24 Μαρ 2009

Ξημερώνει κάποια μέρα που έρχεται ένα πρόβλημα τεράστιο σαν ογκόλιθος και προσγειώνεται επάνω σου.
Και ΠΡΕΠΕΙ να το λύσεις. Ακόμα κι' άν δεν αφορά εσένα τον ίδιο.
Μέχρι τότε, σας ζητάω συγνώμη που αναγκαστικά θ' απουσιάσω απο τα μπλόγκς σας κι' απο την επαφή μαζί σας.
Ειλικρινά, απουσιάζω κι' απ' τον ίδιο μου τον εαυτό.
Πιστεύω κι' εύχομαι να τα καταφέρω...
Καλή αντάμωση μέχρι τότε.....

17 Μαρ 2009

Η Αυτού Μεγαλειότης, το Κλαρίνο!






Αν το βιολί με γοητεύει, το κλαρίνο με κάνει και κλαίω.

Ετσι, χωρίς προσωπικά βιώματα, χωρίς πρώϊμα ακούσματα, χωρίς κανένα προφανή λόγο, έτσι απλά....

Το κλαρίνο με κάνει και κλαίω.

Το Ηπειρώτικο κλαρίνο ειδικά, λειτουργεί μέσα μου μ' ένα πολύ ιδιαίτερο τρόπο.

Απελευθερώνει άναρχα συναισθήματα, λύνει τους κόμπους που με πολύ κόπο κρατάω καλά δεμένους μέσα μου, κι' άν αφήσω για λίγο τα μάτια μου κλειστά νοιώθω τα πόδια μου να αιωρούνται ένα μέτρο πάνω απ' τη γή.

Για την ακρίβεια, περνάω αυτόματα στη φάση αυτή, όπου τη μουσική δεν την ακούω, παρα την αφήνω να ρέει στις φλέβες μου.

Κι' όταν το αίμα φτάσει στην καρδιά, γίνομαι κι' εγώ κλαρίνο και κλαίω.

Γιατί το κλαρίνο κλαίει. Αλλά ποτέ με θλίψη! Στα ηπειρώτικα μοιρολόγια, το μαγικό αυτό όργανο, απλά, απελευθερώνει τα λόγια τα ανείπωτα. Και τα βάζει σε χορό. Κάνει τους ήχους του συνοδούς μιάς αναπόφευκτης πορείας, δεν αντιστέκεται στο θάνατο, "φοράει" πόδια στιβαρά και του δίνει ένα μαντήλι. Το κλαρίνο επιβεβαιώνει τη δύναμη της ζωής, υπενθυμίζει τη συνέχειά της. Δεν μοιρολογεί. Θριαμβολογεί! Στρώνει στο χώμα και στο χορτάρι κιλίμια φανταχτερά, μαζεύει εκεί όλη τη θλίψη των συγγενών και μ' ένα γύρισμα ξαφνικό την εξακοντίζει στον ουρανό και τη μετουσιώνει σε αποδοχή. Γι' αυτό κι' ο ήχος του είναι μακρόσυρτος. Κρατάει γερά κολλημένα τα πόδια στη γή, εκεί που ανήκουν, κι' εκτοξεύει τη ψυχή στα ύψη, να ξεχνά τους πόνους της, εκεί που ανήκει.

Κανένα άλλο όργανο δεν είναι τόσο κοντά στην ανθρώπινη φωνή και τόσο στενά συνυφασμένο με την ανθρώπινη ψυχή. Κανένα άλλο όργανο δεν αποδίδει τόσο πιστά τα αρχέγονα συναισθήματα και με τη φαινομενική του μονοτονία αναγκάζει το μυαλό να επικοινωνήσει με τη καρδιά. Κανένα άλλο όργανο δεν είναι τόσο απόλυτα γήϊνο και υπερβατικό ταυτόχρονα. Το Ηπειρώτικο κλαρίνο ξέρει να εκφράζει και να εκφράζεται πέρα απο τις τεχνικές και τις δεξιοτεχνίες, γιατί απλά, εξωτερικεύει τους ήχους που ήδη προϋπάρχουν μέσα μας και γύρω μας. Λιτά κι' απέριττα. Με απόλυτη πειθαρχεία κινήσεων και απόλυτη συνάμα ελευθερία έκφρασης των συναισθημάτων. Περιορίζει τις κινήσεις του σώματος και καταφέρνει έτσι ν' αφήσει τη ψυχή ν' αυτοσχεδιάσει τις εκρήξεις της και να οδηγήσει τον άνθρωπο στη λύτρωση.

Το Ηπειρώτικο κλαρίνο, μέσα απο τη φαινομενική στατικότητά του οδηγεί ευκολότερα στην έκσταση, και μέσα απ' την έκσταση, στην ανάταση. Με τις απότομες παύσεις του ήχου του αναδεικνύει τους χτύπους της καρδιάς, με τα γυρίσματα αφουγκράζεται τις ανάσες των σπλάχνων μας.

