
Οσο ζώ ακίνητη, πεθαίνω...
Καλύτερα να ήμουν πολυθρόνα, αν ήταν να ζήσω ακίνητη. Μπερζέρα, για την ακρίβεια. Ούτε κάν κουνιστή.
Και για να το ξεκαθαρίσω, δεν θέλω να κουνιέμαι.
Θέλω να κινούμαι.
Η συμβίωση με τα τετράτροχα μου βαράει στα νεύρα.
Πήγαινέλα καθημερινό αυτά, κι' εγώ εκεί, στην ίδια θέση, να βλέπω τη κληματαριά γυμνή, τη κληματαριά με φύλλα, τη κληματαριά με σταφύλια, την ακακία ντυμένη, την ακακία γυμνή, τίς γάτες πάνω μου, τις γάτες γύρω μου, το κωλόσκυλο να με κατουράει τρείς φορές την ημέρα, τους δικούς μου να μπαίνουν, τους δικούς μου να βγαίνουν, κλίκ, ξεκλείδωμα , και το τεράτροχο νο. 1 βγαίνει με την όπισθεν, μου γελάει ειρωνικά και φεύγει, κλικ, ξεκλείδωμα και ο άλλος ο χοντρομαλάκας, το φορτηγάκι, φεύγει κι' αυτός κι' εγώ εκεί, με το χέρι στη μέση, χαριτωμένη και προκλητική αλλά ακίνητη, να μετράω τις κουτσουλιές απ' τα κωλοσπουργίτια στη σέλα μου, να περνάω την ώρα μου χαζεύοντας τις καρακάξες που τρώνε τ' αποφάγια των τεράποδων, και τα χελιδόνια που ρίχνουνε μπετά γι' άλλη μιά χρονιά στο δίπλα σπίτι.
Τα κυβικά μου μέσα...
Οι δικοί μου, στη κοσμάρα τους.
Κάθονται στη πίσω βεράντα και πίνουνε καφέ.
Με κοιτάνε. Τί κοιτάτε ρέ;
"Ζέστανε ο καιρός. Πάμε καμιά βόλτα με την Αργυρώ;"
"Φύγαμε!"
Οπα! Τί έγινε ρε παιδιά; Το πήρατε απόφαση; Εφτυσα! Και μετράω. Ενα, δύο τρία, τέσσερα, άντε ντέ, πέντε, έξι, ακόμα; εφτά οχτώ, τα κυβικά μου μέσα, βόλτα με την Αργυρώ δεν είπατε; εννέα, δέκα, έντεκα, δώδε...δεν το πιστεύω, βγήκαν με κράνη, YESSSS!
"Προφήτη Ηλία, ή θάλασσα;"
Χέστηκα. Η μάλλον, όχι, δε χέστηκα, Προφήτη Ηλία, έχει στροφές και ανηφόρες, Προφήτη Ηλία, Προφήτη Ηλία, Προφήτη Ηλία, Παναγίτσα μου!
"Προφήτη Ηλία, καλύτερα. Εχει στροφές κι' ανηφόρες."
Αρχίζω να τη κατασυμπαθώ τη δικιά μου....
Πω πώ... Ξέχασα τη φωνή μου, ρε πούστη... Βρρρρ, βρουουου, βρουουουμ, βρουουουουμμμμ, γαμώτο, βρουουουουμμμμ!
Ασφαλτος. Ωρε πόσα σπίτια απο πέρσυ! Ασφαλτος, χωράφια, έλα δικέ μου φύγαμε, πάτα το λίγο ντέ! Ασφαλτος, άσφαλτος, πρόβατα δεξιά, γαυγίζει το σκυλί του Σούλη του βοσκού, χέστηκα, άν μπορείς πιάσε με τώρα, κωλόσκυλο, βρούμ, ώχ, γιδίλα, άαααχ!, το μαντρί του Στέλιου, ώωωωπα, στροφή, μπράβο δικιά μου, έτσι, γύρε αριστερά, μη φοβάσαι δε πέφτεις, έεεελα, ίσωνε τώρα δικέ μου, βρούουμ, ανηφόρα, ευθεία, αρχίζουν οι γνωστές μυρουδιές, τριαντάφυλλα άσπρα, τριαντάφυλλα κόκκινα, πασχαλιές, άαααχ, πεθαίνω, λεμονανθοί, πορτοκαλοανθοί, μμμμμμμμ!, πάτα το λίγο ακόμα δικέ μου, να χαρείς, να , τώρα αρχίζουν ν' αυτοκτονούν ζουζούνια στα μούτρα μου, μμμμμμ, μυρίζει η γύρη απ' τις μαργαρίτες, κομμένο χορτάρι τώρα και ποτισμένο χώμα, άχ, τί ωραία! Ελα, ανέβαινε, ανέβαινε, αλλάζει ο αέρας, την ακούω κιόλας τη πρώτη ευωδιά του θυμαριού, έεεετσι, έεεετσι, μαζί με πεύκο ανακατεύεται και με τα κουκουνάρια των κυπαρισσιών, βρούμ-βρούμ, ώχ! μπάστα δικέ μου, φίδι μπροστά στο δρόμο, τόδες; Τόδες! Ετσι! Κόβουμε τώρα, δε πατάμε φίδια ποτέ, η δικιά μου το λέει, "να τα σεβόμαστε τα φίδια", έεετσι, γύρε με λίγο δεξιά, να κάνω το τόξο μου το όμορφο, να τη γλυτώσει το φιδάκι, και πάμε τώρα βρούουουμμμμ, τον μυρίζω το χωματόδρομο, λέμε, μυρίζω τις κουμαριές και τα σχοίνα, περνάει το ρετσίνι απ' τα κράνη σας δικοί μου; Εδώ θα κάνω ομορφιές, αφού το ξέρεις πόσο μ' αρέσει να χοροπηδάω, και σένα σ' αρέσει δικέ μου, ώωωωπα, λαγός! Τον είδατε δικοί μου; Τον είδατε, αφού η δικιά μου δείχνει κι' εσύ κουνάς το κεφάλι! Γουστάρω τη σκόνη, σας τόπα; Γουστάρω τη σκόνη τη καθαρή, την σχεδόν απάτητη, πεθαίνω για τη στιγμή που θα με παρκάρεις κατασκονισμένη δίπλα στα μαλακισμένα τα τετράτροχα, ζεστή-ζεστή απ' τη τρεχάλα, έτσι, για να το βουλώσουν τα ξενέρωτα... τα κυβικά μου μέσα...
