
Καλώς σε βρήκα μπαμπά μου!
35 χρόνια ήθελα να τα πούμε.
Εσύ δεν άκουγες. Εγώ δεν μίλαγα.
Εσύ δεν μ' έβλεπες. Εγώ δεν σ' έψαχνα.
Εσύ δεν μ' έμαθες. Εγώ δεν πρόλαβα.
Ε, και;
Θα σήκωνες τους ώμους αδιάφορα, και το βλέμμα σου θα με προσπερνούσε. Οπως πάντα.
Ε, καί;
Εκτός απ' το βλέμμα σου, με προσπέρασαν και τα χρόνια, μπαμπά. Με προσπέρασαν οι μνήμες σου, έφυγαν βιαστικές και άχρωμες, που σημαίνει, πέθαναν, μπαμπά. Δεν ξέρω άν το ξέρεις, αλλά οι μνήμες χωρίς χρώμα είναι καταδικασμένες σε θάνατο.
35 χρόνια αναρωτιόμουν μπαμπά. Υπάρχουν πεθαμένοι χωρίς χρωματιστά χνάρια;
Τα δικά σου είναι διάφανα, αθόρυβα, άοσμα σαν ζελέ και δεν πρόλαβα κάν να δοκιμάσω άν έχουν γεύση. Εχουν;
Με εκδικήθηκες μπαμπά;
Με ήθελες αγόρι, παρέα σου στο γήπεδο με ήθελες, με κιτρινόμαυρα κασκόλ και σκούφο με ήθελες, ούτε χάδια ούτε αγκαλιές θα μου χρωστούσες τότε, αγόρι μ' ήθελες, δεν χώραγε δεύτερη γυναίκα στην καρδιά σου, μπαμπά, και κάτι πρέπει να κατάλαβε το κοριτσάκι σου, αρνιότανε να παίξει με τις κούκλες, μόνο μ' αγόρια έκανε παρέα, πρωτοπαλήκαρο στις παιδικές "συμμορίες", αθόρυβη σκιά στο σπίτι, μήπως και σε μπερδέψει και γελαστείς πως είχες κάνει γυιό, μήπως και της χαμογελάσεις ένα βράδυ.
35 χρόνια προσπαθώ να ζωντανέψω το βλέμμα σου, μπαμπά. Ας μην ζωντανέψεις ολόκληρος. Το βλέμμα σου μόνο προσπαθώ. Να σταματήσει μιά στιγμή στο δικό μου. Να με βρεί. Κι' ας μη μου μιλήσεις. Νά ζωντανέψει το βλέμμα σου μόνο. Να δώ μιά σπίθα έστω απ' τη φλόγα που σε καίει. Πώς την κρύβεις μπαμπά; Πώς τα καταφέρνεις πάντα να καταπίνεις πυρκαγιές και τα μάτια σου να ταξιδεύουν σε θάλασσες ακύμαντες; Βαρκούλα πύρινη τη φτιάχνεις τη ψυχή σου, φωτιά και νερό, νερό και φωτιά να αλληλοσπαράζονται αθόρυβα κι'αυτή να ταξιδεύει χωρίς ήχο, να μη καίγεται, να μη βουλιάζει, να μη πεθαίνει, να μη ζεί.
Να μη μ' ακούει. Να μη με βλέπει.
Γιατί δεν μ' άφησες να μαντέψω τις τρικυμίες σου μπαμπά;
Θα σ' είχα αγαπήσει, ίσως.
Μπορεί και να σου φίλαγα τα μαλακά σου χέρια, αθόρυβα κι' ανυποψίαστα θα σφράγιζα το μελαμψό σου δέρμα με τα χείλη μου, για μιά φορά θα μ' άφηνες να νοιώσω πώς μυρίζεις, δεν πεθαίνουν ποτέ οι μυρωδιές μπαμπά, άς πέθαινες όσο ήθελες εσύ, η αριστερή γωνίτσα των χειλιών μου μπορεί κι' ανακαλεί τις μυρωδιές, κι' έτσι έρχεται το χρώμα, έτσι έρχεται η γεύση, έτσι έρχεται το βλέμμα κι' εστιάζει. Με βλέπεις μπαμπά;
Αλλά, όχι!
Δεν μ' άφησες να μαντέψω τις τρικυμίες σου.
Ούτε τις πυρκαγιές που σε κατέτρωγαν.
