


Μοσχομύρισε ο πράσινος χρυσός μέσα στη λίμπα. Και η κούραση έφυγε μεμιάς! Παυσίλυπον!
Εκοψα πορτοκάλια απο το κτήμα μας. Και λεμόνια.
Τα πορτοκάλια αρωματίσαν υπέροχα τα μελομακάρονά μου. Παυσίλυπον!
Και μετά, έβγαλα όλο το καρακιτσαριό που φυλάω σαν θησαυρό πολύτιμο στην αποθήκη μου
και στόλισα Δέντρο. Και σπίτι. Παυσίλυπον!
Και απο σήμερα περιμένω λεπτό με λεπτό τον Αη-Βασίλη, που θα μου φέρει τα πολυτιμότερα δώρα του κόσμου στο σπίτι. Τους γυιούς μου! Παυσίλυπον!
Αγαπημένοι μου :
Αγρικουλτούρα, Βasdiction, Αγγελε Σπύρου,Carpe diem, Aesthete soleil, Ακανόνιστη,Αλλε, Ανεπίδοτη, Σίλια, Wilma, Αποτέτοιε, Νεράϊδα της βροχής, So Far, Beth, Αλεξάνδρα, Κατερίνα, Leviathan, Ιρλανδέ, Λιμανάκι, Ευοί, glorificus and bardus, I live 2 love me, Marianaonice, Μαριλένα, Spy, Talisker, Λεοντόκαρδε, Theo κηπουρέ, Darthir, Cinderella, Albus Genius, Γλαρένια, Ολα θα πάνε καλά, Πατσιούρι, Lockheart, Jacki, Roadartist, Σωτήρη Κ., Elf, Ν. Λιολιόπουλε, Αγγαλιά του φεγγαριού, Faraona, Madame de la luna, Καραφλοκότσυφα, Χνούδι, Ροδούλα-Κέλλυ, Anima, Hλία Κοντολάμπρε, Φλεγόμενε, JK in your life, Masterpcm.
Καλά παυσίλυπα Χριστούγεννα!
Η Κυδωνία, η πατρίδα της γιαγιάς Ακκα, ζούσε τις τελευταίες μέρες της ανεξαρτησίας της. Η Βασίλισσα-Χώρα, η Αξιλάνδη, είχε αποστείλει το τελευταίο και οριστικό της τελεσίγραφο προς το μικρό κράτος, εδώ και 17 ημέρες. Αν η Κυδωνία δεν δεχόταν την προσάρτησή της στη Βασίλισσα-Χώρα, οι στρατιωτικές Δυνάμεις της Αξιλάνδης θα χτυπούσαν ανηλεώς την Κυδωνία με τοξικά αέρια που θα εξαφάνιζαν σταδιακά και αμετάκλητα όλη την πλούσια χλωρίδα της και σε δεύτερο στάδιο τ' αεροπλάνα της Υπερδύναμης θα βομβαρδίζαν τους κατοίκους της με καταστροφικούς θανατηφόρους ιούς. Η κυβέρνηση της Βασίλισσας-Χώρας είχε δώσει περιθώριο στον πρωθυπουργό Ραμίντ 20 μέρες για να δεχτεί την προσάρτηση, ή να εκκενώσει τη χώρα χωρίς αντίσταση. Σε διάγγελμά του προς τον λαό της Κυδωνίας, ο πρωθυπουργός δήλωσε την απόφασή του να παραμείνει και να πεθάνει εκεί που γεννήθηκε και διακυβέρνησε επί τόσα χρόνια, και παραχώρησε στον λαό του την ελευθερία της βούλησης να πράξει κατά συνείδηση. Χιλιάδες άνθρωποι κλείδωσαν τα σπίτια τους και με ότι μέσον διέθεταν αποχωρίστηκαν τις εύφορες πεδιάδες της Κυδωνίας, με κατεύθυνση το πουθενά, μιάς και όλες σχεδόν οι γειτονικές χώρες είχαν ήδη προσαρτηθεί στην Αξιλάνδη. Οσοι απέμειναν εκεί, είχαν αποδεχθεί μοιρολατρικά το γεγονός ότι θα τελείωναν την ζωή τους στο μέρος που την ξεκίνησαν, και κάποιοι άλλοι, λιγότεροι σε αναλογία, έσπευσαν να υπογράψουν εγκαίρως δήλωση ότι αποδέχονται ώς κυβερνών κράτος την Αξιλάνδη, με άγνωστη προοπτική διαμονής, εργασίας και επιβίωσης.
