
H μέρα που είδα τη Δέσποινα, ξεκίνησε με γκρίνια.
Η πρωϊνή επιθεώρηση στο μποστάνι μου, μου επιφύλασσε αρκετές ντοματιές με εγκάυματα από τον ήλιο, και κολοκυθιές με "ουρά", που μόνο κάτι χλεμπονιάρικα κολοκυθάκια ήταν σε θέση να μου προσφέρουν.
Και το τραγικό επίσης γεγονός, τα σπουργίτια είχαν ήδη αρχίσει συντονισμένες επιθέσεις στη σταφίδα μου, που παρότι πράσινη και ξινή ακόμα, είναι πολύ, μα πολύ του γούστου τους.
Η άλλη φοβερή κακοτυχία που με βρήκε εκείνο το πρωί, ήταν η άδεια καφετιέρα, που ο ακατανόμαστος ο άντρας μου , μου φύλαγε για πρωϊνό ξύπνημα, καθότι προφανώς είχε ξεχάσει τα συμφωνηθέντα εδώ και 6 χρόνια! Πώς θα περιμένω 10 ολόκληρα λεπτά χωρίς καφέ;
Νεύρα...
Ο Μήτσος, ο ένας εκ των τριών σκυλιών μου και αρχηγός τής αγέλης (7 μαζί με τίς γάτες μου), την είχε κάνει μ'ελαφρά, καθ'ότι αιώνια καψούρης με τη σκύλα του τσοπάνη, λίγο πιό πάνω, και δυστυχώς για μένα, αλλά ευτυχώς γι'αυτόν, η τύπισα αυτές τίς μέρες "τραβάει".
Αγωνία για τίς φόλες και για τα αφροδίσια. Αλλο δράμα κι'αυτό!
Πολλά νεύρα...
Και μες στα νεύρα, περίμενα τη Δέσποινα.
Η Δέσποινα, είναι μιά κοπέλα, 24 χρονών, μανικιουρίστρα στο επάγγελμα.
Η προσωπική μου αντίληψη περί νυχιών, είναι, ότι τα νύχια , μοναδικό λόγο ύπαρξης έχουν το να ξεβοτανίζεις επιτυχώς, να τρίβεις αποτελεσματικά τις κατσαρόλες, να ξύνεσαι με μανία όταν σ'έχουν τσιμπήσει κουνούπια, και φυσικά να αμύνεσαι κατά παντός κακόβουλου, επίδοξου βιαστή (λέμε, τώρα).
Ενίοτε, οι άτιμες οι περιπτώσεις, τέτοιες όπως, γάμοι, βαφτίσια, συνεστιάσεις(!)κ.λ.π., με ρίχνουν στην ανάγκη της μανικιουρίστρας.
Κι'όταν λέμε ενίοτε, εννοούμε 2 άντε 3 φορές το χρόνο.
Ετσι, τη Δέσποινα, είχα να τη δώ περίπου ένα χρόνο.
Η Δέσποινα του "πριν ένα χρόνο", ήταν ένα κορίτσι έντονα κι'ωραία μελαχροινό, με μαλιά μακριά και μάτια μαύρα και υγρά. Ομορφη σκουρόχρωμη επιδερμίδα, το χρώμα της κρεολής, και θηλυκό, καλοφτιαγμένο κορμί, αλλά χωρίς να μεταφέρει στο βλέμμα της, την επίγνωση της ομορφιάς της.
Ομορφο, ζωντανό πλάσμα και συνεσταλμένο επίσης, στη σωστή ακριβώς δόση.
Ηρθε ακριβώς στην ώρα της, όπως πάντα.
Ανοίγοντας τη πόρτα, έσκυψε να σηκώσει το βαλιτσάκι της, και καθώς ανασηκώθηκε μου χαμογέλασε κάπως αμήχανα.
Το γιατί, το κατάλαβα τα αμέσως επόμενα δευτερόλεπτα.
Μπροστά μου βρισκόταν ένα πλάσμα "άλλο".
Ενα κορμί αποστεωμένο, με το σορτσάκι του ωστόσο, με δυό χεράκια αδύναμα σαν καλαμάκια, μ'ένα πρόσωπο μπλαβί στο χρώμα και τεράστιους κατάμαυρους κύκλους κάτω απ'τα μάτια που χαμογελούσαν σα κουρασμένα.
Εκανα γαργάρα την άσχημη έκπληξη, μα φοβάμαι ότι το βλέμμα μου τη πρόδωσε.
Τη καλωσόρισα όσο πιό φυσιολογικά μπορούσα, της έκανα ένα σωρό ανόητες κι'ανούσιες ερωτήσεις, πιστεύοντας ότι απασχολώ τη σκέψη της αλλού, να μη προλάβει να επεξεργαστεί
την αντίδρασή μου, να μη μπορέσει να μαντέψει τη φρίκη που ένοιωθα, να μην αναγκαστεί να μου δώσει εξηγήσεις.
Επρεπε να κάθομαι ακριβώς απέναντί της, ήμουν υποχρεωμένη να την περιεργάζομαι, όσο αυτή ετοίμαζε τα σύνεργα του καλωπισμού μου, μη χέσω.