Ακούγεται βαρετό. Είναι απλά αφαιρετικό. Σαν την αρχαία ελληνική μουσική.

Ακούγεται πρωτόγονο. Είναι. Οπως όλες, οι εσωτερικές μας μουσικές.

Κι' εμένα με κάνει να κλαίω. Να θέλω να φάω χώμα. Και ν΄αναστηθώ.

Ισως, γιατί είμαι το γέννημα της μεγάλης πόλης, αλλά όχι και το θρέμμα.

Σε πείσμα του Βαφτιστικού και της Τραβιάτας, γίνομαι κατ' επανάληψη παρανάλωμα στα μοιρολόγια του γάμου και του θανάτου, κι' ευχαρίστως παραδίδομαι απογυμνωμένη απο τα ταπεινά της καθημερινότητάς μου στη συνειδητότητα του μεγαλείου αυτής της μοναδικά αυθεντικής μουσικής.

Το Ηπειρώτικο κλαρίνο είναι χέρι μαλιαρό, καθαρόαιμα αρσενικό κι' αμείλικτο. Φανερώνει τα κρυμμένα και τα εξαγνίζει στο ζωογόνο φώς του ήλιου και στν αρμύρα των ανθρώπινων δακρύων.

Αγνοεί παρτιτούρες και ημιτόνια. Παίρνει το σχήμα του σφυγμού της καρδιάς και δεν χρειάζεται τη γνώση, γιατί προέρχεται απ' τη γνώση. Την αιώνια. Αυτή που προϋπάρχει της ύπαρξής μας. Αυτή που μοιράζεται δίκαια σ' άνθρωπο και φύση. Που δεν διδάσκεται. Μόνο χαρίζεται.

Κλείνω μάτια...

Ανοίγω της ψυχής τις πύλες...

Στις παύσεις χτυπάω με δύναμη τα πόδια μου στη γή...

Και μεμιάς, βρίσκομαι πολύ ψηλά, πάνω απ' τα επίγεια...

Και υποκλίνομαι σ' αυτό το αγροίκο όργανο.

Την Αυτού Μεγαλειότητα το Κλαρίνο!

















13 Μαρ 2009

Με λένε Νίνα! Θέλεις να παίξουμε;


Μαύρα μάτια σαν ελιές και σγουρά, κατάμαυρα μάλιά όλο μπούκλες γυαλιστερές, που έκαναν το βλέμα της αυθάδικο και απαιτητικό.

-Με λένε Νίνα! Θέλεις να παίξουμε;

-Θέλω.

-Πώς σε λένε;

-Χρήστο.

Είπε σοβαρότατος και μάζεψε τα μολύβια του απ'το τραπέζι, πιό πολύ για να μη την κοιτάει.

Ντρεπόταν.

Πρώτη μέρα στο νηπιαγωγείο, ένοιωθε λίγο άβολα, ντροπαλός εκ φύσεως, προτιμούσε να περνάει απαρατήρητος, αλλά συγχρόνως και να παρατηρεί διακριτικά, κρυφά σχεδόν, τα πάντα γύρω του. Τα παιδιά, τη δασκάλα, την αίθουσα, τα σύνεργα ζωγραφικής του διπλανού του, τα παπούτσια εκείνου του ψηλού απέναντι, τη κασετίνα της πιτσιρίκας που πρέπει να ήταν πολύ δυστυχισμένη, αυτή τη πρώτη μέρα του σχολείου κι' ας είχε τη καλύτερη κασετίνα απ' όλα τα παιδιά της τάξης!

Παρατηρούσε κι' έφτιαχνε φανταστικές ιστορίες για τον καθένα. Ζωγράφιζε τάχα στα λευκά χαρτιά που'χε απλωμένα μπροστά του και τα καστανά του μάτια δεν έβλεπαν χρώματα, ούτε σπιτάκια με κόκκινες στέγες, ούτε ήλιους τεράστιους με στραβοσχεδιασμένες αχτίνες, παρα έφτιαχνε νοερά, κρυφά σενάρια για τις ζωές των άλλων.

Η δασκάλα είχε άντρα ψηλό, που την αγαπούσε και μάλλον είχαν κι' αυτοκίνητο! (Αυτουνού οι γονείς δεν είχαν).

Ο ψηλός της τάξης μάλλον είναι βλάκας και θέλει να περνιέται για ωραίος στα κορίτσια.

Η καστανόξανθη πιτσιρίκα που γκρίνιαζε, μάλλον θα'χε πολλές και ακριβές κούκλες. Οταν ήθελε μιά, θα μυξόκλαιγε κι' ο μπαμπάς της θα'τρεχε να της τη πάρει.

