25 Νοε 2008

Απλά μαθήματα ζωής σε 4 πράξεις.

Σκηνή πρώτη: Ενας κήπος, κάτι σαν κήπος της Εδέμ στα παιδικά της μάτια, με πεύκα τεράστια, γιγάντια πεύκα, κυπαρίσια και πορτοκαλολεμονιές. Κορμοί περασμένοι στον ασβέστη, δεν ήξερε γιατί, ανακάλυπτε άλλα θαύματα, δε πρόλαβε να ρωτήσει γιατί τα δέντρα είχαν τον κορμό τους βαμμένο λευκό, μπορεί και να μη την ένοιαζε και πολύ, μάλλον τα δέντρα στην εξοχή έτσι φύτρωναν.
Το σενάριο της ημέρας προέβλεπε πρωϊνή φωτογράφηση με το πιό τρελό αντικείμενο του πόθου στις νυχτερινές της αγρύπνιες: την άσπρη της οργαντίνα! Απίστευτο! Μέχρι και τώρα ακόμα, η λέξη οργαντίνα εκπέμπει μιά μαγεία εξωτική και απόκοσμη θα έλεγα, ίσως υποσχέσεις πρωτόγνωρων συναισθημάτων έτσι και την περνάς στο πετσί σου, έτσι και την περιβληθείς με σεβασμό και δέος! Η οργαντίνα της, ήταν φόρεμα καλό, σπάνια φορεμένο μέσα σε διάστημα ενός ή δύο χρόνων, μεγάλωνε γρήγορα βλέπετε, ακόμα και η οικονομική δυσπραγία δεν ήταν αρκετή να επιβάλλει για παραπάνω απο δύο χρόνια μιά στενή οργαντίνα-φόρεμα σε ένα αδύνατο μεν, αλλά γρήγορα αναπτυσσόμενο παιδικό, αδύνατο, κοριτσίστικο κορμί!
Γάμος, βάφτιση, Πρωτοχρονιά, Ανάσταση, ήταν οι επισήμως αναγνωρισμένες υπό του κράτους "ιδιαίτερες" περιπτώσεις κατα τις οποίες της επιτρεπόταν να "δραπετεύσει" απο τα προχειροραμμένα κοτλέ παντελονάκια της, τα τσίτινα καλοκαιρινά φορεματάκια και τα ευφάνταστα μεν, μεταποιημένα δε και ήδη χρησιμοποιημένα ρούχα της Αμερικάνικης Αγοράς. Οι μέρες δε αυτές, ακολουθούσαν πάντα, κάποιες ατέλειωτες νύχτες ξαγρύπνιας, χρωματισμένες με την ερεθιστική αναμονή της μεταμόρφωσης, που έντυνε τον εαυτό της νοερά με το κρουστό υπόλευκο ύφασμα, εμπλουτισμένο απο τους ιριδισμούς της οργάντζας, στολισμένο στο γιακαδάκι του λαιμού με πέρλα, απομίμηση φυσικά, κόσμημα πολύτιμο και ανεκτίμητο για τη μικρή πριγκήπισα των Πατησίων!
Εκείνη η Κυριακή σηματοδοτούσε μια μακρά απουσία απο τις γνώριμες περιοχές, Πλατεία Αμερικής και Χαλάνδρι, σε λίγες μέρες θα έφευγε με τη μητέρα της για κάποιο μέρος πολύ μακρινό και κρύο, κάπου στη Βόρεια Ελλάδα, ή στο Βόρειο Πόλο, το ίδιο ήταν στο παιδικό της μυαλουδάκι, Κοζάνη το έλεγαν, μέρος ακαθόριστο για να το σχηματοποιήσει, με ένα και μοναδικό καθοριστικό στοιχείο: εκεί δούλευε εδώ κι' ένα χρόνο ο πατέρας της. σε μιά μεγάλη εταιρία, γερμανική, και τους ήθελε κοντά του, δεν άντεχε άλλο μόνος του εκεί πάνω στη Σουρδία, όπως χιουμοριστικά την ανέφερε, και την καθορισμένη μέρα, σύντομα δηλαδή, όλα ήταν κανονισμένα θα έκανε αυτό το υπερπόντιο ταξίδι μαζί με τη μητέρα της, να πάνε να τον βρούν, να μείνουνε όλοι μαζί για όσο χρειαστεί. Εκείνη η Κυριακή, της πρώτης σκηνής, ήταν η τελευταία πριν το ταξίδι, πριν τη μεγάλη απουσία, κι έπρεπε, σύμφωνα με την επιθυμία της μαμάς, να φωτογραφηθεί, με το καλό της φόρεμα, την οργαντίνα, στο μυθικό κήπο της γιαγιάς, και σε θέση συγκεκριμένη μάλιστα, που η ίδια ουδόλως γνώριζε γιατί είχε επιλεγεί.
Καθόλου δεν θυμάται πιά γιατί δεν ήθελε. Δεν θυμάται τί δεν ήθελε, τον τόπο, τον χρόνο, τη στάση, θυμάται όμως πολύ καλά, πως δεν ήθελε. Και δεν ήταν μάλλον καθόλου συγκαταβατική.
Υποστηρίζοντας σθεναρά τους λόγους της άρνησής της, το χέρι της μαμάς προσγειώθηκε με συνοπτικές διαδικασίες στο μάγουλό της με δύναμη. "Θα κάτσεις εδώ που σου λέω, ή θα φάς κι' άλλες;" Η αντίδραση καταγράφηκε ακαριαία στη φωτογραφική μηχανή του θείου της, που είχε τρέλα με τα ενσταντανέ. Χαστούκι Νο.1: Επιβολή!
Τέλος σκηνής.
Σκηνή δεύτερη: Ενα χρόνο περίπου μετά, κάπου στη Κοζάνη, σπίτι διόρωφο, ψηλό με αυλή αρκετά μεγάλη, θυμάται λακούβες με νερό παγωμένο στους χωμάτινους δρόμους, έπαιρνε φόρα κι' έκανε πατινάζ, έσκαγε με το πισινό κάτω αρκετές φορές, γινόταν χάλια, τα ρούχα όμως ήταν ανάλογα με το περιβάλλον παιχνιδιού, χιλιομπαλωμένα και παλιά, στα πρόθυρα της χρεοκοπίας σχεδόν, αν υπήρχε περίπτωση τα ρούχα να χρεοκοπήσουν, αυτά ακριβώς ήταν τα δικά της, χρεοκοπημένα εν' αγνοία της, άκρως κατάλληλα για την ζωηράδα της ωστόσο. Την άνοιξη, η αυλή είχε κάτι γεράνια, ταλαιπωρημένα τα κακόμοιρα απο τις αμείλικτες παγωνιές του χειμώνα, που ορθώναν όμως αγέρωχα το ανάστημά τους στις εποχές και αποτολμούσαν ν' ανθίσουν στην πρώτη χλιαρή πνοή του αέρα, τάχα μου πως στολίζανε τον χώρο μ' ένα κόκκινο της φωτιάς, προκλητικότατο για τα γούστα των έξι της χρόνων.