Η γιαγιά Ακκα, ξαπλωμένη στο κρεβάτι της, άκουγε σχεδόν αδιάφορα και νηφάλια, τα ρεπορτάζ για την ομαδική φυγή των ανθρώπων και τις γεμάτες αλαζονεία και έπαρση δηλώσεις των κυβερνητικών εκπροσώπων της Βασίλισσας-Χώρας και το μυαλό της μισοναρκωμένο και γαλήνιο προετοίμαζε τα τελευταία της λόγια. Ενα αχνό χαμόγελο είχε χαραχτεί στα σουφρωμένα λεπτά της χείλη καθώς οραματιζόταν ολοζώντανα τα πρόσωπα των δικών της, αυτών που σε λίγο θάρχονταν να την πάρουν-έτσι νόμιζαν τουλάχιστον- μακριά απ' την Κυδωνία, την αγαπημένη της χώρα, για κάπου, που δεν ήξερε πού, κάπου που δεν την ένοιαζε πιά,για κάπου που δεν σκόπευε να πάει ποτέ.
Με κόπο ανασηκώθηκε για λίγο, τράβηξε αργά το μαντήλι απ' το κεφάλι της και τα κατάλευκα μαλιά της πλαισίωσαν με αγάπη τις ρυτίδες της. Στερέωσε τη πλάτη της στα μαξιλάρια, άνοιξε το συρτάρι του κομοδίνου της, πήρε ένα απ' τα επιστολόχαρτα που είχε τακτικά φυλαγμένα εκεί, πήρε μολύβι, κι' άρχισε να γράφει:
"Aγαπημένε μου γυιέ Αγκουν,
Σου γράφω δυό λόγια βιαστικά γιατί σε λίγο θα πεθάνω, πράγμα το οποίο και επιθυμώ με όλη μου την καρδιά. Θέλω να ξέρεις κι' εσύ και η γυναίκα σου, η καλή μου η Φιέρα, καθώς και τα πολυαγαπημένα μου εγγόνια, ο Αμαντ και ο Λαντίρ, πως η ζωή μου όλη πέρασε ειρηνικά κι' ευτυχισμένα και το ίδιο ειρηνικά κι' ευτυχισμένα διαλέγω να εγκαταλείψω τον κόσμο αυτό. Η Κυδωνία μου χάρισε τη χαρά να ζώ απο τα δέντρα μου και τους καρπούς τους. Δεν μπορώ να φανταστώ τη ζωή μου μέσα σε πόλεις βιομηχανικές, δεν μπορώ να ξυπνάω και ν΄αντικρίζω μόνο τσιμέντο και γυαλί, δεν μπορώ να ανήκω σ' ένα κόσμο τεχνητό που δεν θα ευωδιάζει σαν τα κυδώνια μου, ούτε θα μου επιτρέπει να παρακολουθώ την ωρίμανσή τους. Δεν αντέχω να δώ τα δέντρα μου να κόβονται, δεν μπορώ να δεχτώ ότι θα τρέφομαι απο πλαστικά σακουλάκια τροφές χωρίς άρωμα, χωρίς γεύση, χωρίς ταυτότητα.
