηση) να αγγίζουν το 30% του συνολικού αριθμού των κρατουμένων. Αν η ποιότητα μίας Δημοκρατίας κρίνεται από τις φυλακές της, τότε η Δημοκρατία μας ασθμαίνει. Αν η τιμώρηση παραβατικών συμπεριφορών με εγκλεισμό γίνεται από το κράτος στο όνομα της κοινωνίας, τότε για την κατάσταση στις Ελληνικές φυλακές είμαστε όλοι υπόλογοι, με συντριπτικές όμως ευθύνες να αναλογούν στην κρατική μηχανή. Σε αυτή την πραγματικότητα όσοι υπογράφουμε αυτό το κείμενο απαντούμε ΟΧΙ ΣΤΟ ΟΝΟΜΑ ΜΑΣ.
Τα στοιχεία που αποκαλύπτονται από επίσημους φορείς για τις Ελληνικές φυλακές σκιαγραφούν εικόνα κολαστηρίων. Έκθεση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής για την Πρόληψη των Βασανιστηρίων (2007) διαπιστώνει βασανιστήρια, απάνθρωπη μεταχείριση και απειλές κατά της ζωής κρατουμένων, σειρά παραβιάσεων αναφορικά με τις συνθήκες κράτησης, ελλείμματα στη διερεύνηση και τιμωρία των ενόχων, αποσιώπηση περιστατικών βίας με την συμπαιγνία ιατρών και φυλάκων, απαράδεκτες συνθήκες ιατρικής περίθαλψης και ιατρικού ελέγχου στους κρατούμενους κλπ. Το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Δικαιωμάτων του Ανθρώπου έχει εκδώσει σειρά καταδικαστικών για την Ελλάδα αποφάσεων που αφορούν κακομεταχείριση ή/και παραβιάσεις άλλων δικαιωμάτων κρατουμένων από σωφρονιστικές αρχές. Η Εθνική Επιτροπή για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου έχει πάρει απόφαση - καταπέλτη για τα κακώς κείμενα στις φυλακές, προτείνοντας άμεσες δράσεις για την επίλυση τους. Ο Συνήγορος του Πολίτη διαμαρτύρεται για την παντελή έλλειψη συνεργασίας των αρμόδιων κρατικών φορεών μαζί του, λόγω της οποίας έχει ουσιαστικά απαγορευτεί η είσοδός του στις φυλακές της χώρας τα τελευταία δύο χρόνια. Οι δικηγορικοί σύλλογοι όλης της χώρας, μη κυβερνητικές οργανώσεις, όπως η Διεθνής Αμνηστία, και πολλοί πολιτικοί/κοινωνικοί φορείς καταγγέλλουν την απαράδεκτη κατάσταση και ζητούν ευρύτερη συνεργασία για το ξεπέρασμα του προβλήματος. Αν ανθρώπινα είναι τα δικαιώματα που πρέπει να απολαμβάνει κάθε ανθρώπινο ον, κάθε στέρησή τους στις Ελληνικές φυλακές αποτελεί ανοιχτή πληγή για την κοινωνία μας. Σε αυτή την κατάσταση όσοι υπογράφουμε αυτό το κείμενο απαντούμε ΝΑ ΣΠΑΣΕΙ ΕΠΙΤΕΛΟΥΣ ΤΟ ΑΒΑΤΟ ΤΩΝ ΦΥΛΑΚΩΝ.
Με την απεργία πείνας οι κρατούμενοι καταφεύγουν στο τελευταίο οχυρό αντίστασης, που τους έχει απομείνει, το σώμα τους. Είχε προηγηθεί έσχατη έκκλησή τους προ μηνός προς τους ιθύνοντες να ενσκήψουν στο πρόβλημα, καθώς δεν πήγαινε άλλο. Για να λύσουν την απεργία πείνας ζητούν την ικανοποίηση αιτημάτων, που αποκαθιστούν την χαμένη τους αξιοπρέπεια και επανακτούν τα βασικά ανθρώπινα δικαιώματά τους, αιτημάτων συγκεκριμένων, αξιοπρεπών και άμεσα υλοποιήσιμων. Απέναντι στις κινητοποιήσεις των κρατουμένων η πολιτική ηγεσία εξαντλεί τη δράση της σε αδιαφορία, υποσχέσεις και καταστολή των κινημάτων τους. Τυχόν αδιαφορία και αναλγησία της πολιτικής ηγεσίας όμως και σε αυτή τη φάση θα σημαίνει νεκρούς απεργούς πείνας. Στη μετωπική λοιπόν σύγκρουση που επιλέγουν οι κρατούμενοι της χώρας για τη διεκδίκηση των ανθρωπίνως αυτονόητων δε μπορούμε να μένουμε απαθείς σταυρώνοντας τα χέρια και περιμένοντας τις ειδήσεις των θανάτων από τις απεργίες πείνας αλλά θα σταθούμε αλληλέγγυοι. Αν η περιφρούρηση της δημοκρατίας και των ανθρωπίνων δικαιωμάτων επιβάλλουν την επαγρύπνιση όλων μας, τώρα είναι λοιπόν η στιγμή να πάρουμε θέση όλοι απέναντι στο πρόβλημα χωρίς αδιαφορίες και υπεκφυγές.