Ενα μεσημέρι, η φαντασία της αποφάσισε ότι θα έκανε μιά πολύ ευχάριστη έκπληξη στον μπαμπά μόλις αυτός θα γύριζε απο τη δουλειά. Εκοψε τα πέταλα των γερανιών και φτύνοντας πάνω στα κοντοκομένα και μαύρα απ' το χώμα νύχια της, τα κόλλησε επιμελώς, ένα-ένα πεταλάκι πάνω σε κάθε νύχι. Τα καμάρωσε σε πλήρη αντίθεση προς την υπόλοιπη εμφάνισή της, κάτι καινούργιο, κάτι πρωτόγνωρο, κόκκινα νύχια της φωτιάς στα χέρια της, ένοιωσε για λίγο σα μεγάλη, σα γυναίκα! Κι' ο πρώτος άντρας που θάθελε να τα θαυμάσει ήταν φυσικά ο πατέρας της! Ετρεξε με χίλια κατα πάνω του μόλις τον είδε να μπαίνει στην αυλή: "Μπαμπά! Μπαμπά! Κοίτα!" Τέντωσε τις παλάμες της ανάποδα προς το μέρος του με μάτια που άστραφταν απο χαρά και αδημονία για τον θαυμασμό. Μετά απο μιά βεβιασμένη ματιά, το χέρι του προσγειώθηκε με συνοπτικές διαδικασίες στο μάγουλό της. "Νά, για να μάθεις να βάφεις τα νύχια σου, παιδί πράμα"! Ο θείος δεν ήταν εκεί για να καταγράψει και αυτό το ενσταντανέ. Χαστούκι Νο.2:Απόρριψη!
Τέλος σκηνής.
Σκηνή τρίτη: H γειτονιά που γεννήθηκε και μεγάλωσε, κοντά στη Πλατεία Αμερικής, δρόμοι γνώριμοι και χιλιογυρισμένοι, το σπίτι της "κακής" γιαγιάς, της μαμάς της μαμάς της ένα δρόμο πιό κάτω, λίγο μεγαλύτερη τότε, γύρω στα εννέα ίσως, απο τότε άρχισε η αυστηρή κηδεμονία της απο τον "κέρβερο" της οικογένειας τη γιαγιά την Ελλη, αυστηρή και σκληρή μαζί της, ποιός ξέρει γιατί, ίσως γιατί ήταν το πιό άτακτο και ατίθασο παιδί απο τα δύο της οικογένειας: της ίδιας και της ξαδέρφης της. Η "κακή" γιαγιά είχε αναλάβει απο πολύ νωρίς την περιφρούρηση της παρθενίας της, πολύ πριν ακόμη το δικό της μυαλό αποκτήσει τη δυνατότητα ν' αντιληφθει τη σημασία και μόνο της λέξης. Με αποτέλεσμα, κάθε της κίνηση, κάθε ματιά, ακόμα και σκέψη να πρέπει να περάσει απο την λογοκρισία της γιαγιάς, αμείλικτη και παρόμοια με αυτήν της Βικτωριανής περιόδου, συνοδευμένη ενίοτε και απο δυνατά τραβήγματα του αυτιού, των μαλιών και απο τσουχτερά χαστούκια στα μάγουλα, που σφραγίζονταν συνήθως απο το διαπεραστικότερο βλέμμα όλων των εποχών, βλέμμα απο μάτια αμυγδαλωτά, μαύρα σαν κάρβουνο και φορτωμένα με τσαμπουκά αιώνων, αυτόν που της κληροδοτήθηκε απο τα δύσκολα χρόνια της εφηβείας της στην Αρκαδία, απο τα ακόμα δυσκολότερα της πρώϊμης ωριμότητάς της κατα τη διάρκεια της Κατοχής στο Χαλάνδρι.
Ενα απο εκείνα τ' απογεύματα που έδινε διέξοδο στην παιδική υπερενεργητικότητά της, με παιχνίδια ατέλειωτα και φασαριόζικα στους γειτονικούς απο το σπίτι της δρόμους, κατάφερε για λίγο να ξεφύγει απο τ' αόρατα λουριά περιπάτου της γιαγιάς και βρέθηκε έξω απο το παντοπωλείο του κυρ Ευθύμη. Κάποια πελάτισα είχε μπεί να ψωνίσει και ακριβώς έξω απο την είσοδο, κοντά στα τσουβάλια με τις φακές και τα ρύζια, είχε αφήσει προσωρινά το καροτσάκι με το μωρό της. Της αρέσανε τα μωράκια πολύ και πλησίασε το καροτσάκι, στάθηκε πάνω απο το μωρό που την κοίταξε με δυσπιστία, του χαμογέλασε κι' άρχισε να του μιλάει, ενώ συγχρόνως ενστινκτωδώς έπιασε το χερούλι του και προσπάθησε να μιμηθεί το νανούρισμα που έκαναν οι μητέρες στα μωρά τους, κουνώντας το μπρος πίσω απαλά, υποδύθηκε για λίγα δευτερόλεπτα ένα ρόλο μελλοντικό, αλλά ακόμα εντελώς ασχημάτιστο μέσα της, μέχρι τη στιγμή που εκείνο το άκαρδο, το αχάριστο μωρό, σουφρώνοντας αρχικά τα χείλη σε γκριμάτσα δυσαρέσκειας μπροστά στο άγνωστο πρόσωπο, και μαζεύοντας όλες του τις δυνάμεις σ' ένα σφίξιμο όλο πείσμα, ξέσπασε τελικά σε κλάματα γοερά, κάνοντας τη μητέρα του να πεταχτεί έντρομη έξω και την γιαγιά, που ένας θεός ξέρει πώς, βρέθηκε δίπλα της εκείνη ακριβώς τη στιγμή, ουρλιάζοντας η μία: "Τί έκανες στο μωρό βρε παλιόπαιδο!" και : "Ποιός σου είπε να πειράξεις το ξένο μωρό παλιοκόριτσο;" και την ίδια στιγμή, πριν ακόμα μπορέσει να ψελλίσει τρέμοντας σχεδόν : "μα...δεν το πείραξα..δεν...", το βαρύ χέρι της "κακής" γιαγιάς είχε αφήσει το αποτύπωμά του πάνω στο χλωμό απο το φόβο μάγουλό της.
Με συνοπτικές διαδικασίες!
Κανείς δεν είχε μαζί του φωτογραφική μηχανή ν' αποτυπώσει και αυτό το ενσταντανέ.
Χαστούκι Νο. 3: Αδικία!
Τέλος σκηνής.