Ο μικρός δίπλα του, με τα σπυράκια απο κουνούπια στα μάγουλα και στα χέρια, όλη την ώρα ζήταγε κάτι απ' τ' άλλα παιδιά, μάλλον έψαχνε ευκαιρία για να τον παίξουνε.

Το κοριτσάκι που το λέγαν Νίνα το είχε προσέξει με τη μία, επειδή τα μάτια της πέταγαν φλόγες και τα μαλιά της έδειχναν να μυρίζουνε ωραία. Δε στεκόταν πάνω απο δυό λεπτά στην ίδια θέση, φαινόταν να βαριέται τις ζωγραφιές και τα Λέγκο και τα γόνατά της είχαν σημάδια με κακάδι απ' τα πεσίματα.

Οταν την είδε να έρχεται προς το μέρος του, πάτησε τόσο δυνατά το πράσινο κραγιόν με το οποίο σχημάτιζε τα δέντρα στο σπίτι της φαντασίας του, που το'σπασε σχεδόν πάνω στο χαρτί.

-Με λένε Νίνα! Θέλεις να παίξουμε;

Δε γινόταν να μη της κάνει το χατήρι. Τον είχε διαλέξει!

Επαιξαν.

Τα παιχνίδια που αυτή διάλεγε πάντα.

Φθινόπωρο, χειμώνα κι' άνοιξη την άφηνε να είναι ο αρχηγός. Δειλός ο ίδιος στις συναναστροφές, παιδί χωρίς αδέλφια, μεγαλωμένος μέσα σε σπίτι όπου δεν γνώριζαν και μεγάλες δόξες οι κοινωνικές επαφές, προσκολλήθηκε με μανία στις προτιμήσεις της Νίνας και τα βράδυα στο κρεβάτι του την έντυνε νυφούλα και της κράταγε το χέρι σοβαρός κι' αγέρωχος, της έδινε όρκους αιώνιας αγάπης κι' αφοσίωσης κι' έκανε σχέδια γι' ανακαλύψεις θαυμαστές, πάντα μαζί της, που ήταν σίγουρος πως θα την άφηναν έκπληκτη και γεμάτη θαυμασμό για την εξυπνάδα του.

Πήγε και σπίτι της τρείς-τέσσερεις φορές.

Το σπίτι της, λές και τον έδιωχνε. Φτωχό και παραμελημένο, σκοτεινό και άδειο, έπαιρνε φώς μόνο απ' τα λαμπερά μάτια της Νίνας και λές και ζούσε και ζωντάνευε μονάχα απ' τη φωνή της.

Ενας παπούς με άδεια μάτια ζούσε σε ένα απ' τα δωμάτια. Κλειδωμένος, τις περισσότερες ώρες. Μάντευε τη παρουσία του απο ασυνάρτητα λόγια και φωνές, χωρίς αιτία φανερή.

-Ο παπούς δεν είναι θυμωμένος, του είχε εξηγήσει μιά φορά. -Αλλά είναι άρρωστος. Εχει μιά αρώστεια με δύσκολο όνομα που του χαλάει το μυαλό. Γι' αυτό φωνάζει. Εμείς θα κάνουμε πως δεν τον ακούμε.

Τον άκουγαν όμως.

Η μαμά της, σπάνια βρισκόταν εκεί. Κι' όταν ερχόταν, δε μιλούσε ευγενικά κι' η φούστα της ήταν πολύ στενή και πολύ κοντή, περισσότερο απ' το συνηθισμένο.

Δεν ρώτησε ποτέ πού ήταν ο μπαμπάς της.

Ούτε η Νίνα θέλησε, φαίνεται, να του πεί.

Γι' αυτό ο Χρήστος βιαζόταν πολύ να μεγαλώσει, για να μπορεί να τη σηκώνει στα χέρια του, όπως κάνουνε συνήθως οι μπαμπάδες, να τη στριφογυρίζει απ' τους καρπούς γύρω-γύρω σα γαϊτανάκι και μετά, να τη μαζεύει στην αγκαλιά του κι' αυτή ζαλισμένη και με τις μπούκλες της ανάκατες, να τυλίγει τα μπράτσα της γύρω απ' το λαιμό του και να γελάει.

Ετσι όπως κάνουνε τα κορίτσια με τους μπαμπάδες.

Στο σπίτι του, δεν την είχε καλέσει. Ο φόβος, πως οι γονείς του μπορεί να μην ήταν αρκετά ευγενικοί μαζί της, τον έκανε ν' αναβάλλει συνέχεια την πρόσκληση.

Μα, ούτε κι' η Νίνα του το ζήτησε.

Κατα βάθος βέβαια, δεν ήταν αυτή η πραγματική αιτία.

Ο Χρήστος μάντευε αδιόρατα και συγκεχυμένα πως η παρουσία της εκεί δεν θα ήταν ιδιαίτερα αρεστή στους γονείς του. Γνώριζε, κατα κάποιον τρόπο το αποτέλεσμα, δεν αναγνώριζε την αιτία.