Κι' ετσι αποφάσισα και να με συγχωρέσετε άν σας στεναχωρώ, πως εδώ θ'αφήσω το σώμα μου για πάντα κι' ένα κομμάτι της ζωής και της ψυχής μου θα το κρατήσετε εσείς, σαν διαθήκη, σαν κληρονομιά, κλεισμένο μέσα σε εκατό γυάλινα βάζα που θα βρείτε αραδιασμένα στη κουζίνα. Είναι βάζα με μαρμελάδα κυδώνι, η τελευταία ίσως σπιτική μαρμελάδα στον κόσμο, και για τον λόγο ετούτο, σας παρακαλώ να φροντίσετε να φτάσει κάποιο απ' τα βάζα αυτά και στα δισέγγονά μου, να ξέρουνε κι' αυτά πώς μυρίζαν τα κυδώνια της Κυδωνίας, πώς μυρίζανε τα δέντρα της προγιαγιάς τους.
Να τρώτε έστω και κρυφά λίγη απ' αυτή τη τελευταία σπιτική μαρμελάδα στο κόσμο, γιατί εγώ, δυστυχώς, άλλο τρόπο δεν ξέρω για να πολεμήσω τα τέρατα που μας αλλώνουν, παρα μονάχα να σας κληροδοτήσω μιάν ανάμνηση πολύτιμη κλεισμένη μές στα βάζα, να σας βοηθήσω έτσι λίγο, να μη ξεχάσετε ποτέ τη Κυδωνία, να μη ξεχάσετε ποτέ την αληθινή ζωή.
Σας φιλώ πολύ-πολύ όλους. Και σας αγαπώ.
Η μητέρα και γιαγιά σας Ακκα.
Η γιαγιά Ακκα τοποθέτησε προσεκτικά το επιστολόχαρτο στο κομοδίνο. Πήρε το μαντήλι που φόραγε πριν λίγο στα μαλιά και τόπλεξε ανάμεσα στα δάχτυλά της. Σαν κομποσκοίνι. Στήλωσε τα μάτια της στο ταβάνι, ένα αχνό χαμόγελο διαγράφηκε στα χείλη της κι' ένα μικρούλι δάκρυ ξέφυγε απο τα βλέφαρά της αργά-αργά και κατέληξε στη ρίζα του αυτιού. Γύρισε πλευρό προς τον τοίχο, αναστέναξε ελαφρά και άφησε την ψυχή της να πετάξει ανάλαφρα προς τον κυδωνόκηπο της. Πήγε και κούρνιασε πάνω στα κλαδιά της τελευταίας και πιό απομακρισμένης κυδωνιάς, βολεύτηκε εκεί θαυμάσια και μές στη δροσιά του φθινοπωρινού απογεύματος απόλαυσε τον πιό ειρηνικό κι' ευωδιαστό θάνατο που έχει ποτέ αξιωθεί άνθρωπος σ' αυτή τη γή.
Και η ψυχή όμως της Κυδωνίας, ταξίδεψε εκατοντάδες, χιλιάδες μίλια μακριά, κλεισμένη αεροστεγώς μέσα σε εκατό γυάλινα βάζα και για δέκα τουλάχιστον χρόνια, περέμεινε ζωντανή κι' αρωματισμένη με τη ξινή κι' αέρινη ευωδιά των κυδωνιών, κατάφερνε δέ μάλιστα, να φέρνει δάκρυα στα μάτια σε κάποιους αυτοεξόριστους πολίτες της αλλωμένης χώρας κάθε φορά που αλοίφαν μαρμελάδα το υβριδικό ψωμί τους και πάνω απ' όλα, κατάφερε να διατηρήσει τη μνήμη της αληθινής γεύσης, σαν τη μόνη και αποτελεσματική αντίσταση στη συνήθεια, στη μετάλλαξη, στη λήθη...