Σκηνή τέταρτη: Σε κάποια αναλαμπή των οικονομικών της οικογένειας, ένα περίπου χρόνο μετά, είχε την ευκαιρία να φοιτά σε ιδιωτικό σχολείο της περιοχής. Δεν θυμάται και πολλά απο το σχολείο αυτό, άγνωστο γιατί, εξάλλου, δυό χρονιές μόνο πήγε εκεί, όμως άν μπορούσε να συνοψίσει τα δύο αυτά χρόνια σε εμπειρίες , αυτές θα ήταν πολύ φτωχές σε σύγκριση με όλα τα προηγούμενα και τα επόμενα που βομβαρδίζουν ακόμα το μυαλό της με εικόνες και πρόσωπα και χώρους συγκεκριμένους μέχρι την τελευταία λεπτομέρεια. Το μόνο που θυμάται απο το σχολείο αυτό ήταν ότι έπρεπε να περπατήσει περίπου 20' για να φτάσει, καθότι , ιδιωτικό μέν καλά, αλλά χρήματα και για σχολικό δεν επέτρεπε ο οικογενειακός προϋπολογισμός, και επίσης πολύ καλά θυμάται τον Κο. Τάκη. Τον δάσκαλο.
Πολύ ψηλός, αδύνατος κι' ευθυτενής, με μελαμψή επιδερμίδα και κοντοκουρεμένα ελαφρώς ψαρά μαλιά. Ομορφος άντρας, αρρενωπός και ερωτεύσιμος για τα ονειροπόλα παιδικά της μάτια. Ηταν καλή μαθήτρια και για τον Κο. Τάκη είχε τη διάθεση να γίνει ακόμα πιό καλή.
Κάποια μέρα, ο Κος Τάκης τους έγραψε με τη κιμωλία στο πίνακα την ύλη που θα έπρεπε να αγοράσουν για κάποια συγκεκριμένα μαθήματα, χειροτεχνίες, φυσική ιστορία, γεωγραφία, τέτοια τελοσπάντων δεν θυμάται καθαρά, θυμάται όμως πως πήγε το χαρτι με τις παραγγελίες στο σπίτι και τα πράγματα άρχισαν να σκουραίνουν, όταν το βλέμμα της μητέρας της συνοφρυώθηκε διαβάζοντας το κατεβατό: " Τί 'ν' όλ' αυτά;" "Τα χρειαζόμαστε, είπε ο Κος Τάκης..." "Καλά, τόσα πολλά σας χρειάζονται;" "Ναί..." "Και πού θα τα βρούμε όλ' αυτά;" " Είπε, να τ' αγοράσουμε απο το βιβλιοπωλείο Τάδε"... "Αααα! Κατάλαβα! Και απο το συγκεκριμένο βιβλιοπωλείο... Εχουν και τις μίζες τους, βλέπεις..." Ιδέα δεν είχε τί θα πέι "μίζα".
"Θα μου τα πάρεις μαμά;" ......(Σκέψη με μισόκλειστα τα μάτια, η μαμά).
"Λοιπόν, άκου! Θα πάς αύριο και θα πείς χαιρετίσματα του Κου. Τάκη, ότι εμείς δεν μπορούμε ν' αγοράσουμε όλ' αυτά τα πράγματα, κατάλαβες;" "Μά...μαμά..." "Αυτό που σου είπα θα πείς" "Κι''αμα με ρωτήσει γιατί;" "Αμα σε ρωτήσει γιατί, θα του πείς κατά λέξη: Γιατί δεν έχουμε λεφτά! Εντάξει;"
Εσκυψε το κεφάλι της, κατάλαβε πως ήταν αδιέξοδη η συζήτηση, πάντα της επιβαλλόταν η μητέρα της, κατάφερε κι' έπεισε τον εαυτό της ότι το επιχείρημα ήταν αδιάσειστο, θα τον ρούπωνε τον Κο. Τάκη με την αντίδρασή της, μπορεί και να την συμπονούσε, ήταν και καλή μαθήτρια, πώς να το κάνουμε...
Την άλλη μέρα σ' εκείνο το σχεδόν ανύπαρκτο σχολείο, σε μιά σχεδόν ανύπαρκτη αίθουσα με πράσινα φθαρμένα ξύλινα θρανία, έκανε την κατα παραγγελία επανάστασή της.
Μόλις άρχισε ο Κος. Τάκης να ελέγχει ποια παιδιά ήταν συνεπή με την αγορά της ύλης, ξύνοντας νευρικά με τη μύτη του μολυβιού το χιλιογρατζουνισμένο της θρανίο, επαναλάμβανε σιωπηλά μέσα της : "Γιατί δεν έχουμε λεφτά, γιατί δεν έχουμε λεφτά, γιατί δεν έχουμε..."
Ο Κος. Τάκης στάθηκε πελώριος μπροστά της. "Πού είναι τα τετράδια σου δεσποινίς;"......Με μάτια χαμηλωμένα, παρά τη προσπάθεια να τον κοιτάξει : " Η μαμά μου μου είπε ότι δεν μπορεί να μου αγοράσει όλ' αυτά τα τετράδια, κύριε..." Ο Κος. Τάκης τώρα στεκόταν ακριβώς απο πάνω της και η παρουσία του τη βάραινε σαν δέκα τσιμεντόλιθοι μαζί. "Και γιατί δεν μπορεί;" .... "Γιατί, ...δεν έχουμε...λεφτά" και η λέξη "λεφτά" έμοιαζε σκαλωμένη κάτω απο τη γλώσσα της, μπουρδουκλωμένη στριμωχνόταν πίσω απ' τα χείλη, δεν ήθελε λές ν' ακουστεί.
Δεν πρόλαβε να δεί το χαστούκι του Κου. Τάκη να διαγράφει τη πορεία του μέχρι το μάγουλό της, γιατί το κεφάλι της ήταν επίμονα χαμηλωμένο, έτσι μπόρεσε μονάχα αστραπιαία ν' αντιληφθεί το κάψιμο που νόμισε πως πυρπολούσε το σώμα της ολόκληρο, και δεν γινόταν να ξεχωρίσει τί ήταν αυτό που την έκαιγε περισσότερο, το χαστούκι, ή η ντροπή. "Να πάς να πείς της μητέρας σου, ότι άν δεν έχετε λεφτά, δεν πρέπει να σε στέλνει σ' αυτό το σχολείο, κατάλαβες;", και το "κατάλαβες" συνοδεύτηκε απο ένα σχεδόν βίαιο ανασήκωμα του κεφαλιού της με το δάχτυλό του κάτω απ' το πηγούνι της. Δεν θυμάται καλά την έκφραση του Κου. Τάκη εκείνη τη στιγμή, θυμάται όμως πάρα πολύ καλά, το θολό τοπίο που έβλεπαν τα μάτια της και τα μουλωχτά γέλια των παιδιών πίσω και γύρω της. Για μιά μέρα μισούσε τη μητέρα της. Για όλη την υπόλοιπη χρονιά, τον Κο. Τάκη. Χαστούκι Νο.4: Ταπείνωση!
Τέλος σκηνής.
Εκτοτε, αναρωτήθηκε αρκετές φορές....
Γιατί σιχαίνεται να επιβάλλει και να επιβάλλεται.
Γιατί πληγώνεται αφόρητα απο την παραμικρή υποψία απόρριψης.
Γιατί δεν συγχωρεί με τίποτα την αδικία.
Γιατί δεν αντέχει ούτε κατ' ελάχιστον να δεί άνθρωπο ταπεινωμένο.
Οι απαντήσεις φυσικά ήρθαν και τη βρήκαν....
Στα ενσταντανέ του μυαλού της κρύβονταν τόσα χρόνια!