Πριν να τον επισκεφθούν τα όνειρα, αγκαλιά με το μαξιλάρι του, προσπαθούσε να "δεί" τη Νίνα μές απ' τα μάτια των δικών του. Κάτι δε κόλλαγε καλά, κάτι που προαισθανόταν πως θα χάλαγε τη θερμή υποδοχή που θα ήθελε να της επιφυλάξει.

Στα συρταράκια του μυαλού του, η μάννα του ήταν αυτή που περίσσευε απ' την εικόνα. Πολύ στεγνή, πολύ απαλλαγμένη απο τη γοητεία του "διαφορετικού", μιά σιλουέττα "τετράγωνη" και λιτή, αλλά και προσκολλημένη συγχρόνως σε κάθε τί που αφορούσε το "κανονικό", το "συνηθισμένο", το "καθωσπρέπει".

Οσα χρόνια τη θυμόταν, φόραγε πάντα στο κεφάλι τον ίδιο καστανό, καλοχτενισμένο κότσο, τον ίδιο χρυσό σταυρό στο λαιμό, το ίδιο παλιομοδίτικο και λεπτεπίλεπτο ρολόϊ, το ίδιο συγκρατημένο χαμόγελο στις μεγάλες χαρές, την ίδια αμείλικτη κι' αμίλητη θλίψη στα μάτια σε κάθε στραβοπάτημα της άγευστης κι' ανάλατης οικογενειακής τους ζωής.

Ο πατέρας του πάλι, είχε κάποιες στιγμές χαρακτηριστικών εξάρσεων ζωντάνιας, που εκδηλώνονταν συνήθως σε γάμους και βαφτίσια, όταν πέρναγαν κάποια Χριστούγεννα στο εξοχικό της αδεκφής του, και στο Πασχαλινό τραπέζι (πάλι στο σπίτι της αδελφής του), όπου μάλιστα, τις περισσότερες φορές του έδιναν μαντήλι και χόρευε το τσάμικο άκαμπτος σα μπαστούνι.

Ολες οι υπόλοιπες μέρες του ξεκίναγαν με το στερεότυπο "Γυναίκα, φεύγω για το γραφείο" και έκλειναν με το επίσης στερεότυπο "Χρήστο, είναι ώρα για ύπνο".

Καμιά φορά, άν η μέρα του είχε κυλίσει μέσα σε υπέροχη κανονικότητα και δεν είχε προκληθεί καμία απολύτως ζημιά στο σπίτι, αν είχε πληροφορίες ότι έχει προταθεί για προαγωγή στην εταιρία, και τύχαινε να τον περιμένει το αγαπημένο του φαγητό στο τραπέζι, τότε, υπήρχαν μεγάλες πιθανότητες να τον έπαιρνε για λίγο στα γόνατα, να τον ρωτούσε πώς πήγε σήμερα η μέρα του στο νηπιαγωγείο και τί καινούργιο είχε μάθει, άν έκανε νέους φίλους και ζωγραφιές, και μετά να τον στείλει γρήγορα στο κρεβάτι του, αποκαμωμένος μάλλον απο την κρίση ανυπόφορης πολυλογίας που τον είχε πιάσει.

Εφερνε στο μυαλό του τη Νίνα, να μπαίνει φουριόζα στο σπίτι του, τα γόνατα κόκκινα και με κακάδι, τα μάτια τόσο λαμπερά που δεν μπορούσαν να κρύψουν την αυθάδεια, οι μπούκλες τόσο ατίθασες και επιθετικές, που μάλλον τρόμο θα προξενούσαν στην καημένη τη μητέρα του, που θα τον ακολουθούσε στο άνοιγμα της πόρτας.

Θα του'κανε άνω κάτω το δωμάτιο, μπορεί και το σαλόνι, θα διέλυε μεμιάς την οικογενειακή τους πειθαρχία με τις τσιρίδες της, η μαμά θα φόραγε οπωσδήποτε την αμείλικτη και αμιλητη θλίψη της στο πρόσωπο, ο μπαμπάς θα τον έστελνε μιά ώρα αρχύτερα στο κρεβάτι του, και το χειρότερο, "αυτή η Νίνα, δεν είναι η κατάλληλη παρέα για σένα" θα σφράγιζε απο την πρώτη κιόλας φορά με σήμα απαγορευτικό τη πόρτα του σπιτιού του γι' αυτήν.

Ετσι, μεγάλωνε χωρίς ποτέ ν' αποτολμήσει τη μικρή του επανάσταση, κι' η Νίνα έμεινε τοποθετημένη στο μόνο περιβάλλον που της άρμοζε περίφημα. Στο μυαλό του!

Εκεί άνθιζε, εκεί του απαντούσε μ' ενθουσιασμό "Ναί!" στις άπειρες προτάσεις γάμου που νοερά της έκανε, εκεί τη ταξίδευε με τρένα κι' αεροπλάνα, εκεί τη πρωτοφίλησε.