Ενα μόνο βάζο παρέμεινε κλειστό για πάντα. Ο Λαντίρ, ο εγγονός, του κόλλησε μιά ιδιόχειρη ετικέττα που έγραφε: "Η μαρμελάδα κυδώνι της γιαγιάς Ακκα. Η τελευταία σπιτική μαρμελάδα στο κόσμο"
Κι' οταν απόκτησε παιδιά, κάποιες φορές, τις κρύες νύχτες του χειμώνα εκεί στη Νέα Χώρα, που ήταν πιά η νέα τους πατρίδα, τα φώναζε κοντά του, άνοιγε με κινήσεις πολύ προσεκτικές το παμπάλαιο βάζο, και τους έλεγε συγκινημένος: "Νά, μυρίστε εδώ, να καταλάβετε περίπου, πώς μύριζε η πατρίδα μας η Κυδωνία, πριν απο πολλά, πολλά χρόνια". Και δάκρυζε, γιατί κυδώνι μύρίζανε πάντα και τα χέρια της γιαγιάς της Ακκα, και το σπίτι της ολόκληρο, και τα ρούχα της ακόμα!
Αντιθέτως όμως, η γιαγιά Ακκα χαμογελούσε θριαμβευτικά! Χρόνια και χρόνια τώρα, κατάφερνε συχνά περίτρανες νίκες ενάντια στον Εχθρό. Νίκες που μύριζαν αληθινό κυδώνι!
Με ξύπνησε η βροχή. Σα νάχαμε κανονισμένη συνάντηση πετάχτηκα απ' το κρεβάτι με φανερή αδημονία. 07.45. Πλιτς πλιτς πλιτς πάνω στις πλάκες. ...Βρέχει... Στάζουν τα χαγιάτια, γυαλίζει η πέτρα, μοιάζουν όλα καθαρά μέσα στο γκρίζο τους. Η καφετιέρα γουργουρίζει, οι γάτες μου γουργουρίζουν, εγώ γουργουρίζω... Πάω στο σαλόνι και παραμερίζω τις κουρτίνες. Το κάστρο έχει "κατσούλα". Χαμογελάω ευχαριστημένη. Ο καφές αχνίζει και τ' αυτιά μου απολαμβάνουν πρωϊνή σιωπή. Μόνο πλιτς πλιτς πλιτς... Ο κήπος μου ξαπλώνει νωχελικά πάνω στο στρώμα του και υποδέχεται τις στάλες ηδονικά. Στρίβω ένα τσιγάρο. Το απολαυστικότερο τσιγάρο της ημέρας. Το πρώτο πρωϊνό. Ολο δικό μου, μέχρι τις πατούσες το δηλητήριο...Λάμπουν οι ελιές πάνω στα κλαριά, μισές πράσινες, μισές μωβ, ρουφούν νερό να μεγαλώσουν, να "θρέψουν" σάρκα και μυρουδιά βαριά, πικρή. Η βερυκοκιά διώχνει με απαλές κινήσεις απο τους ώμους της το περιττό. Το κίτρινο. Δεν βιάζεται. Εχει τους δικούς της χρόνους. Τα φύλλα της στροβιλίζονται ελλειπτικά κι' εναποτίθενται τρυφερά στο υγρό χώμα. Θα περιμένουν εκεί την αποσύνθεση. Και η βερυκοκιά τη θρέψη που προκύπτει απο την αποσύνθεση. Τα σαγκουϊνια κρατάνε πεισματικά το πράσινο ακόμα και υπόσχονται στην ανυπομονησία μου το βαθύ πορτοκαλοκόκκινο που θάρθει με τον πρώτο βοριά. Τα σπουργίτια ξεμυτίζουν κάτω απο τα κενά των κεραμιδιών, κάνουν εκτίμηση κατάστασης και ξαναχώνονται γρήγορα στην ασφάλεια της φωλιάς. Ο αέρας μυρίζει καμένο ξύλο... Θ' ανάψω κι' εγώ το τζάκι, θα φτιάξω τη δική μου μυρουδιά. Θα κάψω λεμονιά που μοσχομυρίζει και μυγδαλιά που φτιάχνει απίστευτη θράκα. Τί ωραία ησυχία... Πλιτς πλιτς πλιτς...