45 σχόλια:

b|a|s|n\i/a είπε...

είναι απίστευτα τα στιγμιότυπα που κρύβονται στο μυαλό μας και διαμορφώνουν κατά μεγάλο μέρος τον χαρακτήρα του καθενός μας.
αγκράφες, χάρακες, φωνές...

χαμόγελο. υπόκλιση. τέλος σχολίου.

jacki είπε...

Όλο το κείμενο απίστευτο.. Μα θα σταθώ στη δεύτερη πράξη. Διώροφο στην Κοζάνη? Που? Κοζάνη? Καλά διαβάζω? Στα μέρη μας δηλαδή... Ωραία.
Καλό βράδυ.

Μαριλένα είπε...

και πίσω απ΄ όλα αυτά, η αίσθηση πως γινεσαι ρεζίλι, πως όλα τα ματια ειναι καρφωμένα πανω σου και σε κοιτάνε.

σκληρές εποχές.
δεν μπορω να πω για τη μητέρα, τον πατέρα, τη γιαγιά
(σίγουρη ειμαι, πως δε ήταν απο κακία η αδικία κι η ταπεινωση που υφίστασο, απλά, όπως ειπα, ήταν σκληρές οι εποχές)
αλλά για τον "δάσκαλο"..
άσε!
απο ανωμαλία ψυχής θα έπασχε ο άνθρωπος, μαλιστα, βαριάς μορφης.