Δε πρόλαβε να μεγαλώσει και πολύ μαζί του, γιατί το καλοκαίρι, πριν περάσουν στη πρώτη δημοτικού, εξαφανίστηκε απ' τη ζωή του.

Εξαφανίστηκε. Μιά μικρή, ζωηρή παρθένα, που ούτε κάν η σκέψη του είχε προλάβει να τη ξαπλώσει σε σεντόνια, ούτε το σώμα του είχε ξυπνήσει να του στείλει ένα μήνυμα ότι την ήθελε, εξαφανίστηκε, παίρνοντας μαζί την άγνοια κι' ανέπαφη την αθωότητά της.

Στο διάστημα των καλοκαιρινών διακοπών οι επαφές τους είχαν αραιώσει.

Κάποια μέρα που αποφάσισε ακάλεστος να περάσει απ' το σπίτι της, το βρήκε κλειστό και άδειο. Και τόσο σιωπηλό, που του' φτυνε στα μούτρα την απουσία της.

Τον Σεπτέμβρη, έπαιζε με τις ελπίδες του πως θα την έβλεπε στο προαύλιο του σχολείου, τη μέρα του αγιασμού.

Αργότερα, επιδόθηκε με μανία να σκίζει τις ζωγραφιές της απ' το νηπιαγωγείο- κάποιες, του τις είχε χαρίσει στα γενέθλιά του-και να σκοτώνει τις ελπίδες που του είχαν απομείνει, με σφεντόνα, λίγο πριν έρθουν τα όνειρα να τον παρηγορήσουν.

Μετά, τη μίσησε.

Και πιό μετά, τη ξέχασε.

. . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . .

Αυτή η Παρασκευή του Οκτώβρη ήταν πιό αδιάφορη κι' απ' τις Δευτέρες του.

Εφυγε κατα τις πέντε απ' το γραφείο με τη προοπτική μιάς ακόμα άδειας, μονότονης βραδιάς.¨Οπως και οι περισσότερες άλλωστε.

Οδηγώντας για το σπίτι, ήξερε κατα βάθος πως τέτοια ισοπεδωτικά απογεύματα θα τον οδηγούσαν με μαθηματική ακρίβεια, σε μιά απ' τις αγαπημένες του "σκανταλιές", αυτές τις σκανταλιές που επέτρεπε, ή ίσως και να επέβαλλε στον εαυτό του κάθε φορά που η επιλεγμένη του μοναξιά του' βγαζε τη γλώσσα περιπαιχτικά, κι' αυτός ένοιωθε ανήμπορος να τη διαχειριστεί.

Απο τα είκοσί του, είχε αρχίσει σιγά-σιγά, ν' αναπτύσσει τη τεχνική της "ελεγχόμενης επανάστασης", όπως του άρεσε να την ονομάζει.

Μιά, ίσως και δυό φορές το μήνα, επέτρεπε στον εαυτό του μικρές δόσεις "βρώμικης" απόλαυσης στα στέκια του αγοραίου έρωτα, τόσης, όση θα χρειαζόταν για να κάνει πολύ δυστυχισμένη τη μητέρα του και ιδιαίτερα ανήσυχο τον πατέρα του, άν φυσικά το γνώριζαν.

Συνήθεια, που άν και είχε προσπαθήσει να ερμηνεύσει πέρα απ' τα όρια της βιολογικής ανάγκης, δεν είχε καταλήξει σε σαφές συμπέρασμα για τί τον εξιτάριζε.

Κατάφερνε να έχει κάποιες σχέσεις, περιστασιακές οι περισσότερες, και με περιορισμένη διάρκεια ενός-δύο μηνών το πολύ, χωρίς εξάρσεις ερωτικές, ούτε ονειροπολήσεις για κάτι μόνιμο. Δεν τον απασχολούσε η μονιμότητα, δε τη ζήταγε, δεν του έλειπε.

Αυτό το "διαφορετικό" όμως, που χρωμάτιζε κάποιες νύχτες του με πρόστυχα χρώματα, του έδινε μιά διαφορετικά ηδονική ικανοποίηση, την ικανοποίηση της ζαβολιάς, που όχι μόνο του πρόσφερε μιά μικρή νίκη πάνω στην απόλυτα ευθυγραμμισμένη ζωή του, αλλά και το χαιρέκακο χαμόγελο μιάς απρόσωπης εκδίκησης (απρόσωπης, αλήθεια;), μιάς εκδίκησης με μάσκα λαγνείας, απ' αυτήν την πληρωμένη, την απαγορευμένη, τη μόνη ίσως αληθινή που μπορούσε να γευτεί. Μιάς εκδίκησης, πέρα για πέρα αφιερωμένης σ' όλους όσους δεν ήξεραν, σ' όλους όσους δεν άντεχαν να ξέρουν.