Παρατηρώντας πιό προσεκτικά, είδα τη φίστουλα στο πάνω αριστερό μέρος του στέρνου, δεν είχα ξαναδεί τέτοιο πράγμα, δεν ήμουν κάν σίγουρη τί είναι, δεν είχα καμία πρόθεση να ρωτήσω.
-Βάλτε μου τα ποδαράκια εδώ.
Είπε και μ'έβαλε να στηρίξω τα πόδια μου πάνω στα γόνατά της.
Δεν ήθελα να μεταφέρω το βάρος των ποδιών μου πάνω της, δεν ήθελα να της προσθέσω κούραση παραπάνω απ'αυτή που μου μαρτυρούσαν οι κινήσεις της, δεν ήθελα το πεντικιούρ ρε γαμώτο, ήθελα μόνο να τη πληρώσω και να της πώ ότι μετάνοιωσα, δε το θέλω το γαμημένο το πεντικιούρ, ούτε το μανικιούρ θέλω, να πάει στο διάλο ο γάμος, κι'άμα τους αρέσουνε τα νύχια μου, χέστηκα...
-Εχεις αδυνατίσει, έ;
Ηταν αυτό που ψέλισα, τελικά.
-Ναί, έχω χάσει 10 κιλά. Είχα χάσει περισσότερα, αλλά τώρα έχω πάρει κανα δυό.
-Να κοιτάξεις να τα ξαναπάρεις. Μιά χαρά ήσουν πέρσυ.
-Ναί, άμα ανοίξει η όρεξή μου, σίγουρα θα τα ξαναπάρω.
Είπε.
Τότε πρόσεξα τα νύχια των χεριών της.
Ηταν μελανά, σχεδόν μαύρα, ανασηκωμένα από τη ρίζα, παραμορφωμένα, έτοιμα σχεδόν ν'αποκολληθούν απο τ'ακροδάχτυλά της.
Θυμήθηκα, τα χεράκια της, πέρσυ το καλοκαίρι. Τα είχε βαμμένα κόκκινα, και στολισμένα με κάτι χρωματιστά λουλουδάκια από πάνω. Τί πάθαν τα νυχάκια σου; Ηθελα να ρωτήσω.
Δε ρώτησα.
Λές και παρακολουθούσε το βλέμμα μου, σήκωσε αργά το κεφάλι της:
- Τον Αύγουστο γίνομαι κουμπάρα. Λέτε να έχουν φτιάξει τα νύχια μου μέχρι τότε;
-Ναί, αλήθεια, τί πάθαν τα νύχια σου;
(Με απολύτως φυσιολογική χροιά φωνής, εγώ, η ανόητη).
΄-Είναι φυσιολογική αντίδραση, λόγω της μεταμόσχευσης.
Σιωπή. Δε τολμώ να ρωτήσω.
-Εκανα μεταμόσχευση μυελού, πριν από 6 μήνες.
Δε μπορώ να ξεφύγω. Δε μπορώ να μη βουρκώσω. Δε μπορώ να κρυφτώ.
-Τί συμβαίνει Δέσποινα; Πές μου, αν θέλεις.
Και δε τη κοιτάω. Κοιτάω τα νυχοπόδαρά μου.
-Εκανα μεταμόσχευση μυελού, απο την αδερφή μου.
.................
-Για τη νόσο του Χόσκινς, ξέρετε.
-Α! Ναί.
-Δεν είδατε τα σημάδια στο δέρμα μου;
-Α! Ναί!
Παντού, τα χεράκια της, τα μπράτσα της, τα πόδια της και κυρίως ο λαιμός της, ήταν γεμάτα με κάτι κιτρινόμαυρα σημάδια, σα μελανιές, πολυκαιρισμένες.
Και όταν τόλμησα να τη κοιτάξω καταπρόσωπο, είδα τα ίδια σημάδια κι'εκεί. Και κάτω απ'τα μάτια. Αυτό που το νόμισα για κύκλους.
-Αλλά το χειρότερο είναι τα νύχια μου. Θα φύγουν όλα, μου είπαν στο νοσοκομείο.
-Ησουν στο νοσοκομείο;
-Μα βέβαια, κάνω και χημειοθεραπεία. Νά εδώ είναι η φίστουλα.
Μα βέβαια. Η φίστουλα. Ο καρκίνος μπροστά μου. Διασκεδάζει τη κυριαρχία του πάνω σ'ένα κοριτσάκι 24 χρονών!
-Εντάξει Δεσποινάκι, χέστα τα νύχια. Θα ξαναβγούν.
Τρέμει ελαφρά η φωνή μου. Θα γίνω ρεζίλι. Θα με δεί βουρκωμένη. Θα τη κάνω να νοιώσει άσχημα.
-Ναι, αλλά πώς θα γίνω κουμπάρα; Μ'αυτά τα νύχια;
-Τα μαλάκια σου, όμως, είναι πολύ όμορφα έτσι κοντά!
-Είναι τα καινούργια που βγαίνουν. Τα μακριά, ήταν περούκα.