ποιος ξερει τι ειδους ευχαριστηση θα αντλούσε χτυπωντας ένα παιδί!
ποιος ξερει και ποιος θελει να μαθει.

τελος παντων, σήμερα, άλλοι καιροί, αλλα ηθη και σιγουρα, τα χαστουκια, εχουν σχεδον εκλειψει..
μήπως ομως, εχουν παρει τη θεση τους, αλλου ειδους φάπες;

φιλια βιολιστή μου και την καλησπερα μου.

leondokardos είπε...

Σίγουρα η ζωή σου έχει δώσει τις απαντήσεις που αναζητάς. Πολλές φορές δίνουμε δικές μας εξηγήσεις, ερμηνείες σε κάποια περιστατικά, αλλά η ίδια η ζωή μας τα ανατρέπει.
΄Ισως και αυτό να είναι που τη κάνει τόσο πολίτιμη.
Ο,τι γράφεις, πάντα το συνοδεύεις με τη πιο κατάλληλη μουσική.

βιολιστης στη στεγη είπε...

b/a/s/n/i/a: Και παραμένουν εκεί ανεξίτηλα, για πάντα... Ενώ, αντιθέτως, πράγματα που συνέβησαν τη προηγούμενη μέρα, μπορεί να τα ξεχάσουμε ευκολότατα!
Ενα χαμόγελο κι'απο μένα, αφού ξέρω ότι αγαπάς τα χαμόγελα...

βιολιστης στη στεγη είπε...

Jacki: Ναί! Αυτή η Κοζάνη Jacki μου! Οι ιδιοκτήτες ονομαζόντουσαν Πλάκα... Περιοχή; Αστο καλύτερα.. Μόνο χωράφια με αγελάδες υπήρχαν εκεί γύρω.... Τότε...

βιολιστης στη στεγη είπε...

Μαριλένα: Ο χρόνος μαλακώνει τα συναισθήματα του τότε. Τώρα μπορώ να δώ σχεδόν γλυκά και τρυφερά συμπεριφορές του τότε. Οχι όμως και τον κ. Τάκη! Αυτό ήταν πολύ σκληρό. Πάρα πολύ σκληρό!
Τα χαστούκια έδιναν και παίρναν στα σχολειά εκείνη την εποχή. Τα περισσότερα ξεχνιούνται μές στο χρόνο... Τα θυμόμαστε με χαμόγελο σχεδόν. Του κ. Τάκη όμως....

βιολιστης στη στεγη είπε...

Leontokardos: Οτι χαράζεται στο "σκληρό", σημαίνει και οριοθετεί κάτι που ο εαυτός μας το αξιολογεί σαν σημαντικό. Οι μνήμες μας "γράφουν" και διαμορφώνουν χαρακτήρες και ζωές. Πότε για καλό, πότε για κακό. Αρκεί να μη φοβόμαστε να τις ανατέμνουμε.
Καλή σου μέρα φίλε μου!

faraona είπε...

Βιολιστη
ανεξιτηλα μεν ,αναγνωρίσιμα δε.
Πολυ σημαντικα μεν εως και φρικτα για ενα παιδακι, αλλα τωρα πια νομιζω οτι εισαι σε θεση να αποδωσεις στον Καισαρα αυτο που του αξιζει.
Κι επειδη ο εαυτος σου αξιζει πανω απο ολα και κυριως του αξιζει ο χρονος που ειναι πολυτιμο πραγμα ...χάρισε του τα ολα...ολα τωρα που καταλαβες και μπορεις.

το ευχομαι

φιλια πολλα

Ανώνυμος είπε...

…. Αμ γι’ αυτό καρδούλα μου τώρα που μεγαααααααάλωσες ζητάς το ντάντεμά σου!!!
Ώχουτο μωλέ το τσαμένο μου !!!

Υπάρχουν όμως και χειρότερα, όπως στην περίπτωσή μου ας πούμε, που κάποτε… πολλά χρόνια πριν, και για ασήμαντη σκανταλιά με πλάκωσε η μάνα μου στις γρήγορες κι αφού πόνεσε το χέρι της να με χτυπά, στο τέλος μου δάγκωσε το αφτί μέχρι που μάτωσε!
Ωχ τι μου θύμισες τώρα!!! Άνοιξε πάλι το παιδικό τραύμα και τσούζει.
Παγιδευμένος, ακινητοποιημένος, ντροπιασμένος με τη ‘μαργαριταρένια’ μασέλα της κυρά Πόπης στο αφτί μου κι όλα τα μούλικα της γειτονιάς ολόγυρα να χαχανίζουν.

Γ.

βιολιστης στη στεγη είπε...

Faraona: Το σημαντικότερο Φαραώνα μου, είναι νομίζω να καταννοούμε έτσι ώστε να μην αναπαράγουμε μικρά και μεγάλα λάθη άλλων. Τώρα πιά, μπορώ να πώ ότι δίνω στα γεγονότα τις πραγματικές τους διαστάσεις. Και κοιτώντας τα κατάματα, προσπαθώ να ελαχιστοποιώ τα λάθη μου. Οσο μπορώ...
Καλό σου βράδυ!

βιολιστης στη στεγη είπε...

Ανώνυμος: Αχ, η κυρα Βάσω! Πάντως, μιά χαρά είναι τ' αυτάκι παρα τη δαγκωνιά!

demetrat είπε...

αχ τι θυμήθηκες τώρα.
Είχα και γω δύο οργάντζες ,ας είναι καλά η ούνρα.Μία γαλάζια, μία καναρινί.
Μας έστελναν διάφορα χρησιμα ρούχα,οι αμερικάνοι, όπως μανσόν, οργάντζες ,απ' αυτά που βάζουνε στα αυτάκια γιά τον πάγο,λιζέζ με μεταξωτά φιογκάκια,τέτοια για να παίζουμε στις γειτονιές.
(παντως μουρακλα πρώτη ζοχαδιασμένο ε;, δε θα μεγαλώσω εγώ θα σε κανονίσω.)
δ

Talisker είπε...