Απέναντι στην τεταμένη κατάσταση στις φυλακές όλης της χώρας όσοι υπογράφουμε αυτό το κείμενο καθιστούμε την πολιτική ηγεσία απολύτως υπεύθυνη για ό,τι συμβεί και απαιτούμε άμεσα την τόσο θεσμική όσο και στην πράξη ΕΓΓΥΗΣΗ ΤΩΝ ΒΑΣΙΚΩΝ ΑΝΘΡΩΠΙΝΩΝ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΩΝ ΤΩΝ ΚΡΑΤΟΥΜΕΝΩΝ ΟΛΗΣ ΤΗΣ ΧΩΡΑΣ.
Updated
Λήγει η απεργία πείνας στις φυλακές
21 Νοεμβρίου 2008, 01:12
Αναστέλλεται σήμερα η απεργία πείνας, η αποχή από το συσσίτιο και οι κινητοποιήσεις των κρατουμένων στις φυλακές όλης της χώρας.
Χθές, είχε ανακοινωθεί από το υπουργείο Δικαιοσύνης δέσμη μέτρων για τις φυλακές, μεταξύ των οποίων η αποφυλάκιση 5.500 κρατουμένων, σε σύνολο 12.315 περίπου.
Σύμφωνα με ανακοίνωση της Επιτροπής Κρατουμένων: «…ο υπουργός οφείλει να υλοποιήσει τις δεσμεύσεις του για την άμεση αποφυλάκιση του αριθμού των κρατουμένων που εξαγγέλλει και παράλληλα να προχωρήσει σε συγκεκριμένα μέτρα που θα αφορούν στο σύνολο των αιτημάτων μας. Εμείς οι κρατούμενοι αυτό το νομοσχέδιο το αντιμετωπίζουμε σαν ένα πρώτο βήμα, αποτέλεσμα του αγώνα μας και της αλληλεγγύης της κοινωνίας, αλλά δεν μας καλύπτει, δεν λύνει τα βασικά προβλήματά μας…»
Οι αποφυλακίσεις
Το υπουργείο Δικαιοσύνης έδωσε στη δημοσιότητα λεπτομερή στοιχεία για τους κρατούμενους που θα αποφυλακιστούν, ενόψει και της κατάθεσης στη Βουλή του σχετικού νομοσχεδίου που θα γίνει αύριο.
Έτσι με την ψήφιση του νομοσχεδίου αποφυλακίζονται:
1.740 κρατούμενοι με ποινές έως 5 χρόνια, 1.107 με εξαγοράσιμες ποινές, 602 καταδικασμένοι για ναρκωτικά που έχουν εκτίσει τα 3/5 της ποινής τους, 262 καταδικασμένοι για ναρκωτικά με ποινές μετατρέψιμες, 9 κρατούμενοι που πάσχουν από σοβαρές ασθένειες (έιτζ, νεφροπαθείς, φυματίωση), ενώ άλλοι 511 με ποινές 12 μηνών θα αποφυλακιστούν μέχρι το Φεβρουάριο 2009, αφού τότε θα πληρούν τις προϋποθέσεις.
Εγινε τουλάχιστον ένα βήμα!
15 Νοε 2008
Μιά μικρή μεγάλη ευτυχία.