Αληθινό φινοπωρινό Σαββατιάτικο πρωϊ. Τα φύλλα της αμπέλοψης γιορτάζουν επιδεικτικά την εποχή του κόκκινου... Απολαμβάνουν τη παρακμή τους, καθυστερούν την αποκαθήλωσή τους, παρατείνουν το πανηγύρι της μετάλλαξης και μου ζωγραφίζουν πίνακες μπορντώ έξω απ' τα παράθυρα. Εκοψα μερικά, τα κόλλησα πάνω σε πορτατίφ, να δυϊλίζουν το φώς, να φέρουν στο σπίτι μέσα στιγμές φθινόπωρου. Το χώμα έξω μυρίζει όμορφα. Ο καφές μυρίζει όμορφα. Τα γιασεμιά, ακόμα αντιστέκονται στην αλλαγή του καιρού, ανταγωνίζονται τις μπουκαμβίλιες που δεν φορούν τα χειμωνιάτικά τους πριν έρθει ο Γενάρης , πριν τις δαγκώσει η παγωνιά. Μουσική τώρα... Να ντύσει τη βροχή, να την ακομπανιάρει διακριτικά, να συμφιλιωθούνε... Να παίξουν. Τα γεράνια χορεύουν ξεδιάντροπα, αδιαφορώντας για τις εποχές, είναι τα γυφτάκια των λουλουδιών, τα ίδια ρούχα, χειμώνα καλοκαίρι, γιορτάζουν την ύπαρξή τους αναιδέστατα, δεν ανησυχούν, δεν αναρωτιούνται, μόνο υπάρχουν κι' αυτό τους φτάνει.... Μόνο οι κληματαριές έχουν στενοχώρια. Δεν έχουν ακόμα αποφασίσει τον θάνατό τους τον προσωρινό, στρίβουν τα φύλλα και κακοφορμίζουν ανάμεσα στο πράσινο και στο καφέ, χωρίς ενδιάμεση κατάσταση, σα να θυμώνουν που ήρθε η ώρα να γυμνωθούν, σα ν' αντιστέκονται ανώφελα στον χρόνο και με φειδώ πολλή αποχωρίζονται τη καλοκαιρινή τους φορεσιά. Εδώ κι' εκεί, ένα τσαμπί ξεχασμένο, σταφιδιασμένο κι' άρωστο, υπενθυμίζει την πλούσια σοδειά του καλοκαιριού. Και το φυλάνε εκεί, μέχρις εσχάτων, απορριπτέο κι' απ' τα σπουργίτια ακόμα, σαν μιά ανάμνηση της Αυγουστιάτικης καρποφορίας, σαν υποψία της επόμενης... Καφές. Τσιγάρο. Μουσική. Βροχή. Φθινόπωρο. Χρόνος.... Σε λίγο η κουζίνα θα μυρίζει φαγητό. Και η βροχή θα έχει σταματήσει. Τα ξύλα στο τζάκι θα σφραγίσουν τον ερχομό του χειμώνα, που τόσο πολύ αγαπώ. Κι' αυτό το βροχερό Σαββατιάτικο πρωϊνό, θα έχει δραπετεύσει στο παρελθόν και θα παραμείνει εκεί να ενεδρεύει υπομονετικά αυτούς που λατρεύουν να έρχονται αντιμέτωποι ξανά και ξανά, χρόνο με το χρόνο, με το βλοσυρό, σκοτεινό πρόσωπο των εποχών της βροχής, το αληθινό πρόσωπο του φθινόπωρου, αυτό που κοντεύουμε να ξεχάσουμε, αυτό που κοντεύει να χάσει το δρόμο της επιστροφής του.
Create a playlist at MixPod.com