Παρα μέσα απο τοίχους περνάς και χάνεσαι. Κουνάς τα χείλη σου, δεν βγαίνει ήχος. Τα μάτια σου είναι υγρά, στάζουνε μέλι, αλλά όχι δάκρυα. Αλαφροπατάς μές στα δωμάτια. Τρέχω να προλάβω τη σκιά σου. Μάταια.
Δεν έχεις σκιά, μπαμπά. Το ξέρεις, ότι δεν έχεις σκιά;
Αν είχα διαβάσει τη βιογραφία του Βαν Γκογκ, απ' τα μικράτα μου μπαμπά, σίγουρα θα κράταγα το δάχτυλό μου πάνω στη φλόγα του κεριού όσο να σε κάνει η μυρωδιά της καμμένης σάρκας να τρέξεις πάνω μου.
Κι' άν δεν ερχόσουν, ούτε τότε, μπορεί και νά'κοβα το ένα μου αυτί, ναρθεί το αίμα μέχρι τα πόδια σου, να ζωγραφίσει μιά κόκκινη σκιά, μιάν ολοζώντανη πορφυρή σκιά να σου χαρίσει.
Δεν προσπερνιούνται οι άνθρωποι με κόκκινη σκιά, μπαμπά.
Και τελικά, αναρωτιέμαι ακόμα.
Τί τό'κανες όλο αυτό το κόκκινο που έπλεε μέσα σου, μπαμπά;
Εκοβες ένα φύλλο απο τον ημεροδείκτη σου και σκούπιζες μ' αυτό το αίμα της καρδιάς σου;
Περίμενες υπομονετικά 35 χρόνια για να μου συστηθείς;
Με αθώο χαμόγελο μου παρέδωσες το αποτύπωμά σου, με πνεύματα, με οξείες και περισπωμένες, πρόχειρα και βιαστικά ενσαρκωμένα όλα τα λόγια που μ' αρνιόσουν, σταγόνες απ' τα κύματα που βούϊζαν μέσα σου, σπίθες ανήμπορες απ' τη φωτιά σου, σκέψη, λόγος, αγάπη, απαντοχή, αγάπη, πάθος, αγάπη, σοφία, αγάπη.
Και γι' άλλη μιά φορά, με προσπέρασες, μπαμπά.
Και προσπερνώντας με, μου πέρασες στο χέρι το φύλλο του ημεροδείκτη σου.
Μίλησες στην μαμά. Κι' εγώ σε άκουσα.
Για μιά και μοναδική φορά, μπαμπά.
Αυτήν κοιτούσες. Εγώ, σ' ανακάλυπτα.
Για πάντα, μπαμπά.
"3 Απριλίου 1971.
Χίμαιρες...
Μαράθηκε η νιότη σου, κι' η ομορφιά σου, επίσης
(γιά μένα ήταν λυτρωμός, κι' η μόνη ίσως λύσις)
και σ' εγκατέλειψαν σκληρά οι θαυμαστές σου τώρα,
που σβύσαν πιά τα πάθη τους, σαν μιά στιγμιαία μπόρα.
Μπρός στο καθρέφτη σου κοιτάς μέ δέος μιά ρυτίδα,
(σκληρό σημάδι γηρατειών, που σβύνει κάθε ελπίδα).
Προχθές ακόμη σέρνονταν στα πόδια σου καθένας,
μα σήμερα, δε σε κοιτά με πόθο πιά, κανένας...
Κι' άν τώρα κλαίς για τα παλιά, δεν ζείς πιά με το σήμερα,
και ονειροβατείς ξανά, για μιά χαμένη χίμαιρα,
κι' ούτε στιγμή δε νοιάστηκες για τον δικό μου πόνο,
ενώ σε πίστεψα Θεά, ήσουν γυναίκα, μόνο!
Μαράθηκε η νιότη σου κι' η ομορφιά σου, επίσης...
Κι' ήταν αυτό για μένα ίσως, αλλοίμονο, η λύσις!
Μ' άν μ' αγαπήσεις πάλι εσύ, θάχω κρυφήν ελπίδα
να σου φιλήσω τρυφερά την όμορφη ρυτίδα....
Γ.Κ.
Αυτό είναι το χνάρι σου, μπαμπά!
Η απέραντη αγάπη για τη γυναίκα που παντρεύτηκες.
Ομορφο χνάρι! Κατακόκκινο και ολοζώντανο!
Εχει πιά ήχο, έχει μορφή, έχει Βλέμμα που βλέπει, έχει ευωδιά απο έρωτα, έχει και μιά πορφυρή σκιά, μεγάλη όσο το μπόϊ σου!
Μη προσπερνάς, μπαμπά!
Μόλις σε γνώρισα!