Με ξύπνησε η βροχή. Σα νάχαμε κανονισμένη συνάντηση πετάχτηκα απ' το κρεβάτι με φανερή αδημονία. 07.45. Πλιτς πλιτς πλιτς πάνω στις πλάκες. ...Βρέχει... Στάζουν τα χαγιάτια, γυαλίζει η πέτρα, μοιάζουν όλα καθαρά μέσα στο γκρίζο τους. Η καφετιέρα γουργουρίζει, οι γάτες μου γουργουρίζουν, εγώ γουργουρίζω... Πάω στο σαλόνι και παραμερίζω τις κουρτίνες. Το κάστρο έχει "κατσούλα". Χαμογελάω ευχαριστημένη. Ο καφές αχνίζει και τ' αυτιά μου απολαμβάνουν πρωϊνή σιωπή. Μόνο πλιτς πλιτς πλιτς... Ο κήπος μου ξαπλώνει νωχελικά πάνω στο στρώμα του και υποδέχεται τις στάλες ηδονικά. Στρίβω ένα τσιγάρο. Το απολαυστικότερο τσιγάρο της ημέρας. Το πρώτο πρωϊνό. Ολο δικό μου, μέχρι τις πατούσες το δηλητήριο...Λάμπουν οι ελιές πάνω στα κλαριά, μισές πράσινες, μισές μωβ, ρουφούν νερό να μεγαλώσουν, να "θρέψουν" σάρκα και μυρουδιά βαριά, πικρή. Η βερυκοκιά διώχνει με απαλές κινήσεις απο τους ώμους της το περιττό. Το κίτρινο. Δεν βιάζεται. Εχει τους δικούς της χρόνους. Τα φύλλα της στροβιλίζονται ελλειπτικά κι' εναποτίθενται τρυφερά στο υγρό χώμα. Θα περιμένουν εκεί την αποσύνθεση. Και η βερυκοκιά τη θρέψη που προκύπτει απο την αποσύνθεση. Τα σαγκουϊνια κρατάνε πεισματικά το πράσινο ακόμα και υπόσχονται στην ανυπομονησία μου το βαθύ πορτοκαλοκόκκινο που θάρθει με τον πρώτο βοριά. Τα σπουργίτια ξεμυτίζουν κάτω απο τα κενά των κεραμιδιών, κάνουν εκτίμηση κατάστασης και ξαναχώνονται γρήγορα στην ασφάλεια της φωλιάς. Ο αέρας μυρίζει καμένο ξύλο... Θ' ανάψω κι' εγώ το τζάκι, θα φτιάξω τη δική μου μυρουδιά. Θα κάψω λεμονιά που μοσχομυρίζει και μυγδαλιά που φτιάχνει απίστευτη θράκα. Τί ωραία ησυχία... Πλιτς πλιτς πλιτς...Αληθινό φινοπωρινό Σαββατιάτικο πρωϊ. Τα φύλλα της αμπέλοψης γιορτάζουν επιδεικτικά την εποχή του κόκκινου... Απολαμβάνουν τη παρακμή τους, καθυστερούν την αποκαθήλωσή τους, παρατείνουν το πανηγύρι της μετάλλαξης και μου ζωγραφίζουν πίνακες μπορντώ έξω απ' τα παράθυρα. Εκοψα μερικά, τα κόλλησα πάνω σε πορτατίφ, να δυϊλίζουν το φώς, να φέρουν στο σπίτι μέσα στιγμές φθινόπωρου. Το χώμα έξω μυρίζει όμορφα. Ο καφές μυρίζει όμορφα. Τα γιασεμιά, ακόμα αντιστέκονται στην αλλαγή του καιρού, ανταγωνίζονται τις μπουκαμβίλιες που δεν φορούν τα χειμωνιάτικά τους πριν έρθει ο Γενάρης , πριν τις δαγκώσει η παγωνιά. Μουσική τώρα... Να ντύσει τη βροχή, να την ακομπανιάρει διακριτικά, να συμφιλιωθούνε... Να παίξουν. Τα γεράνια χορεύουν ξεδιάντροπα, αδιαφορώντας για τις εποχές, είναι τα γυφτάκια των λουλουδιών, τα ίδια ρούχα, χειμώνα καλοκαίρι, γιορτάζουν την ύπαρξή τους αναιδέστατα, δεν ανησυχούν, δεν αναρωτιούνται, μόνο υπάρχουν κι' αυτό τους φτάνει.... Μόνο οι κληματαριές έχουν στενοχώρια. Δεν έχουν ακόμα αποφασίσει τον θάνατό τους τον προσωρινό, στρίβουν τα φύλλα και κακοφορμίζουν ανάμεσα στο πράσινο και στο καφέ, χωρίς ενδιάμεση κατάσταση, σα να θυμώνουν που ήρθε η ώρα να γυμνωθούν, σα ν' αντιστέκονται ανώφελα στον χρόνο και με φειδώ πολλή αποχωρίζονται τη καλοκαιρινή τους φορεσιά. Εδώ κι' εκεί, ένα τσαμπί ξεχασμένο, σταφιδιασμένο κι' άρωστο, υπενθυμίζει την πλούσια σοδειά του καλοκαιριού. Και το φυλάνε εκεί, μέχρις εσχάτων, απορριπτέο κι' απ' τα σπουργίτια ακόμα, σαν μιά ανάμνηση της Αυγουστιάτικης καρποφορίας, σαν υποψία της επόμενης... Καφές. Τσιγάρο. Μουσική. Βροχή. Φθινόπωρο. Χρόνος.... Σε λίγο η κουζίνα θα μυρίζει φαγητό. Και η βροχή θα έχει σταματήσει. Τα ξύλα στο τζάκι θα σφραγίσουν τον ερχομό του χειμώνα, που τόσο πολύ αγαπώ. Κι' αυτό το βροχερό Σαββατιάτικο πρωϊνό, θα έχει δραπετεύσει στο παρελθόν και θα παραμείνει εκεί να ενεδρεύει υπομονετικά αυτούς που λατρεύουν να έρχονται αντιμέτωποι ξανά και ξανά, χρόνο με το χρόνο, με το βλοσυρό, σκοτεινό πρόσωπο των εποχών της βροχής, το αληθινό πρόσωπο του φθινόπωρου, αυτό που κοντεύουμε να ξεχάσουμε, αυτό που κοντεύει να χάσει το δρόμο της επιστροφής του.