Τα μαλάκια της... Ομορφα και κοντά, κατάμαυρα και στιλπνά, τα μόνα ανέγγιχτα...
-Πές μου για τη μεταμόσχευση. Πέτυχε, έτσι;
-Υπάρχουν πολλές πιθανότητες, αυτή τη φορά. Τις προηγούμενες δεν έγινε τίποτα. Τώρα έχω ελπίδες, γιατί αντέδρασε ο οργανισμός μου.
Να κάτι καλό, κάτι ελπιδοφόρο.
-Αντέδρασε;
-Τα σημάδια που βλέπετε είναι αντίδραση του οργανισμού στα καινούργια κύταρα. Και τα νύχια που φεύγουν. Και οι πόνοι.
-Πονάς Δέσποινα;
-Τώρα λιγότερο. Εκεί, γύρω στο Πάσχα δεν άντεχα τούς πόνους. Δε μπορούσα να σηκωθώ απ'το κρεβάτι, να δουλέψω, να φάω.. Γι'αυτό έχασα τα κιλά.
Και πόνους!
-Τώρα όμως, είσαι καλύτερα, δεν είσαι;
-Μα ναι, πολύ καλύτερα! Κι'άν πετύχει η μεταμόσχευση, θα είμαι ακόμα καλύτερα!
Αυτό το αν. Αυτό το αν! Αγωνία, και αβεβαιότητα, και προσδοκία, κι'ελπίδα, και μόνο 24 χρονών!
Χτύπησε το τηλέφωνό μου. Μιά φίλη. Συγχισμένη γιατί δε μπόρεσε να κλείσει ραντεβού στο κομμωτήριο τη συγκεκριμένη μέρα. Ο γάμος βλέπετε! "Θ'αναγκαστώ να πάω απ'τη Παρασκευή τώρα, με τους μαλάκες και τα ραντεβού τους. Και στο γάμο θα έχουν γίνει σκατά!"
(Τα μαλιά της. Αυτά που αυτή, ακόμα έχει.)
"Και τα νύχια από τη Παρασκευή μέχρι το Σάββατο, δε θάχουν χαλάσει; Θάχουν χαλάσει!"
(Τα νύχια της. Αυτά που αυτή, ακόμα έχει.)
Εκλεισα, αφού τη παρηγόρησα, αρκούντως.
Η Δέσποινα χαμογελούσε.
-Τί έπαθε η φίλη σας;
-Δεν της κλείνανε ραντεβού για κομμωτήριο και νύχια, για το Σάββατο το πρωί, και θ'αναγκαστεί να τα φτιάξει από τη Παρασκευή, και είναι όλο νεύρα...
Η Δέσποινα χαμογελούσε ακόμα.
-Γελάς, έ;
Είπα.
Σήκωσε το κεφάλι της για λίγο, ενώ λιμάριζε ένα νύχι με προσοχή:
-Ξέρετε πώς μου φαίνονται εμένα αυτά;
Ξέρω.
-Μετά απ'όλα όσα έχω περάσει, ξέρετε πώς μου φαίνονται αυτά;
-Γελοία προβλήματα, έτσι;
-Μόνο γελοία; Ανύπαρκτα!
-Ετσι είναι, Δέσποινα.
Ετσι είναι Δέσποινα.
Που παλεύεις το καρκίνο απ' τα 24 σου, και χαίρεσαι που θα γίνεις κουμπάρα, έστω και χωρίς νύχια.
Που πηγαίνεις στη θάλασσα για μπάνιο, και κάποιοι κοιτάζουν τη φίστουλα με περιέργεια.
Που σχεδιάζεις τίς διακοπές σου, άγνωστο πώς θα τις περάσεις, με πόνο, ή χωρίς, με τα μελανά σημάδια σ'όλο σου το σώμα, με τη κούραση, με την αγωνία, με τη προσμονή, με τη προσήλωση του ακροβάτη, που προσπαθεί να ισσοροπήσει πάνω στο τεντωμένο σχοινί.
Με το χάος απο κάτω.
Ετσι είναι Δέσποινα.
Που απαγορεύεις στον εαυτό σου να ερωτευτεί.
Πόυ διστάζεις να κοιτάξεις πολύ μακριά στο μέλλον.
Που φοβάσαι σίγουρα.
Το λευκό των νοσοκομείων και το κόκκινο του αίματος.
......................................................................................................
Η Δέσποινα μάζεψε ήσυχα ήσυχα το βαλιτσάκι της, με χαιρέτησε με το γλυκό, κουρασμένο της χαμόγελο, κι'έφυγε.
Ο Μήτσος δεν έχει γυρίσει ακόμα.
Εκοψα μερικές ντομάτες απο τις καμένες, για σαλάτα.
Ηταν πεντανόστιμες.
Τα νεύρα του πρωϊνού, έμειναν μετέωρα στη κουζίνα, να μου θυμίζουν και να μου υπενθυμίζουν πόσο ανόητη είμαι.
Ο Κορινθιακός, απο το παράθυρο, μου φάνηκε πιό μπλέ από ποτέ....