Βιολιστη.....

ΕΙΣΑΙ ΕΝΑΣ ΟΛΟΚΛΗΡΟΣ ΚΟΣΜΟΣ..

ετσι λεμε εμεις εδω αυτους που εχουν τοσα να πουν, να δειξουν και να δωσουν..

ΕΝΑΣ ΟΛΟΚΛΗΡΟΣ ΚΟΣΜΟΣ!

anima είπε...

Κι όμως...

Θα μπορούσε να ανταποδώσει με το ίδιο νόμισμα τώρα που μεγάλωσε
Και χειρότερα.Παίρνοντας,ας πούμε,εκδίκηση για όλα όσα πέρασε

Μα δεν το έκανε.Και δε θα το κάνει
Και αυτό είναι που κρατώ

Και που μ΄αρέσει στ΄αλήθεια...

ολα θα πανε καλα... είπε...

Kαλημέρα,βιολιστή.Όλοι μας έχουμε παρόμοια περιστατικά να θυμόμαστε,άλλος περισσότερα άλλος λιγότερα,με γεγονότα ταπείνωσης,αδικίας,κλπ.Σε καταλαβαίνω γι αυτό που λες στο τέλος του ωραία γραμμένου κειμένου σου.Ένας λόγος που δε θέλω να μεγαλώσω παιδιά είναι αυτός.Δε θέλω ούτε να επιβάλλω την άποψή μου,ούτε να διδάξω το "σωστό" και το "πρέπον" ούτε να τιμωρήσω ανθρώπους σωματικά πιο αδύναμους από μένα.Δε θέλω καμία αναπαραγωγή προτύπων,καμία διδαχή.Και καμιά φορά δε μου αρέσει η ρήση "τα λάθη είναι για τους ανθρώπους".Σωστό μεν,εν πολλοίς,πλην όμως,στο όνομα αυτής της φράσης κάνουμε τα ανήκουστα εμείς,οι άνθρωποι.Θέλω την ησυχία μου μόνο και να γίνω όσο μπορώ περισσότερο καλύτερος άνθρωπος.

elf είπε...

Κοντεύω να πεθάνω τώρα, το παιδί μου σκέφτομαι κι όλα αυτά που του κάνω! Λες να τα θυμάται ανεξίτηλα; Αχ, βιολιστή μου, εκεί που γέλαγα με τους Παναθηναϊκούς με τάραξες πρωί-πρωί!
Χρειάζομαι κι ένα ποστ με τα όμορφά σου για να ισιώσω.
Καλημέρα.

beth είπε...

Omorfia ομορφιά
4 σκηνές όμορφες. Αλήθεια ΄λέω.
Ξετρελάθηκα με το κείμενο σου. Δεν έχω λόγια

Ανώνυμος είπε...

@ βιολιστής & demetrat: Μωρ’ μη καρφωνόσαστε έτσι πια. Άκου λιζέζ, οργάντζες και ούνρα. Κατά πως το πάτε θα νομίζει ο κόσμος ότι είστε 100 χρόνων. χεχεχε
Εγώ πάντως με το Nintendo στα χέρια μεγάλωσα κι ας σας ρίχνω κάτι χρονάκια. :-)

Γ.

βιολιστης στη στεγη είπε...

Demetrat: Την πρόσεξες τη ξινίλα στη μούρη; Είναι μετά το σκαμπίλι! Λιζέζ! Ναί βρέ, κι' εμείς είχαμε μιά ροζ πλεκτή! Ακόμα θυμάμαι τα "θαύματα" της Αμερικάνικης αγοράς. Κάτι σαν "Αμερικάνικο Ονειρο" ένα πράμα!

βιολιστης στη στεγη είπε...

Talisker: Η ηλικία μάτια μου! Η ηλικία καταγράφει και διηγείται!
Οταν μεγαλώσεις,(σλουρπ!) θάχεις κι' εσύ πολλά να μετατρέψεις σε ποίηση...

βιολιστης στη στεγη είπε...

Anima: Μη νομίζεις ψυχή μου ότι έχουν πιά τις διαστάσεις του τότε. Απλά, η καταγραφή έγινε με βάση τα συναισθήματα ενός παιδιού. Η επεξεργασία πάλι, με τα τωρινά, της ωριμότητας. Εγώ κι' άν έχω κάνει λάθη με τα παιδιά μου!

βιολιστης στη στεγη είπε...

Ολα θα πάνε καλά: Εσύ μάλλον κουβαλάς πραγματικά σκληρές εμπειρίες απο το παρελθόν. Ισως γι' αυτό κατα βάθος να μη θέλεις να μεγαλώσεις παιδιά. Και ίσως να είσαι πάρα πολύ σωστή και συνειδητοποιημένη. Και ίσως ακόμη κάποια στιγμή να γίνεις μιά θαυμάσια μητέρα, ακριβώς λόγω των εμπειριών σου αυτών. Κάποια στιγμή θα το ξέρεις....
Σε φιλώ πολύ!

βιολιστης στη στεγη είπε...