Αποζητούσε το "φτηνό" με ιδιαίτερη προσήλωση και πλήρωνε το τίμημα ακροτηριάζοντας κάθε φορά κι' ένα κομάτι της ψυχής του αγόγγυστα, μεθοδικά και αμετάκλητα.

Χωρίς πόνο, χωρίς αμφιβολία, χωρίς ενοχές.

Εφτασε στη "πιάτσα" κατα τις έντεκα. Εκοψε ταχύτητα κι' έριξε κλεφτές ματιές στο "εμπόρευμα". Είχε πάντα προτίμηση στις ιδιαίτερα νεαρές, μελαχροινές κοπέλες. Το αυτοκίνητο "τσούλαγε", το μυαλό του ταξίδευε, τα μάτια του έψαχναν.

Αγνόησε αρκετές, έντονες προσκλήσεις, φιλοφρονήσεις και προκλητικές προτάσεις, πάντα προσκολλημένος στο ιδεατό πρότυπο που θα διάλεγε να τον εξουσιάσει για μιάν ώρα.

Μόλις προσπέρασε μιά παρέα γυναικών, άφησε το βλέμμα του για λίγο εστιασμένο στον πλαϊνό καθρέφτη και επιβράδυνε τη ταχύτητα του αυτοκινήτου του ακόμα πιό πολύ. Υπήρχε μιά κοπέλα που του φάνηκε πως του άρεσε, έτσι φευγαλέα που πρόλαβε να τη δεί. Αγνωστο πρόσωπο στη πιάτσα, γι αυτόν τουλάχιστον,-άλλαζε συχνά τα στέκια που επισκέπτονταν-πρόσωπο έντονο πάντως, ιδιαίτερα φωτεινό και φρέσκο, σε σχέση με την επαγγελματική βαριεστημάρα που χαρακτήριζε τις περισσότερες πόρνες του πεζοδρομίου, πρόσωπο που' μοιαζε ν' ανήκει κάπου αλλού, ή ακόμα, να έκανε πολύ κέφι αυτές τις βραδυνές περιπέτειες και τα απρόοπτά τους.

Ψιχάλιζε λασποβροχή. Μετά απο λίγα μέτρα, το πορτρέτο της σκεπάστηκε απο βρώμικες σταγόνες, μόνο οι κινήσεις της διακρίνονταν ακόμα καθαρά να τον παρακολουθεί λίγο σκυμένη, το κόκκινο στα χείλη της κατόρθωνε να ξεχωρίζει μέσα στη λάσπη του καθρέφτη και μιά κόκκινη επίσης ομπρέλλα που άνοιξε βιαστικά για να τη προστατέψει, του φάνηκε σα σηματοδότης που τον καλούσε επιτακτικά να επιστρέψει.

Κοίταξε πίσω του κι' έβαλε όπισθεν.

Κι' εκείνη, με τα δικά της γκάζια στο φούλ μείωσε την απόσταση στο μισό.

Πάντα φοβόταν το ¨κλίκ¨ της πρώτης ματιάς. Και μετά, τον ήχο της πρώτης λέξης. Η αδρεναλίνη του έφτιαχνε περίεργο μείγμα μαζί με την έμφυτη συστολή που τον διέκρινε. Αυτό το ασύμβατο μείγμα ήταν που τον συνάρπαζε σ' αυτά τ' αλισβερίσια.

Οταν το κορίτσι έφτασε το αυτοκίνητο, είχε ήδη κατεβάσει το τζάμι του συνοδηγού.

Με ακουμπισμένα τα χέρια της στη πόρτα έβαλε λίγο το κεφάλι της μέσα.

-Να μπώ;

Η φωνή της είχε μιά γλυκειά βραχνάδα. Βραχνάδα χωρίς ίχνη χυδαιότητας, αλλά και χωρίς ίχνη πρόκλησης ή νάζι.

Γύρισε επιτέλους το κεφάλι του, αποτόλμησε να τη κοιτάξει.

Ενα όμορφο πρόσωπο, καλοσχηματισμένο κι' αισθησιακό, με τα χείλη σ' ελαφρό χαμόγελο να γεμίζουν με ζωηρό κόκκινο όλο το γκρίζο χώρο γύρω του, κι' όλο το γκρίζο χώρο μέσα του. Να βάφουν κόκκινη τη λασποβροχή και τη Παρασκευή του.

Κάθισε στο κάθισμα με ιδιαίτερη χάρη, μετά το καταφατικό του νεύμα, και γέμισε το αυτοκίνητο με το άρωμα της. Τα μάτια της γυαλίζανε, η αναπνοή της θάμπωσε τα τζάμια, πέταξε την ομπρέλλα στο πίσω κάθισμα, βολεύτηκε καλύτερα στη θέση και σκύβοντας ελαφρά προς το μέρος του ακούμπησε με τα δάχτυλα πολύ απαλά τον αυχένα του, μιά υποψία χαδιού του φάνηκε, που τον ανατρίχιασε.