Ναί! Ξέρω τώρα. Τώρα θα κόψεις, βρήκες τη θέση με τη θέα, έχετε κι' αυτή τη μαλακία στο κεφάλι. Νάτο. Κόβεις. Πιάνεις στασίδι δεξιά. Αντε να δούμε πότε θα βαρεθείτε... Δυό τσιγάρα; Τρία; Ε! Πόσα θα κάνετε; Θ' αρχίσετε τώρα τα συνηθισμένα:
"Κοίτα, ρε γαμώτο! Πιάτο ο Κορινθιακός! Κοίτα, κοίτα! Τί καθαρή ατμόσφαιρα! Τί φοβερό ηλιοβασίλεμα! Λαδιά η θάλασσα! Δές, πόσο κοντά φαίνονται τα Γεράνεια! Ααααααχ! Τί μυρωδιές! Ελα, να κάνουμε ένα τσιγάρο..."
Ζώ για τη καύλα της επιστροφής! Τη κατηφόρα! Χώμα και πάλι. Και ρετσίνι. Και ζουζούνια που αυτοκτονούν στη μούρη μου. Και κλαριά που μου απλώνουνε τα χέρια. Και γύρη στο καρμπυρατέρ μου. Το φίδι διέσχισε το δρόμο, πήγε να βρεί δροσιά. Ψιλοσουρουπώνει κι' ο ήλιος βάφει λίγο ρόζ, το ασημί μου. Χαμηλώνω το κεφάλι και ξεχύνομαι. Βρούουουμμμμ! Σε τυφλώνει το κόκκινο δικέ μου; Νά! Εδώ, αριστερά. Το χωράφι ντύθηκε κόκκινο, γιατί έτσι το αποφάσισαν οι παπαρούνες! Αν μισοκλείσεις τα μάτια, όπως εγώ, θα σου φανερωθεί μιά τρελή παλέτα απο χρώματα, τα βλέπεις; Κίτρινο, μώβ, κόκκινο, πράσινο, λευκό, λευκοκίτρινο, λαδί και τόνοι απο γαλάζιο πάνω μας και κάτω εκεί, μακριά, που όσο κατεβαίνουμε κυριαρχεί και αγκαλιάζει, αγκαλιάζει και αφομοιώνει, αφομοιώνει και αντανακλά, αντανακλά και λάμπει.
Λάμπει και σβύνει. Για να φανεί το μωβ της δύσης. Να θαμπώσει τα χρώματα της γής, να ελευθερώσει τα χρώματα της ψυχής....
Ασφαλτος πάλι. Κόκκινα τριαντάφυλλα, άσπρα τριαντάφυλλα, αυτά π' αρέσουν στη δικιά μου, στροφές γλυκές, βρουουουμμμμ, έεετσι, πόσο γουστάρω ν' αγγίξω με το μασπιέ μου το δρόμο! Μμμμμμμ! Γιδίλα, πάλι, μπήκαν στο μαντρί τα ζώα του Σούλη, γαυβ-γαυβ, το μαντρόσκυλό του, γαυβ και στα μούτρα σου! Μαλάκα! Οι πασχαλιές μυρίζουν πιό έντονα τώρα, ή μου φαίνεται; Και τ' αμπέλια, αλλάξαν χρώμα, κοιμίσανε το πράσινο το ζωηρό, φορέσανε το φαιοπράσινο, ετοιμάζονται για ύπνο, μα οι λεμονανθοί, μοιάζουν να μη κοιμούνται ποτέ, τέτοια εποχή, πωωω πωωωω! να γεμίσω το ντεπόζιτό μου ευωδιά, να μεθύσω, να κοιμηθώ γλυκά, να περιμένω την επόμενη βόλτα....
Και να τη πώ οπωσδήποτε αύριο, στα ξενέρωτα τα τετράτροχα!
Και στο ηλίθιο το τεράποδο που θα μου χαλάσει τις μυρωδιές με τις κατρούλες του!