Elf: Γλυκό μου Ελφάκι, όμορφα είναι όλα, άν κάποια στιγμή καταφέρουμε να γίνουμε καλύτεροι μέσα απο τα λάθη των άλλων και απο τα δικά μας. Μπορώ να σου πώ, ότι τα χαστούκια αυτά, με χαμόγελο τα θυμάμαι πιά. Μόνο ο κ. Τάκης, είναι μιά κάπως σκοτεινή σκηνή στη μνήμη μου. Και μη πανικοβάλεσαι με το γυιό σου! Τα παιδιά έχουν το χάρισμα της σωστής κρίσης όσον αφορά την αγάπη των γονιών τους...
Ρώτα κι' εμένα που έχω κάνει σοβαρότατα λάθη με τα δικά μου.
Οταν το συζητάω μαζί τους, πάντα μου λένε: "Tί θυμάσαι τώρα ρε μαμά! Πάνε αυτά πέρασαν!" Και ας μη ξεχνάμε: Ο γονιός δεν παύει να είναι άνθρωπος, όχι θεός!
Πολλά φιλιά γλυκειά μου!

βιολιστης στη στεγη είπε...

Beth: Νάσαι καλά όμορφη!

βιολιστης στη στεγη είπε...
Αυτό το σχόλιο αφαιρέθηκε από τον συντάκτη.
βιολιστης στη στεγη είπε...

Ανώνυμος: Λές έ; Πότε καταργηθήκαν οι λιζέζ ρε γαμώτο; Φτού! Πάλι καρφωθήκαμε!

ΦΥΡΔΗΝ-ΜΙΓΔΗΝ είπε...

"συνοπτικές διαδικασίες"...αποφασίζομεν και διατάσσομεν.....

Μη νομίζεις πως θα εκλείψουν ποτέ αυτές οι πράξεις βίας του ισχυρού προς τον αδύναμο
Τον κομπλεξισμό τους, την αμάθεια και την καταπίεσή τους εκδηλώνουν με αυτό τον τρόπο, αδιαφορώντας για την ψυχολογικές επιπτώσεις στον άλλον, ο οποίος το κουβαλάει στο πετσί του μέχρι να κλείσει τα μάτια...

Φιλί και Γλαρένιες αγκαλιές

Ανώνυμος είπε...

ειδες οι ανθρωποι τι δυναμη εχουμε? χαρασσουμε μνημες, τους ιδιους τους ανθρωπους γυρω μας.
Η αναμνηση ειναι βιωμα, πονος, χαρα, σκεψη απο την οποια ειτε θελουμε να απαλλαγουμε, ειτε να ζησουμε απο αυτην.

πρεπει να ειμαστε πιο προσεκτικοι...πολυ...

aKanonisti είπε...

Η παιδική ηλικία μας συνοδεύει.... μέχρι τον θάνατο.....
Πόσο σε νιώθω.....
:-))))

βιολιστης στη στεγη είπε...

Φύρδην-μίγδην: Δεν τα βλέπω πιά σαν τραυματισμούς. Πιό πολύ σαν μικρές εκδορές τα βλέπω, αυτό που με εντυπωσιάζει όμως είναι η ανεξίτηλη χροιά αυτών των στιγμών, μέσα στο χρόνο. Και μάλλον εκεί βρίσκεται και η ουσία. Στο πώς, φαινομενικά αθώα παραπτώματα των "μεγάλων" σφραγίζουν για πάντα τη μνήμη...
Καλή σου μέρα Γλαρένια μου...

βιολιστης στη στεγη είπε...

exofthalmi: Οι άνθρωποι έχουν δύναμη να χαράζουν μνήμες, αλλά η μνήμη έχει ακόμα μεγαλύτερη δύναμη, να μπορεί να διατηρείται ατόφια μές στο χρόνο, είτε το θέλουμε είτε όχι...

βιολιστης στη στεγη είπε...

Αkanonisti: Και κατα ένα περίεργο τρόπο Μαρία μου, όσο πιό κοντά στο θάνατο πλησιάζουμε, τόσο περισσότερο προς τα πίσω γυρίζει ο νούς....
Καλημερούδια!

demetrat είπε...

ο χριστος και η παναγία.
Τί έπαθες μωρή !!!!
Που πας και πλησιάζεις;
δ
(και πάνω που πήγαινα να σχολιάσω το σχόλιο του ανώνυμου Γ.πως εμεις ,δεν φοβόμασε χάρο.)
δ

demetrat είπε...

ανώνυμε Γ.
αυτή έτσι μελό ήτανε απ το γυμνασιο.Ακου που σου λέω.
Ζήτω οι λιζέζ.
Υπάρχουν ακόμα.
Και γώ μεγάλη τις γνώρισα.
Ρώτησα τί είναι αυτό με το μεταξωτό φιογκο;και μου είπαν :Λιζέζ.
έτσι τόμαθα και γω.Τί νομίζεις. :)
δ

βιολιστης στη στεγη είπε...

Demetrat: Κάτσε ν' ακούσεις για να καταλάβεις!
Πριν απο εκατοντάδες (!) χρόνια, ένας γέρος μού διάβασε το χέρι. Οταν τον ρώτησα πότε θα πεθάνω, μου είπε ενθουσιασμένος: " Πολύ μεγάλη madame, πολύ μεγάλη!"
"Πόσο μεγάλη;" ρώτησα όπως ήταν φυσικό. "sixty two, madame" μου είπε, "sixty two"!
Κατάλαβες τώρα; Σε καμιά εικοσαριά χρονάκια τη κάνουμε(!!!)
Που λέει ο λόγος! Ε! Πλησιάζω, δε πλησιάζω;

Nikos Lioliopoulos είπε...