-Με λένε Νίνα. Πού θές να παίξουμε;

Δεν της απάντησε. Ενα όνομα, μελωδικό σαν ήχος πιάνου, ήρθε και ρούφηξε τις λέξεις του. Κατέβασε τα χέρια του απ' το τιμόνι, γύρισε το κλειδί, έσβυσε τη μηχανή. -Νίνα; ψιθύρισε.

-Νίνα, ναί, εσένα;

Την ξανακοίταξε για δευτερόλεπτα κι' αμέσως έστειλε το βλέμμα του μακριά, όσο πιό μακριά μπορούσε στο βρεγμένο δρόμο, στα πιό μακρινά φώτα, στα ακόμα πιό μακρινά χρόνια της χαμένης τους αθωότητας.

-Εχει καμιά σημασία; άκουσε τη σκέψη του φωναχτά.

Ολα ταιριάξαν ξαφνικά. Τα μαλιά της μαύρα και μακριά με μπούκλες, λίγο πιό θαμπές, τα μάτια με το έντονο αυθάδικο βλέμμα, μόνο λίγο πιό παραδομένο, η φωνή γεμάτη ένταση και ¨θέλω, μόνο λίγο πιό κουρασμένη.

-Οκέϊ, δεν έχει, ότι πείς. Κρέμασαν λίγο οι άκρες των χειλιών της, το χέρι της τραβήχτηκε απ' το λαιμό του, χώθηκε απότομα στη τσάντα της, έβγαλε τα τσιγάρα, άναψε χωρίς να του προσφέρει.

Στη φλόγα του αναπτήρα της ο Χρήστος έκανε παρανάλωμα όλη τη γοητεία που του προξενούσε ο αγορασμένος έρωτας και οι ¨ελεγχόμενες επαναστάσεις¨του.

-Ξέρεις, Νίνα... δε νοιώθω καλά. Είπε, χωρίς να τη κοιτάει. -Πονάει το στομάχι μου. Ας τ' αφήσουμε για μιάν άλλη φορά...

-Αει σιχτίρ! Του' φτυσε τις λέξεις κατάμουτρα αρπάζοντας γρήγορα την ομπρέλλα της απο το πίσω κάθισμα.

-Μαλάκα!

Η βρισιά της έμεινε να αιωρείται η μισή μέσα κι' η άλλη μισή μαγκωμένη στη πόρτα που έκλεισε δυνατά πίσω της.

Κοιτώντας μόνο μπροστά, ξεκίνησε μιά βίαιη φυγή απ' το πρώϊμο παρελθόν του. Γκάζωσε απότομα και ξεχύθηκε στους σκοτεινούς, βρεγμένους, βρώμικους δρόμους της πόλης, σέρνοντας σαν γκαζοντενεκέ τις αναμνήσεις του, πιασμένες άτσαλα στη πόρτα του αυτοκινήτου, που με θόρυβο εκκωφαντικό ξήλωναν ανελέητα μέσα απο τη ψυχή του όλα τα όμορφα της παιδικής του ηλικίας κι' άφηναν ένα αποτρόπαιο ¨πού¨ να τον ραπίζει σκληρά στο πρόσωπο.

Ενηλικιώθηκε τα ξημερώματα, κατα τις τέσσερεις, ξαπλωμένος στο άδειο του κρεβάτι, όταν συνήθισε το βάρος αυτής της τόσο μικρής λέξης, αυτό το ¨πού¨που έγινε η γκρεμισμένη γέφυρα ανάμεσα σ' αυτόν και τα όνειρά του, αυτό το ¨πού¨ που έγινε ο σύνδεσμος με το παρελθόν του, το ¨πού¨που μεταμόρφωσε τη Νίνα του, αυτή του νηπιαγωγείου, σε μιά Νίνα, σαρκοφάγο πλάσμα, αυθάδικο κι' αδιάντροπο όσο δε παίρνει, όσο δεν άντεχε, όσο δεν ήθελε.

. . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . .

Στις εννέα ξύπνησε.

Στις δέκα και μισή πήγε παραλία για καφέ.

Μέχρι τις δώδεκα, αναρωτιόταν άν είχε ακόμα σημάδια στα γόνατα. Γιατί δεν κοίταξε;

Μέχρι την επόμενη Παρασκευή έβλεπε στα όνειρά του τη Νίνα των παιδικών του χρόνων, να τον πλησιάζει τη πρώτη μέρα του νηπιαγωγείου.

-Με λένε Νίνα! Θέλεις να παίξουμε;

-Οχι! της απαντούσε μπροστά στο κομπιούτερ του γραφείου του.

. . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . .

Χρόνια μετά, αναρωτιόταν ακόμα άν τη νύχτα που μπήκε στο αμάξι του τα γόνατά της είχαν σημάδια απο πεσίματα. Μπορεί και να μην είχε. Μπορεί και να μην ήταν.

Και οι μόνες φορές που δάκρυζε ήταν όταν ερχόντουσαν βράδυα που με απελπισία σκεφτόταν πως άν δεν τον προλάβαινε εκείνο το καταραμένο¨πού¨, μπορεί και να την ξαναγάπαγε απ' την αρχή!

3 Μαρ 2009

Φουσκοδεντριά


Μεγάλωσαν οι μέρες. Πολύ.

Δε μ' αρέσει πιά τόσο πολύ το μεσημεριανό χουζούρι στον καναπέ.

Πασαλείβομαι με λάσπες. Κλαδεύω. Φυτεύω. Μεταφυτεύω. Σπέρνω.

Και η Νίνα, στο μυαλό μου. Μιά Νίνα ολόδική μου, που περιμένει ανυπόμονα να της δώσω μορφή.

Οι μέρες όμως μεγαλώνουν όλο και πιό πολύ.

Και η βανιλιά μου φορτώθηκε άνθη. Κουβαλάω σκάλα, την αραιώνω, την κονταίνω, την προετοιμάζω για τα καλοκαιρινά της πανηγύρια. Σειρά έχει η βερικοκιά, καθυστερεί λίγο αυτή να μου στολιστεί, άστην γι'αργότερα λέω, να προλάβω να γράψω για τη Νίνα, που κλωτσάει σα μωρό μές στη κοιλιά.

Γιατί;

Γιατί, δε μαζεύεται το ρημάδι το μυαλό.

Η Ζήρια, στο βάθος, κρατάει το χιόνι της επιδεικτικά. Κοροϊδεύει τη βανιλιά μου, την ανυπόμονη. Η φύση παίζει το παιχνίδι της. Χωρίς αγωνία. Κούκος μονός, ανοιξιάτικος, σε δύο ταμπλό. Λευκά ταμπλό και τα δυό. Χιόνι. Ανθος. Παιχνίδι για το παιχνίδι. Κερδίζει πάντα ο κύκλος της ζωής.

Και μιά Νίνα που επιμένει.

Γιατί;

Ο κήπος έχει γεμίσει αγριόχορτα και τσουκνίδες. Βάζω προγράμματα. Να μαζέψω τις τσουκνίδες, να φτιάξω τσουκνιδόζουμο, να ραντίσω τα δέντρα. Να ρίξω λίπασμα. Ν' αραιώσω τ' αγιοκλήματα, έχουν γίνει πολύ επιθετικά, να δώσω σχήμα στη μουριά, σαν ανάποδη ομπρέλα. Δε σε περιμένουν τα φυτά. Εχουν τη δική τους βιασύνη.

Κι' η Νίνα, τη δική της.

Περίμενε! Η άνοιξη δεν περιμένει. Εχει εγκατασταθεί για τα καλά εδώ έξω, γίνεται βουή και χέρι που με τραβάει απ' τη φούστα.

Σα φούσκα το νοιώθω το μυαλό μου. Στις πολλές προσλαμβάνουσες, τα χάνω. Θέλω να χώσω τα μούτρα μου στο χώμα και να φτύσω τη Νίνα απο μέσα μου. Να κάτσω κάτω απ' τη γυμνή αμπέλοψη και να τη παρακολουθώ να "σκάει μύτη" μέσα απ' τη γή. Η Νίνα μου. Σα μαργαρίτα.

Τα δάχτυλά μου κατατρυπημένα απο τους κάκτους. Πατάω τα πλήκτρα και πονάνε. Πάντα με πόναγε η άνοιξη. Με κατατρόπωνε. Ποτέ δε τα κατάφερα να τη προλάβω. Επαιρνε φόρα κι' έτρεχε με τη καρδιά μου παραμάσχαλα, λαχάνιαζα να τη κυνηγάω. Μάταια. Εμενα πίσω κι' έβλεπα. Μιά τεράστια καρδιά που άνθιζε έξω απο μένα. Ποτέ δε τα κατάφερα να τη χωρέσω. Αν τη χώραγα ποτέ, θά'μοιαζα με δέντρο που πεθαίνει απο την ευωδιά του.

Εχουμε και λέμε λοιπόν...

Κλάδεμα, λίπασμα, φύτεμα, ράντισμα.

Νίνα, περίμενε...

Η άνοιξη πάλι μου κλείνει το μάτι. Γι' άλλη μιά φορά θα μου κλέψει τη καρδιά. Πώς θές να σε σχηματίσω χωρίς καρδιά και μυαλό λαχανιασμένο;

Κι' αυτές οι μέρες, μεγάλωσαν τόσο πολύ!

Δεν τις χωράνε ούτε τα παράθυρα...