Βιολίστια είσαι εκπληκτική.Γράφεις Ναι...
ΓΡΑΦΕΙΣ!
Σκηνές μιας ζωής, υπέροχα αποτυπωμένες στο χαρτί, στην οθόνη στα μάτια μας στην καρδιά μας . Μαγεία...
Ά ναι, και η μουσικές επιλογές σου . Μα τι παράξενη επιβολή είναι αυτή, διάβολε; Ότι παίζει την ώρα που διαβάζω τα κείμενα σου, με συντροφεύει για μέρες μεσα στο κεφάλι μου. Με έκανες να αγαπήσω τραγούδια που δεν ήξερα ότι υπάρχουν, οπως το Guantanamo, Johny quitar, So sorry , και ενα σωρό άλλα.
Υ.Γ σορρυ για το ...λιβάνισμα αλλα δεν κρατιόμουν ρε γμτ!

anepidoti είπε...

ξέρεις κάτι?
και μόνο που τα ξεστομίζεις και τα ερμηνεύεις...
είναι σωτήριο και ξέρεις τον δρόμο...
τον όμορφο δρόμο σου που λάμπει και τον βλέπουμε..
έχεις "σωθεί" βιολιστή μου"...
αλίμονο σ' αυτούς που τα κουκουλώνουν..
δεν κουκουλώνονται τ' άτιμα..
μόνον ερμηνεύονται και προχωράμε...
φιλιά!!!!
-κουκλίτσα με το φορεματάκι!-

βιολιστης στη στεγη είπε...

Nikos Liolopoulos: Πού είσαι βρε γλυκό αγόρι; Προχωράει το σπίτι;
Πού να τις ξέρεις εσύ αυτές τις μουσικές! Ισως να μην ήσουν ούτε υποψία στο μυαλό του πατέρα σου όταν ακουγόντουσαν! Εμένα απλά μου χρησιμεύουν σαν ταξίδεμα στο χρόνο...
Μ' αρέσει το λιβάνισμα αυτό!

βιολιστης στη στεγη είπε...

Anepidoti: Ευλογημένο πράμα το μπλόγκινγκ γλυκειά μου ανεπίδοτη! Δεν χρειάζεται να ψάχνεις για αυτιά ανοιχτά. Ερχονται αυτά που γουστάρουν και σε βρίσκουν. Και στρώνεις τα χαρτιά... Κι' ανακατεύεις τη τράπουλα.. Ξανά και ξανά.
Και λυτρώνεσαι...

Ανώνυμος είπε...

Βιολιστή, κόβω και ξαναμοίρασε την τράπουλα.
Θα τα ‘τσιτώσεις’ λες σε καμιά 20αριά χρόνια όταν θα κλείσεις τα 62,αλλά στο μεταξύ όταν ήσουν μικρούλα φορούσες οργάντζες και λιζέζ (άκου λιζέζ χαχαχα). Πολύ ντεμοντέ σε ντύνανε ρε πουλάκι μου!!!
Λοιπόν άκου να σου πω μια άλλη εκδοχή: ο κινέζος που έκανε την προφητεία, είχε πάρει κάτι πιο πριν και τα έβλεπε θολά, οπότε σε ένα παροξυσμό ψυχονευροκρασομπαφοκατάστασης δεν πρόσεξε καλά το εννέα και το διάβασε έξι, οπότε μην ανησυχείς καρδούλα μου, θα ζήσεις άλλα εξήντα δύο χρόνια και θα μας θάψεις όλους!!!
Θα γίνεις η μακροβιότερη blogger ever and ever!

Τώρα σχετικά με το Greenwich Village θυμήθηκα ότι κάποιο κομμάτι από τα πεζοδρόμια στην Christopher street ήταν πλακόστρωτα, είχα σκοντάψει και κόντεψα να φάω τα μούτρα μου.

@ Demetrat: στον απέθαντο κι εγώ μαζί σου!!

Γ.

Κοντολάμπρος Ηλίας είπε...

Αυτές οι ανεξίτηλες πληγές
που χάραξαν κάποιες
κακές και άδικες στιγμές,
βαθιά στην παιδική μας μνήμη
είναι σφυριλατήματα που
μας μορφοποίησαν
και ατσάλωσαν τη θέληση
και την ψυχή μας.
Αυτές οι βαθιές πληγές
που όργωσαν την καρδιά μας,
την καλλιέργησαν, την έκαναν πιο αφράτη,
πιο γόνιμη σε αισθήματα και αγάπη.
Αυτές οι στιγμές όμως,
οι γεμάτες παράπονο απ την ταπείνωση
με την αδικία να μας πνίγει
και τα παιδικά μας αισθήματα
σαν τσαλακωμένη ζωγραφιά,
να κείτονται στα υπόγεια της ψυχής μας.
Μας ανήκουν για πάντα
και περιμένουν από μας
θετική αξιοποίηση.

Υ.Γ. Λόγω λουμπάγκο άργησα.
Έχω και γω ανάλογες στιγμές.
Αριστούργημα η ανάρτηση σου.
Καλό Σ/Κ.

βιολιστης στη στεγη είπε...

Ανώνυμος : Καλά βρε θηρίο, και καλά δεν σου αρέσει η Νέα Υόρκη, την Κρίστοφερ Στρήτ την θυμάσαι όμως! Επειδή παραλίγο να κάνεις βαβά μάλλον!
Οσο για την πρόβλεψη του Κινέζου, ίδωμεν. Εγώ καλού κακού πάντως μιά διαθήκη θα τη κάνω να μου βρίσκεται...

βιολιστης στη στεγη είπε...

Ηλίας Κοντολάμπρος: Πέρασα κι' απ' το @σπίτι σου, αλλά κανείς! Ούτε εσύ, ούτε η Ντίνα! Ατιμο πράγμα το λουμπάγκο! Εύχομαι περαστικά και γρήγορα!
Πολύ φιλοσοφημένες οι απόψεις σου, όπως πάντα. Σ' ευχαριστώ!

Ανώνυμος είπε...

Την Christopher street τη θυμάμαι γιατί σύχναζα εκεί, είχε πολλούς σαν κι εμένα ;-)